ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
Διαμεσολάβηση και Γονική Μέριμνα
Η Γονική Μέριμνα στην Κύπρο είναι η μέριμνα για το ανήλικο τέκνο.
[1]Οι γονείς θα πρέπει κατά την άσκηση γονικής μέριμνας να δείχνουν την επιμέλεια που δείχνουν και στις δικές τους υποθέσεις.
[2]
Η Γονική Μέριμνα είναι καθήκον αλλά και δικαίωμα των γονέων και ασκείται από κοινού. Όπου όμως πρόκειται για συνήθεις πράξεις επιμέλειας ή πράξεις που έχουν επείγοντα χαρακτήρα, η γονική μέριμνα μπορεί να ασκηθεί μόνο από τον ένα γονέα.[3] Κάθε απόφαση των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου.[4]
Ως συμφέρον του τέκνου εννοείται το σωματικό, το υλικό, πνευματικό, ψυχικό, ηθικό και γενικότερα κάθε είδους συμφέρον.
Σύμφωνα με την απόφαση Ιωαννίδης ν. Ιωαννίδης[5] στη διαδικασία αιτήσεων γονικής μέριμνας, δεν υπάρχει το στοιχείο της αντιπαράθεσης μεταξύ των γονέων. Πρόκειται για διαδικασία εξεταστικού χαρακτήρα της οποίας, τελικός σκοπός είναι η καλύτερη εξυπηρέτηση της ευημερίας και του συμφέροντος του ανηλίκου.
Το Δικαστήριο, όταν καλείται να αναθέσει τη Γονική Μέριμνα στον ένα από τους δύο γονείς, πρέπει να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις με βάση το φύλο, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πεποιθήσεις, την ιθαγένεια, την εθνική ή κοινωνική προέλευση ή την περιουσία.[6]
Τι Περιλαμβάνει η Γονική Μέριμνα
Η γονική μέριμνα περιλαμβάνει:[7]
«την κηδεμονία, επιμέλεια του προσώπου, φύλαξη, επικοινωνία και εκπροσώπηση του ανηλίκου, διαχείριση της περιουσίας του και κάθε θέμα που αφορά το πρόσωπο και την περιουσία ανηλίκου»
Σημειώνουμε ότι η επιμέλεια περιλαμβάνει και την κηδεμονία αλλά και τη φύλαξη[8] του ανηλίκου και ως εκ τούτου ο διαχωρισμός είναι εξαιρετικά δύσκολος.
Η Γονική Μέριμνα περιλαμβάνει τα ακόλουθα στοιχεία:[9]
- Επιμέλεια του προσώπου.
Αναφορικά με την επιμέλεια προσώπου διαχωρίζεται ιδιαίτερα στα ακόλουθα:[10]
- Την ανατροφή και επίβλεψη των τέκνων.
- Την διαπαιδαγώγηση και εκπαίδευση των τέκνων.
- Τον προσδιορισμό του τόπου διαμονής του.
Η επιμέλεια περιλαμβάνει την κηδεμονία και τη φύλαξη του ανηλίκου. Η κηδεμονία είναι ουσιαστικά η φροντίδα των τέκνων. Η φύλαξη αφορά τον τόπο διαμονής του ανηλίκου ως πιο πάνω αναφέρεται.
Την κηδεμονία (legal custody), την λαμβάνει ο γονέας που έχει την επιμέλεια.
Το Δικαστήριο κατά κανόνα αναθέτει τη φύλαξη μαζί με τη κηδεμονία καθώς και τον τόπο διαμονής και αναφέρει ότι οι λοιπές πτυχές ασκούνται από τους δύο γονείς. (π.χ. ταυτότητα, διαβατήριο, σχολείο, εγχειρίσεις, υγείας)
- Προσδιορισμός του ονόματος.
Ο γονείς μπορούν να προσδιορίσουν το επώνυμο του τέκνου τους με κοινή έγγραφη δήλωση τους. Το επώνυμο, το οποίο πρέπει να είναι το ίδιο για όλα τα παιδιά μπορεί να είναι είτε το επώνυμο του ενός από τους γονείς, είτε συνδυασμός των επώνυμων τους. Σε περίπτωση που παραλείψουν να δηλώσουν το επώνυμο του παιδιού τους, τότε τα τέκνα παίρνουν το επώνυμο του πατέρα.
Όταν τέκνο γεννήθηκε χωρίς γάμο των γονέων. Τότε παίρνει το επώνυμο της μητέρας του.[11]
- Τη διοίκηση της περιουσίας.
Αναφορικά με τη διοίκηση της περιουσίας του τέκνου, τότε, με άδεια του Δικαστηρίου, οι γονείς μπορούν να χρησιμοποιούν την περιουσία και τα εισοδήματα του τέκνου, την οποία μπορούν να διοικούν για τη συντήρηση, την εκπαίδευση και τις εν γένει ανάγκες του τέκνου.[12]
Απαγορεύεται οι γονείς να προβαίνουν σε δωρεές από την περιουσία του τέκνου.[13] Επίσης οι γονείς, δεν μπορούν χωρίς άδεια του Δικαστηρίου να προβούν σε πράξεις για τις οποίες ο Επίτροπος χρειάζεται άδεια.[14] Πράξεις που χρειάζονται άδεια είναι οι ακόλουθες, δεδομένου ότι το Δικαστήριο ικανοποιηθεί ότι είναι αναγκαίες για τα συμφέροντα του ανηλίκου:[15]
«(α) Να εκποιήσει, υποθηκεύσει, επιβαρύνει, ανταλλάξει ή με οποιοδήποτε τρόπο αποξενώσει περιουσία του ανηλίκου
(β) να εκμισθώσει ακίνητη περιουσία του ανηλίκου για περίοδο που υπερβαίνει τα πέντε χρόνια
(γ) να προβεί σε αγορά ακίνητης περιουσίας εκ μέρους του ανηλίκου
(δ) να επενδύει χρήματα που ανήκουν στον ανήλικο
(ε) να συμβιβάζει αγωγές ή απαιτήσεις υπέρ ή κατά του ανηλίκου.»
- Εκπροσώπηση του τέκνου σε κάθε υπόθεση και δικαιοπραξία που αφορά το πρόσωπο ή την περιουσία του τέκνου.
Πότε Επεμβαίνει το Δικαστήριο σε Περιπτώσεις Γονικής Μέριμνας;
Η (1) ανάθεση και (2) ο τρόπος άσκησης της γονικής μέριμνας μπορεί να γίνει από το Δικαστήριο[16] και λαμβάνεται υπόψη – αναλόγως της ωριμότητας και αντίληψη τους – η γνώμη του παιδιού.[17] Αυτό γίνεται χωρίς οποιεσδήποτε διακρίσεις με βάση το φύλο, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πεποιθήσεις, την ιθαγένεια, την εθνική ή κοινωνική προέλευση ή την περιουσία.[18]
Πριν την απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου σε σχέση με τελικό διάταγμα (όχι προσωρινό) το οποίο αφορά γονική μέριμνα (π.χ. επικοινωνία) είναι απαραίτητο να υπάρχει έκθεση λειτουργού του Γραφείου Ευημερίας. Η έκθεση πρέπει να παρέχει τα απαραίτητα στοιχεία στο δικαστήριο για να μπορέσει να υποβοηθήσει το δικαστήριο να καταλήξει στην απόφαση του.
Σχετικός είναι ο Κανονισμός 5 του περί Κηδεμονίας Ανηλίκων και Ασώτων Διαδικαστικός Κανονισμός [19] ο οποίος αναφέρει ότι το Δικαστήριο διορίζει το ταχύτερο δυνατό, Λειτουργό Ευημερίας όπου διαμένει ο αιτητής ή ο ανήλικος. Ο Λειτουργός έχει καθήκον να διερευνά τις περιστάσεις σχετικές με το διάταγμα με σκοπό να διασφαλισθούν τα συμφέροντα του ανηλίκου και να υποβάλει σχετική έκθεση προς το Δικαστήριο.
Είναι επίσης καθήκον του Λειτουργού Ευημερίας:[20]
(α) να διεξάγει έρευνα σε σχέση με θέματα τα οποία υπάρχει ισχυρισμός ο οποίος μπορεί να βοηθήσει το Δικαστήριο αναφορικά με την καταλληλότητα του αιτητή να καταστεί κηδεμόνας και
(β) να λάβει συνεντεύξεις προσωπικά (ή μέσω άλλου λειτουργού) από τον αιτητή ή πρόσωπο το οποίο αναφέρεται στην αίτηση ή πρόσωπο προς το οποίο απαιτείται όπως επιδοθεί κοινοποίηση της αίτησης δυνάμει του Κανονισμού 11(3) (αυτά τα πρόσωπα είναι οι γονείς ή οποιοδήποτε πρόσωπο αποφασίσει το Δικαστήριο)·
Εάν η έκθεση του Λειτουργού δεν περιέχει τους λόγους για τους οποίους προβαίνει σε ένα συμπέρασμα – δηλαδή δεν αναφέρει τους λόγους π.χ. που προτείνει ότι ο πατέρας θα πρέπει να έχει επικοινωνία με τα παιδιά – τότε η έκθεση δεν παρέχει τα απαραίτητα στοιχεία για να βοηθήσει το Δικαστήριο.[21]
Το αποτέλεσμα είναι ότι, εάν το Δικαστήριο βασιστεί στα συμπεράσματα της έκθεσης τα οποία όμως δεν έχουν προκύψει από τη συνέντευξη του ίδιου του Δικαστήριο με τα παιδιά, η απόφαση του Δικαστηρίου θεωρείται τρωτή.
Η διακρίβωση του βαθμού ωριμότητας ενός ανήλικου, γίνεται μέσω συνομιλίας του Δικαστηρίου με τον ανήλικο, που έχει ακριβώς αυτό το στόχο. Δεν υπάρχουν θεσμοθετημένοι κανόνες οι οποίοι διέπουν τη διεξαγωγή της συνομιλίας, αλλά υπάρχουν αρχές οι οποίες θα πρέπει να τηρούνται.
Συγκεκριμένα και με βάση την απόφαση Κωνσταντίνου ν. Ξιούρου[22] θα πρέπει στη δικαστική απόφαση, που ρυθμίζει κάποιο ζήτημα της γονικής μέριμνας:
…να διατυπώνονται με σαφήνεια τόσο η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας για το ότι η συγκεκριμένη ρύθμιση προάγει το συμφέρον του παιδιού, όσο και τα πραγματικά γεγονότα που στηρίζουν αυτή τη κρίση. Αν αυτό δεν συμβαίνει, η απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας δεν έχει νόμιμη βάση, δηλαδή δεν έχει καθόλου ή έχει ανεπαρκείς αιτιολογίες
Η διακρίβωση της ωριμότητας του ανηλίκου αξιολογείται από το Δικαστήριο.
Το δικαιοδοτικό πλαίσιο για επέμβαση του Δικαστηρίου, παρέχεται από τα άρθρα 7 και 14 του Νόμου τα οποία αναφέρουν ότι:[23]
«7. Αν οι γονείς διαφωνούν κατά την άσκηση της γονικής μέριμνας και το συμφέρον του τέκνου επιβάλλει να ληφθεί απόφαση, αποφασίζει το Δικαστήριο, έπειτα από αίτηση οποιουδήποτε από τους γονείς.»
14(1). Σε περίπτωση διαζυγίου ή ακύρωσης του γάμου ή άκυρου γάμου και εφόσο ζουν και οι δυο γονείς, η άσκηση της γονικής μέριμνας ρυθμίζεται από το Δικαστήριο.»
Δηλαδή, η γονική μέριμνα μπορεί να αποφασιστεί από το Δικαστήριο όπου (1) οι γονείς διαφωνούν ή (2) σε περίπτωση διαζυγίου ή ακύρωσης γάμου. Σύμφωνα δε με το άρθρο 15 του Νόμου, οι διατάξεις του άρθρου 14 εφαρμόζονται και σε περίπτωση που υπάρχει διακοπή της συμβίωσης των συζύγων – δηλαδή, σε περίπτωση διάστασης.[24]
Τι Μπορεί να Διατάξει το Δικαστήριο
ΠΡΩΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ: Το πρώτο διάταγμα που μπορεί να διατάξει το Δικαστήριο είναι αυτό της ανάθεσης της επιμέλειας του Τέκνου (Legal Custody). Αυτό το είδος διατάγματος αφορά τα θέματα τα οποία έχουν συζητηθεί πιο πάνω και αφορά την επιμέλεια. Αυτό είναι η ανάθεση της γονικής μέριμνας
Σημειώνουμε ότι σε περιπτώσεις διαμεσολάβησης η ανάθεση και αφαίρεση της γονικής μέριμνας είναι και το μόνο θέμα στο οποίο δεν μπορεί να επέμβει ο διαμεσολαβητής.[25]
Σύμφωνα με το άρθρο 14(2), σε περίπτωση διαζυγίου, διάστασης ή ακύρωσης γάμου, το Δικαστήριο μπορεί να αναθέσει στον ένα από τους δύο γονείς τη γονική μέριμνα ή και στους δύο (σε περίπτωση που αυτοί συμφωνούν).[26]
ΔΕΥΤΕΡΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ: Το Δεύτερο Διάταγμα είναι αυτό της φύλαξης και φροντίδας του ανηλίκου (Physical Custody). Σε τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο ορίζει και τον τόπο διαμονής του τέκνου.[27]
Σημειώνουμε ότι δυνατόν το Δικαστήριο να εκδώσει διάταγμα φύλαξης, φροντίδας και επιμέλειας ανηλίκου (Δηλαδή το Πρώτο με το Δεύτερο Διάταγμα).
ΤΡΙΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ: Το Τρίτο διάταγμα που μπορεί να εκδώσει το Δικαστήριο είναι αυτό της προσωπικής επικοινωνίας με το τέκνο από το γονέα που δεν έχει τη φροντίδα και φύλαξη του παιδιού.
Σύμφωνα με το άρθρο 17, ο γονέας με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, διατηρεί το δικαίωμα προσωπικής επικοινωνίας με αυτό[28] και σε περίπτωση διαφωνίας για την άσκηση τούτου του δικαιώματος, αποφασίζει το Δικαστήριο.[29]
Σε αντίθεση με τη γονική μέριμνα η οποία αποτελεί «καθήκον και δικαίωμα» των γονέων, η προσωπική επικοινωνία γονέα με ανήλικο τέκνο του που δε διαμένει μαζί του, αποτελεί «δικαίωμα» το οποίο ρυθμίζεται από το Δικαστήριο όταν προκύψει διαφωνία ως προς την άσκηση του.[30]
Δηλαδή δεν είναι δυνατή η αίτηση για επικοινωνία του άλλου γονέα, από τον γονέα ο οποίος έχει την κηδεμονία και την επιμέλεια των τέκνων. Σύμφωνα με τον Β. Βαθρακοκοίλη στο σύγγραμμα «Το νέο Οικογενειακό Δίκαιο»:
Το δικαίωμα επικοινωνίας δεν είναι λειτουργικό και συνακόλουθα δεν υπέχει νομική υποχρέωση επικοινωνίας για το γονέα. Άλλωστε η καθιέρωση μιας τέτοιας νομικής υποχρέωσης προϋποθέτει και αντίστοιχο δικαίωμα του τέκνου για επικοινωνία με το γονέα του, το οποίο όμως δικαίωμα δεν ορίζεται στο νόμο. Επομένως δεν υπάρχει αγώγιμη αξίωση κατά του γονέα και δεν μπορεί να εξαναγκαστεί σε επικοινωνία με το τέκνο του.
Αυτό γίνεται με ξεχωριστή αίτηση με βάση το άρθρο 17. Στα πλαίσια τέτοιας διαδικασίας μπορεί να καταχωρηθεί αίτηση για προσωρινό διάταγμα.
ΤΕΤΑΡΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ: Stop-list. Σε περίπτωση που υπάρχει κίνδυνος ένας γονέας να φύγει από τη Δημοκρατία μόνιμα μαζί με το ανήλικο δυνατόν ο άλλος γονέας να αποταθεί στο Δικαστήριο για διάταγμα τύπου stop-list. Με το εν λόγω διάταγμα, απαγορεύεται η έξοδος από τη Δημοκρατία του ανήλικου τέκνου χωρίς τη συγκατάθεση και των δύο γονέων ή αν διαφωνούν κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου.
Τέτοιο διάταγμα δυνατόν να εκδοθεί άμεσα με αίτηση ενός διαδίκου μετά τη διάσταση ή στα πλαίσια οποιασδήποτε από τις πιο πάνω αιτήσεις.
Και η συγκεκριμένη διαδικασία stop list δυνατόν να συμφωνηθεί με διαμεσολάβηση όπου τα μέρη συμφωνούν.
Κριτήρια που Λαμβάνονται Υπόψη
Τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη από το Δικαστήριο είναι πρώτον και κύριο το συμφέρον του τέκνου. Επίσης, λαμβάνονται υπόψην οι δεσμοί του τέκνου με τους γονείς και τους αδελφούς του και τυχόν συμφωνίες των γονέων για την επιμέλεια και τη διοίκηση της περιουσίας του τέκνου.[31]
Το Δικαστήριο αποφασίζει για θέματα Γονικής Μέριμνας με γνώμονα το συμφέρον του ανήλικου παιδιού και δεν στοχεύει στην απόδοση ευθυνών ή στην επιβολή κυρώσεων για μεμπτή συμπεριφορά των γονέων.
Διαμεσολάβηση και Γονική Μέριμνα
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Ν.62(Ι)/2019 περί Διαμεσολάβησης σε Οικογενειακές Διαφορές Νόμος του 2019, οποιαδήποτε οικογενειακή διαφορά η οποία σχετίζεται με το θεσμό της οικογένειας μπορεί να επιλυθεί με διαμεσολάβηση. Εξαιρούνται όμως οι υποθέσεις αφαίρεσης ή ανάθεσης γονικής μέριμνας.
Θεωρούμε δηλαδή ότι δεν μπορούν να αποτελέσουν μέρος της διαδικασίας οικογενειακής διαμεσολάβησης θέματα που αφορούν την κηδεμονία ή επιμέλεια του τέκνου. Μόνο θέματα που αφορούν την επικοινωνία δυνατόν να είναι δεχτικά διαμεσολάβησης.
Αυτό είναι λογικό για το λόγο ότι σε θέματα τα οποία αφορούν την αφαίρεση ή την ανάθεση της γονικής μέριμνας εμπλέκεται λειτουργός ευημερίας και το δικαστήριο προβαίνει σε συνέντευξη του ανηλίκου.
Για θέματα τα οποία αφορούν άλλα ζητήματα παρεμφερή της αφαίρεσης ή ανάθεσης της γονικής μέριμνας είναι δυνατή η διαμεσολάβηση. Παράδειγμα αποτελεί η επικοινωνία γονέα με το τέκνο.
Αυτό γίνεται ξεκάθαρο από τις υποχρεώσεις του διαμεσολαβητή οι οποίες αναφέρονται στο άρθρο 10 του πιο πάνω Νόμου. Συγκεκριμένα ο Διαμεσολαβητής:[32]
«ζ. σε περίπτωση που η διαφορά αφορά ή επηρεάζει εν όλω ή εν μέρει παιδί, επιδεικνύει ιδιαίτερη μέριμνα για την ευημερία και το συμφέρον του παιδιού, ενθαρρύνει τους γονείς να επικεντρώνονται στις ανάγκες του παιδιού και τους υπενθυμίζει την πρωταρχική τους ευθύνη για την ευημερία του παιδιού, καθώς και την ανάγκη να πληροφορούν το παιδί και να λαμβάνουν υπόψη την άποψή του
η. σε περίπτωση που η διαφορά αφορά ή επηρεάζει εν όλω ή εν μέρει παιδί, εφόσον το κρίνει απαραίτητο και αφού συνεννοηθεί με τα μέρη, ακούει τις απόψεις του παιδιού και τις λαμβάνει υπόψη ανάλογα με την ηλικία και το βαθμό ωριμότητάς του.»
Οι πιο πάνω πληροφορίες δεν αποτελούν νομική συμβουλή.
[1] Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων, α 5(1)(α)
[2] Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων, α 13(1)
[3] Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων, α 8
[4] Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων, α 6(1)
[5] Ιωαννίδης ν. Ιωαννίδης, (2002) 1 Α.Α.Δ. 1446
[6] Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων, α 6(2)(β)
[7] Περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικού Κανονισμού του 1990 (2/1990), α 2
[8] Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων, α 9(1)
[9] Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων, α 5(1)(β)
[10] Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων, α 9(1)
[11] Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων, α 4(1)(α)
[12] Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων, α 10
[13] Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων, α 11
[14] Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων, α 12
[15] Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων, α 26(1) και 26(3)
[16] Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων, α 6(2)(α)
[17] Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων, α 6(2)(α)
[18] Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων, α 6(2)(β)
[19] Ο περί Κηδεμονίας Ανηλίκων και Ασώτων Διαδικαστικός Κανονισμός, Ν.24/1936, α 5(1)
[20] Ο περί Κηδεμονίας Ανηλίκων και Ασώτων Διαδικαστικός Κανονισμός, Ν.24/1936, α 5(1)(α) και (β)
[21] Κωνσταντίνου ν. Ξιούρου, Έφεση Αρ. 4/2015, ημερ 14/01/2020
[22] Κωνσταντίνου ν. Ξιούρου, Έφεση Αρ. 4/2015, ημερ 14/01/2020
[23] Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων, α 7
[24] Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων, α 14
[25] Ο περί Διαμεσολάβησης σε Οικογενειακές Διαφορές Νόμος του 2019 (Ν.62(I)/2019), α 2
[26] Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων, α 14(2)
[27] Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων, α 14(2)
[28] Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων, α 17(1)
[29] Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων, α 17(2)
[30] Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων, α 17
[31] Περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων, α 14(3)
[32] Περί Διαμεσολάβησης σε Οικογενειακές Διαφορές Νόμος του 2019, Ν.62(Ι)/2019, α 10(2)(ζ) και (η)