Portfolio Gallery: Βιβλίο Καταναλωτικό Δίκαιο

ΑΝΑΛΥΣΗ ΟΔΗΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΕ – ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ  – EU FUNDED

Εξ Αποστάσεως Εμπορία Χρηματοοικονομικών Υπηρεσιών προς τους Καταναλωτές (Οδηγία 2002/65/ΕΚ)

1. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ

Η Οδηγία 2002/65ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές και την τροποποίηση των οδηγιών 90/619ΕΟΚ του Συμβουλίου, 97/7/ΕΚ και 98/27/ΕΚ Η Οδηγία») σκοπεύει στην προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των KM, οι οποίες αφορούν την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές.

Σύμβαση εξ αποστάσεως είναι  κάθε σύμβαση που αφορά χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και συνάπτεται μεταξύ ενός προμηθευτή και ενός καταναλωτή, στο πλαίσιο συστήματος εξ αποστάσεως πώλησης ή παροχής υπηρεσιών οργανωμένου από τον προμηθευτή, ο οποίος χρησιμοποιεί αποκλειστικά, για τη σύμβαση αυτή, ένα ή περισσότερα μέσα επικοινωνίας εξ αποστάσεως, μέχρι και τη στιγμή σύναψης της σύμβασης.

ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗΣ: Η Οδηγία είναι πλήρους εναρμόνισης ως επεξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 13. Είναι σημαντικό όμως να αναφέρουμε ότι σε σχέση με τις απαιτήσεις πληροφόρησης που απαιτούνται να δίδονται στον καταναλωτή, τα ΚΜ με βάση το άρθρο 4(2) μπορούν να εισάγουν αυστηρότερες διατάξεις εφόσον αυτές είναι συμβατές με το κοινοτικό δίκαιο.

ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ: Με βάση το άρθρο 12 της Οδηγίας, ο καταναλωτής δεν μπορεί να παραιτείται των δικαιωμάτων που του παρέχονται από την Οδηγία και τα ΚΜ λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται ότι ο καταναλωτής δεν στερείται της προστασίας που του παρέχεται βάσει της Οδηγίας λόγω της επιλογής δικαίου τρίτης χώρας ως του δικαίου που διέπει τη σύμβαση, όταν η σύμβαση αυτή συνδέεται στενά με το έδαφος ενός ή περισσότερων ΚΜ.

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ: Με βάση το άρθρο 1 της Οδηγίας, αυτή εφαρμόζεται σε συμβάσεις που αφορούν εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές.

Στις περιπτώσεις συμβάσεων που αφορούν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες οι οποίες περιλαμβάνουν μια αρχική συμφωνία παροχής υπηρεσίας και ακολούθως διαδοχικές πράξεις ή σειρά διακριτών πράξεων της ίδιας φύσεως που κλιμακώνονται χρονικά, οι διατάξεις της Οδηγίας εφαρμόζονται μόνο στην αρχική συμφωνία. Αν δεν υπάρχει αρχική συμφωνία παροχής υπηρεσίας αλλά οι διαδοχικές ή διακριτές πράξεις της ίδιας φύσεως που κλιμακώνονται χρονικά, διενεργούνται μεταξύ των ίδιων συμβαλλομένων μερών, τα άρθρα 3 και 4 εφαρμόζονται μόνο κατά τη διενέργεια της πρώτης πράξης. Όταν όμως δεν έχει διενεργηθεί πράξη της ίδιας φύσης για διάστημα άνω του ενός έτους, η διενέργεια της επόμενης πράξης θεωρείται ως η πρώτη μιας νέας σειράς πράξεων και, συνεπώς, εφαρμόζονται τα άρθρα 3 και 4.

2. ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

2.1.    ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΑΨΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΞ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ

Σύμφωνα με το άρθρο 3, ο Καταναλωτής σε εύθετο χρόνο και προτού δεσμευθεί από μια εξ αποστάσεως σύμβαση ή προσφορά, λαμβάνει τις πληροφορίες που αφορούν τον προμηθευτή, τη χρηματοοικονομική υπηρεσία, τη σύμβαση εξ αποστάσεως και την προσφυγή (ήτοι την ύπαρξη εξωδικαστικών διαδικασιών επίλυσης διαφορών τον τρόπο πρόσβασης κτλ.). Το εν λόγω άρθρο αναφέρεται στις συγκεκριμένες πληροφορίες που πρέπει να δοθούν  στον καταναλωτή κάτω από την κάθε κατηγορία πληροφοριών. Για παράδειγμα, αναφορικά με τη χρηματοοικονομική υπηρεσία θα πρέπει να δοθούν πληροφορίες αναφορικά με τους χρονικούς περιορισμούς της ισχύος των παρεχόμενων πληροφοριών, τις ρυθμίσεις σχετικά με την πληρωμή και την εκτέλεση, περιγραφή των κυριοτέρων χαρακτηριστικών στοιχείων της χρηματοοικονομικής υπηρεσίας κτλ)

Με βάση το άρθρο 3(2) οι πιο πάνω πληροφορίες παρέχονται κατά τρόπο σαφή και κατανοητό με κάθε ενδεικνυόμενο μέσο σε σχέση με το χρησιμοποιούμενο μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως λαμβανομένων δεόντως υπόψη τις αρχές της καλής πίστης που πρέπει να διέπουν τις εμπορικές συναλλαγές και της προστασίας εκείνων που, σύμφωνα με τη νομοθεσία των ΚΜ, είναι ανίκανοι προς δικαιοπραξία, όπως οι ανήλικοι.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΦΩΝΗΤΙΚΗ ΤΗΛΕΦΩΝΙΑ: Σύμφωνα με το άρθρο 3(3), στις περιπτώσεις επικοινωνίας με φωνητική τηλεφωνία θα πρέπει να παρέχονται συγκεκριμένες πληροφορίες όπως η ταυτότητα του προσώπου που τηλεφωνά και η σχέση του με τον προμηθευτή, περιγραφή των κυριότερων στοιχείων της χρηματοοικονομικής υπηρεσίας κτλ. Ο προμηθευτής οφείλει να πληροφορεί τον καταναλωτή αφενός ότι, κατόπιν αιτήματός του, μπορεί να λάβει και άλλες πληροφορίες, αφετέρου δε, για τη φύση των πληροφοριών αυτών. Εν πάση περιπτώσει, ο προμηθευτής του παρέχει όλες τις πληροφορίες του άρθρου 5 στο στάδιο πριν τη σύναψη της σύμβασης όπου του ανακοινώνει τους συμβατικούς όρους.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΣΥΜΒΑΤΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ: Οι πληροφορίες σχετικά με συμβατικές υποχρεώσεις, οι οποίες πρέπει να ανακοινώνονται στον καταναλωτή κατά την περίοδο πριν από τη σύναψη της σύμβασης, πρέπει να είναι σύμφωνες με τις συμβατικές υποχρεώσεις που θα απέρρεαν από τη νομοθεσία που θα εφαρμοζόταν κατά τεκμήριο στη σύμβαση εξ αποστάσεως, εάν η τελευταία είχε συναφθεί.

 

2.2.    ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ/ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΥΝΥΦΑΣΜΕΝΑ ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΑΨΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

ΥΠΑΝΑΧΩΡΗΣΗ: Τα άρθρα 6 και 7 αναφέρονται στο δικαίωμα των καταναλωτών να υπαναχωρήσουν από τη σύμβαση. Με βάση το άρθρο 6, ο καταναλωτής έχει στη διάθεση του προθεσμία 14 ημερών για να υπαναχωρήσει χωρίς καμία ποινή και χωρίς να αναφέρει αιτιολογία.  Ωστόσο, η προθεσμία αυτή παρατείνεται σε 30 ημερολογιακές ημέρες προκειμένου περί συμβάσεων εξ αποστάσεως με αντικείμενο ασφαλίσεις ζωής, καλυπτόμενες από την Οδηγία 90/619/ΕΟΚ καθώς και πράξεις που αφορούν τις ατομικές συντάξεις. Το δικαίωμα υπαναχώρησης αρχίζει να μετράται από την ημέρα σύναψης της σύμβασης εξ αποστάσεως (για ασφάλεια ζωής από τη στιγμή που ο καταναλωτής πληροφορήθηκε τη σύναψη της σύμβασης εξ αποστάσεως) ή από την ημέρα που ο καταναλωτής παρέλαβε τους όρους και πληροφορίες του άρθρου 5 της Οδηγίας όποιο συνέβηκε τελευταίο. Τα ΚΜ δύνανται να αναστέλλουν το εκτελεστό των συμβάσεων κατά το χρόνο που ισχύει το δικαίωμα υπαναχώρησης.

Με βάση το άρθρο 6(2) το δικαίωμα υπαναχώρησης δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

«α) σε χρηματοοικονομικές υπηρεσίες η τιμή των οποίων εξαρτάται από διακυμάνσεις της κεφαλαιαγοράς επί των οποίων ο προμηθευτής δεν έχει καμία επίδραση και μπορεί να επέλθουν κατά τη διάρκεια της προθεσμίας υπαναχώρησης, όπως υπηρεσίες που αφορούν:

– πράξεις συναλλάγματος,

– τίτλους της χρηματαγοράς,

– διαπραγματεύσιμους τίτλους,

– μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων,

-προθεσμιακές χρηματοοικονομικές συμβάσεις (futures), συμπεριλαμβανομένων των ισοδυνάμων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς,

– προθεσμιακά συμβόλαια επιτοκίου (FRA),

– συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) με αντικείμενο επιτόκιο ή συνάλλαγμα ή συνδεόμενες με μετοχές ή με δείκτη μετοχών (equity swaps),

– προαιρέσεις (options) αγοράς ή πώλησης οιουδήποτε τίτλου από τους αναφερόμενους στο παρόν σημείο, συμπεριλαμβανομένων των ισοδυνάμων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα εκκαθαρίσεως τοις μετρητοίς. Συμπεριλαμβάνονται, ιδίως, στην κατηγορία αυτή οι προαιρέσεις συναλλάγματος και επιτοκίων·

β) σε ασφαλιστήρια συμβόλαια ταξιδιών και αποσκευών ή παρόμοια βραχυπρόθεσμα ασφαλιστήρια συμβόλαια με διάρκεια μικρότερη του ενός μηνός·

γ) στις συμβάσεις των οποίων η εκτέλεση έχει ολοκληρωθεί πλήρως και από τα δύο μέρη με ρητή αίτηση του καταναλωτή προτού ασκήσει ο καταναλωτής το δικαίωμα υπαναχώρησης.

Επίσης, το άρθρο 6(3) αναφέρει ότι τα ΚΜ μπορούν να προβλέπουν ότι το δικαίωμα υπαναχώρησης δεν έχει εφαρμογή στις ακόλουθες περιπτώσεις:

«α) σε πίστωση η οποία προορίζεται κυρίως για την κτήση ή τη διατήρηση δικαιωμάτων ιδιοκτησίας επί εγγείου ιδιοκτησίας ή επί υπάρχοντος ή υπό κατασκευή κτιρίου, ή για την ανακαίνιση ή βελτίωση κτιρίου, ή

β) σε πίστωση η οποία εξασφαλίζεται είτε με υποθήκη επί ακινήτου είτε με δικαίωμα επί ακινήτου, ή

γ) σε δηλώσεις καταναλωτών οι οποίες πραγματοποιούνται με συμμετοχή δημόσιου λειτουργού, υπό την προϋπόθεση ότι ο δημόσιος λειτουργός πιστοποιεί ότι τα δικαιώματα του καταναλωτή σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 διασφαλίζονται.

Η παρούσα παράγραφος ισχύει με την επιφύλαξη του δικαιώματος για χρόνο σκέψης προς όφελος των καταναλωτών που διαμένουν σε κράτος μέλος όπου το δικαίωμα αυτό υφίσταται, κατά τη στιγμή της έκδοσης της παρούσας οδηγίας.»

Το άρθρο 6(6) αναφέρει ότι με την αποστολή της υπαναχώρησης εντός της προθεσμίας, θεωρείται ότι έχει τηρηθεί η προθεσμία.

Σημαντικό να σημειώσουμε ότι εάν ασκηθεί το δικαίωμα υπαναχώρησης, τότε εάν στη σύμβαση εξ αποστάσεως μιας δεδομένης χρηματοοικονομικής υπηρεσίας έχει επισυναφθεί άλλη σύμβαση εξ αποστάσεως σχετική με χρηματοοικονομικές υπηρεσίες παρεχόμενες από τον προμηθευτή ή από τρίτον βάσει συμφωνίας του με τον προμηθευτή, η πρόσθετη αυτή σύμβαση τερματίζεται αυτομάτως χωρίς οποιαδήποτε επιβάρυνση στον καταναλωτή.

Σε σχέση με πληρωμές για υπηρεσίες που έχουν παρασχεθεί πριν την υπαναχώρηση εφαρμόζεται το άρθρο 7 της Οδηγίας. Το άρθρο αναφέρει ότι, εάν ο καταναλωτής ασκήσει το δικαίωμα αυτό, μπορεί να υποχρεωθεί να πληρώσει, το συντομότερο δυνατό, μόνο για τη χρηματοοικονομική υπηρεσία που του έχει όντως παράσχει ο προμηθευτής σύμφωνα με τη σύμβαση εξ αποστάσεως. Το πληρωτέο ποσό δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσό ανάλογο με την έκταση της υπηρεσίας που ήδη παρασχέθηκε σε σχέση με το σύνολο παροχών που προβλέπει η σύμβαση εξ αποστάσεως. Σε καμία περίπτωση τέτοιο ποσό μπορεί να εκληφθεί ως ποινή. Επίσης, ο προμηθευτής δεν μπορεί να απαιτήσει από τον καταναλωτή να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό εκτός εάν μπορεί να αποδείξει ότι ο καταναλωτής είχε δεόντως ενημερωθεί για το πληρωτέο ποσό που θα υποχρεωθεί να καταβάλει εντός της προθεσμίας υπαναχώρησης. Ωστόσο, ο προμηθευτής δεν μπορεί να απαιτήσει οποιαδήποτε πληρωμή εάν έχει αρχίσει να εκτελεί τη σύμβαση πριν από την εκπνοή προθεσμίας υπαναχώρησης χωρίς να το ζητήσει προηγουμένως ο καταναλωτής.

Με βάση το άρθρο 7(4) ο προμηθευτής υποχρεούται να επιστρέψει στον καταναλωτή εντός 30 ημερών από την ημέρα που έλαβε την κοινοποίηση υπαναχώρησης, όλα τα ποσά που έλαβε από τον καταναλωτή (πλην των ποσών για υπηρεσίες που παρασχέθηκαν εντός της περιόδου υπαναχώρησης). Σύμφωνα με το άρθρο 7(5), ο καταναλωτής επιστρέφει στον προμηθευτή το αργότερο εντός 30 ημερών από την ημερομηνία αποστολής της κοινοποίησης της υπαναχώρησης οποιαδήποτε χρηματικά ποσά ή πράγματα έλαβε από αυτόν.

ΠΛΗΡΩΜΕΣ ΜΕ ΚΑΡΤΕΣ: Με βάση το άρθρο 8, ο καταναλωτής μπορεί να ζητά την ακύρωση μιας πληρωμής σε περίπτωση που χρησιμοποιήθηκε δολίως η κάρτα πληρωμής του στα πλαίσια σύμβασης εξ αποστάσεως και να επαναπιστώνεται με τα ποσά που έχουν καταβληθεί ή να του επιστρέφονται τα ποσά αυτά.

ΜΗ ΑΙΤΗΘΕΙΣΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ: Εκτός στις περιπτώσεις σιωπηρής ανανέωσης της σύμβασης εξ αποστάσεως, απαγορεύεται η παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών σε καταναλωτή χωρίς να το έχει ζητήσει προηγουμένως όταν αυτή η παροχή περιλαμβάνει αίτηση για άμεση ή μεταγενέστερη πληρωμή. Επίσης, ο καταναλωτής απαλλάσσεται από οποιαδήποτε υποχρέωση σε περίπτωση μη αιτηθείσας υπηρεσίας χωρίς η έλλειψη απάντησης εκ μέρους του να εκλαμβάνεται ως συγκατάθεση.

ΑΥΤΟΚΛΗΤΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: Το άρθρο 10 αναφέρει ότι προτού χρησιμοποιηθούν από τον προμηθευτή αυτοματοποιημένα συστήματα κλήσης χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση (αυτόματες συσκευές κλήσης) ή φαξ, θα πρέπει να προηγείται η συγκατάθεση του καταναλωτή. Με τον ίδιο τρόπο, εάν επιτρέπεται η προσωπική επικοινωνία με τον καταναλωτή με το μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως που χρησιμοποιεί ο προμηθευτής, θα πρέπει να προηγείται η συγκατάθεση του καταναλωτή ή να χρησιμοποιούνται εφόσον δεν υπάρχει η έκδηλη αντίθεση του καταναλωτή.

ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΡΗΤΡΑ: Με βάση το άρθρο 15, θεωρείται καταχρηστική ρήτρα οποιαδήποτε ρήτρα η οποία προβλέπει ότι το βάρος της απόδειξης για την τήρηση εκ μέρους του προμηθευτή του συνόλου ή μέρους των υποχρεώσεων που τον βαρύνουν βάσει της Οδηγίας το φέρει ο καταναλωτής. Όχι όμως αναφορικά με το βάρος απόδειξης για την τήρηση των υποχρεώσεων πληροφόρησης του καταναλωτή που επιβάλλονται στον προμηθευτή ή τη συγκατάθεση του καταναλωτή στη σύναψη της σύμβασης/εκτέλεσης της. Στις τελευταίες αυτές περιπτώσεις το βάρος απόδειξης βρίσκεται στον καταναλωτή αλλά τα ΚΜ δύνανται να το μεταθέσουν στον προμηθευτή.

3. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ/ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ

ΚΥΡΩΣΕΙΣ:  Το άρθρο 11 της Οδηγίας προβλέπει ότι τα ΚΜ προβλέπουν για τις δέουσες κυρώσεις σε περίπτωση που ο προμηθευτής δεν τηρεί τις εθνικές διατάξεις που έχουν θεσπιστεί δυνάμει της Οδηγίας. Επίσης, τα ΚΜ μπορούν, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεως να επιτρέπουν στον καταναλωτή να καταγγείλει τη σύμβαση ανά πάσα στιγμή χωρίς έξοδα και ποινές. Οι κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ: Με βάση το άρθρο 13, τα ΚΜ μεριμνούν ώστε να υπάρχουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα εξασφάλισης της συμμόρφωσης με την Οδηγία για το συμφέρον του καταναλωτή. Τα μέσα αυτά περιλαμβάνουν διατάξεις με βάση τις οποίες ένας ή περισσότεροι οργανισμοί μπορούν να προσφύγουν ενώπιον δικαστηρίων και αρμόδιων διοικητικών φορέων για την εξασφάλιση της εφαρμογής των μέτρων που εναρμονίζουν την Οδηγία. Οι οργανώσεις αυτές είναι δημόσιοι οργανισμοί ή εκπρόσωποι τους, οργανώσεις καταναλωτών που έχουν έννομο συμφέρον για την προστασία των καταναλωτών και επαγγελματικές οργανώσεις που έχουν έννομο συμφέρον να ενεργήσουν.

Σημαντικό είναι να αναφέρουμε ότι με βάση το άρθρο 13(3) τα ΚΜ οφείλουν να λάβουν μέτρα με βάση τα οποία οι οργανισμοί και οι προμηθευτές μέσων επικοινωνίας εξ αποστάσεως, υποχρεούνται να θέσουν τέρμα εφόσον είναι σε θέση να το πράξουν, σε πρακτικές οι οποίες βάσει δικαστικής απόφασης, διοικητικής απόφασης, ή απόφασης ελεγκτικής αρχής η οποία τους κοινοποιείται, κηρύσσονται ότι αντιβαίνουν στην παρούσα Οδηγία.

ΕΞΩΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΑΡΑΠΟΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ: Το άρθρο 14 προβλέπει για την προώθηση της θεσπίσεως και ανάπτυξης εξωδικαστικών διαδικασιών υποβολής παραπόνων και επίλυσης διαφορών (αναφέρονται ως διαδικασίες υποβολής ενστάσεων και προσφυγών) οι οποίες πρέπει να είναι κατάλληλες και αποτελεσματικέ για την επίλυση διαφορών επί καταναλωτικών θεμάτων. Ενθαρρύνουν επίσης τα όργανα που είναι υπεύθυνα για την εξωδικαστική λύση των διαφορών να συνεργάζονται για να επιλύονται οι διασυνοριακές διαφορές που αφορούν τις εξ αποστάσεως παρεχόμενες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες.

4. ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Η Οδηγία προβλέπει και για συγκεκριμένες τροποποιήσεις. Με βάση τα άρθρο 17, 18 και 19 τροποποιούνται η Οδηγία 90/619/ΕΟΚ, η Οδηγία 97/7/ΕΚ και η Οδηγία 98/27/ΕΚ αντίστοιχα.

Σχετικά Άρθρα

Δυνατότητα του Δικαστηρίου επέκτασης του χρόνου παραπομπής ενός ζητήματος σε διαιτησία
Οι Κανόνες Συμφιλίωσης του Κυπριακού Κέντρου Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών
Οι Κανόνες Διαμεσολάβησης του Κυπριακού Κέντρου Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών
0

ΑΝΑΛΥΣΗ ΟΔΗΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΕ – ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ  – EU FUNDED

Συμβάσεις Καταναλωτικής Πίστης  (Οδηγία 2008/48/ΕΚ)

1. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ

Η Οδηγία 2008/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2008, για τις συμβάσεις καταναλωτικής πίστης και την κατάργηση της οδηγίας 87/102/ΕΟΚ του ΣυμβουλίουΗ Οδηγία») σκοπεύει στην εναρμόνιση ορισμένων πτυχών των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των ΚΜ που διέπουν τις συμβάσεις πίστωσης με τους καταναλωτές. Σύμβαση πίστωσης είναι σύμβαση δυνάμει της οποίας πιστωτικός φορέας χορηγεί ή υπόσχεται να χορηγήσει σε καταναλωτή πίστωση υπό μορφή προθεσμιακής καταβολής, δανείου ή οποιασδήποτε άλλης παρόμοιας χρηματοδοτικής διευκόλυνσης.

ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗΣ: Η Οδηγία είναι πλήρους εναρμόνισης με βάση το άρθρο 22. Όμως, με βάση την αιτιολογική σκέψη 10 της Οδηγίας τα ΚΜ δύνανται να εφαρμόζουν διατάξεις της εν λόγω Οδηγίας σε τομείς μη εμπίπτοντες στο πεδίο εφαρμογής της. Έτσι, με βάση την απόφαση C -602/10 είναι επιτρεπτό ένα εθνικό μέτρο το οποίο περιλαμβάνει στο καθ’ ύλη πεδίο εφαρμογής του συμβάσεις καταναλωτικής πίστης αντικείμενο των οποίων είναι η χορήγηση καταναλωτικής πίστεως διασφαλιζόμενης μέσω ακινήτου αγαθού ασχέτως του ότι η Οδηγία δεν εφαρμόζεται για τέτοιες συμβάσεις[1] (βλ. πιο κάτω άρθρο 2(2)(α)).

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ: Η Οδηγία εφαρμόζεται στις συμβάσεις πίστωσης με εξαίρεση τις συμβάσεις που συνάπτονται για τη συνεχή παροχή υπηρεσιών ή για την προμήθεια αγαθών του ίδιου είδους, σύμφωνα με τις οποίες ο καταναλωτής καταβάλλει με δόσεις το τίμημα για τις εν λόγω υπηρεσίες ή αγαθά κατά τη διάρκεια της παροχής τους (άρθρο 3). Επίσης, με βάση το άρθρο 2(2), δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

«α) συμβάσεις πίστωσης που εξασφαλίζονται είτε με υποθήκη είτε με άλλη παρόμοια εγγύηση που χρησιμοποιείται γενικά σε κράτος μέλος για ακίνητα περιουσιακά στοιχεία, ή που εξασφαλίζονται βάσει δικαιώματος σχετιζομένου με ακίνητα περιουσιακά στοιχεία·

 

β) συμβάσεις πίστωσης σκοπός των οποίων είναι η απόκτηση ή διατήρηση δικαιωμάτων ιδιοκτησίας επί εγγείου ιδιοκτησίας ή επί υπάρχοντος ή υπό κατασκευή κτιρίου·

 

γ) συμβάσεις πίστωσης που αφορούν συνολικό ποσό πίστωσης μικρότερο των 200 ευρώ ή μεγαλύτερο των 75 000 ευρώ·

 

δ) συμβάσεις μίσθωσης ή χρηματοδοτικής μίσθωσης στις οποίες ούτε η ίδια η σύμβαση ούτε τυχόν άλλη αυτοτελής σύμβαση ορίζουν υποχρέωση αγοράς του αντικειμένου της σύμβασης· η ύπαρξη υποχρέωσης θεωρείται ότι υφίσταται όταν αποφασίζεται μονομερώς από τον πιστωτικό φορέα·

 

ε) συμβάσεις πίστωσης υπό μορφή δυνατότητας υπερανάληψης και στις οποίες η πίστωση πρέπει να εξοφληθεί εντός ενός μηνός·

 

στ) συμβάσεις πίστωσης οι οποίες είναι άτοκες και χωρίς άλλες επιβαρύνσεις καθώς και συμβάσεις πίστωσης δυνάμει των οποίων η πίστωση πρέπει να εξοφληθεί εντός τριών μηνών και για τις οποίες η καταβλητέα επιβάρυνση είναι ασήμαντη·

 

ζ) συμβάσεις πίστωσης που χορηγούνται άτοκα από εργοδότη στους εργαζομένους του ως δευτερεύουσα δραστηριότητα ή με συνολικά ετήσια ποσοστά επιβάρυνσης χαμηλότερα από εκείνα που επικρατούν στην αγορά, και τα οποία δεν προσφέρονται γενικά στο κοινό·

 

η) συμβάσεις πίστωσης, οι οποίες συνάπτονται με επενδυτικές επιχειρήσεις, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 1 της οδηγίας 2004/39/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Απριλίου 2004, για τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, ή με πιστωτικά ιδρύματα, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 της οδηγίας 2006/48/ΕΚ, με σκοπό την παροχή της δυνατότητας στον επενδυτή να διενεργήσει συναλλαγή όσον αφορά μία ή περισσότερες από τις πράξεις που απαριθμούνται στο τμήμα Γ του παραρτήματος Ι της οδηγίας 2004/39/ΕΚ, όταν η επενδυτική επιχείρηση ή το πιστωτικό ίδρυμα που χορηγεί την πίστωση συμμετέχει στην εν λόγω συναλλαγή·

 

θ) συμβάσεις πίστωσης που απορρέουν από διακανονισμό που επιτεύχθηκε ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης δημόσιας αρχής·

 

ι) συμβάσεις πίστωσης που αφορούν την προθεσμιακή εξόφληση υπάρχουσας οφειλής χωρίς επιβαρύνσεις·

Είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι σύμφωνα με την απόφαση C-127/15, όπου διαμεσολαβεί γραφείο είσπραξης οφειλών για να εισπράξει την υπάρχουσα οφειλή, και το γραφείο απαιτεί από τον καταναλωτή να εξοφλήσει το συνολικό ποσό της συγκεκριμένης πίστωσης και να καταβάλει τόκους ή έξοδα που δεν προβλέπονταν στην αρχική συμφωνία βάσει της οποίας χορηγήθηκε η εν λόγω πίστωση, δεν εμπίπτει εντός της εξαίρεσης του άρθρου 2(2)(ι) της Οδηγίας – ήτοι, καλύπτεται από την Οδηγία.[2]

 

ια) συμβάσεις πίστωσης κατά τη σύναψη των οποίων ο καταναλωτής καλείται να καταθέσει εμπράγματη ασφάλεια στον πιστωτικό φορέα ως ενέχυρο και στις οποίες η ευθύνη του καταναλωτή περιορίζεται αυστηρά στο εν λόγω ενέχυρο·

 

ιβ) συμβάσεις πίστωσης που σχετίζονται με δάνεια χορηγούμενα σε περιορισμένο κοινό δυνάμει νομικής διάταξης για σκοπούς κοινής ωφελείας, με επιτόκιο χαμηλότερο από το συνήθως προτεινόμενο στην αγορά, ή άτοκα ή με άλλους όρους οι οποίοι θα ήταν πιο ευνοϊκοί για τον καταναλωτή από αυτούς που επικρατούν στην αγορά και με επιτόκιο όχι υψηλότερο από αυτό που επικρατεί στην αγορά.»

Σε συγκεκριμένες συμβάσεις πίστωσης εφαρμόζονται μόνο συγκεκριμένα άρθρα της Οδηγίας. Αυτές οι συμβάσεις είναι οι ακόλουθες:

  • Συμβάσεις πίστωσης υπό μορφή δυνατότητας υπερανάληψης. Τέτοια σύμβαση πίστωσης είναι ρητή σύμβαση πίστωσης με την οποία πιστωτικός φορέας διαθέτει σε καταναλωτή κεφάλαια που υπερβαίνουν το τρέχον υπόλοιπο του τρέχοντος λογαριασμού του καταναλωτή.[3]
  • Συμβάσεις πίστωσης υπό μορφή υπέρβασης. Τέτοια σύμβαση πίστωσης είναι όπου υπάρχει σιωπηρή αποδοχή υπερανάληψης στο πλαίσιο της οποίας ο πιστωτικός φορέας διαθέτει σε καταναλωτή κεφάλαια που υπερβαίνουν το τρέχον υπόλοιπο του τρέχοντος λογαριασμού του καταναλωτή ή τη συμφωνημένη δυνατότητα υπερανάληψης.[4]

Τα ΚΜ έχουν δικαίωμα να εξαιρούν ή να περιορίζουν την ισχύ της Οδηγίας σε συγκεκριμένες συμβάσεις πίστωσης οι οποίες συνάπτονται από οργανισμό ο οποίος ιδρύεται προς αμοιβαίο όφελος των μελών του, δεν παράγει κέρδη για άλλα πρόσωπα πλην των μελών του, πληροί κοινωνικό σκοπό δυνάμει εσωτερικής νομοθεσίας, παραλαμβάνει και διαχειρίζεται τις αποταμιεύσεις των μελών του και τους παρέχει πιστώσεις και παρέχει πίστωση βάσει συνολικού ετήσιου πραγματικού επιτοκίου που είναι κατώτερο από αυτά που επικρατούν στην αγορά ή υπόκειται σε ανώτατο όριο το οποίο καθορίζεται από το εθνικό δίκαιο και τα μέλη του οποίου μπορούν να είναι μόνο τα πρόσωπα που κατοικούν ή εργάζονται σε συγκεκριμένη περιοχή ή οι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι πρώην υπάλληλοι συγκεκριμένου εργοδότη, ή πρόσωπα τα οποία πληρούν άλλα κριτήρια οριζόμενα από το εθνικό δίκαιο ως βάση για την ύπαρξη κοινού δεσμού μεταξύ των μελών.

 

2. ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

2.1.   ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ/ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΠΡΟΗΓΟΥΝΤΑΙ ΤΗΣ ΣΥΝΑΨΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΠΙΣΤΩΣΗΣ

2.1.1.                ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΣΕ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

Με βάση το άρθρο 4, κάθε διαφήμιση για συμβάσεις πίστωσης που αναφέρει συγκεκριμένο επιτόκιο ή οποιαδήποτε άλλα αριθμητικά στοιχεία που αφορούν το κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή πρέπει να περιλαμβάνει τυποποιημένες πληροφορίες. Οι εν λόγω πληροφορίες είναι οι ακόλουθες:

«α) το χρεωστικό επιτόκιο, σταθερό ή μεταβλητό, ή αμφότερα, μαζί με πληροφορίες για τυχόν εφαρμοζόμενες επιβαρύνσεις που περιλαμβάνονται στο συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή·

 

β) το συνολικό ποσό της πίστωσης·

 

γ) το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο· στην περίπτωση σύμβασης πίστωσης κατά την έννοια του άρθρου 2 παράγραφος 3, τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο δεν χρειάζεται να αναφερθεί·

 

δ) κατά περίπτωση, τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης·

 

ε) σε περίπτωση πίστωσης υπό μορφή προθεσμιακής καταβολής για συγκεκριμένο αγαθό ή υπηρεσία, την τιμή τοις μετρητοίς και το ποσό της τυχόν προκαταβολής· και

 

στ) κατά περίπτωση, το συνολικό ποσό που πρέπει να πληρώσει ο καταναλωτής και το ποσό των δόσεων.»

ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΠΟΣΟ ΤΗΣ ΠΙΣΤΩΣΗΣ: Με βάση την Οδηγία (άρθρο 3(ιβ)) το συνολικό ποσό της πίστωσης είναι το ανώτατο όριο ή το σύνολο των ποσών που διατίθενται βάσει σύμβασης πίστωσης. Σύμφωνα με την υπόθεση C-377/14, το συνολικό ποσό της πίστωσης  δεν μπορεί να συμπεριλαμβάνει κανένα από τα ποσά που προορίζονται για την τήρηση των δυνάμει της οικείας σύμβασης πίστωσης ανειλημμένων δεσμεύσεων, όπως είναι τα διοικητικά έξοδα, οι τόκοι, οι προμήθειες και κάθε άλλο είδος αμοιβής που οφείλει να καταβάλει ο καταναλωτής. H παράτυπη συμπερίληψη, στο συνολικό ποσό της πίστωσης, ποσών εμπιπτόντων στο συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή θα έχει κατ’ ανάγκη ως συνέπεια τον προσδιορισμό του ΣΕΠΕ σε χαμηλότερο επίπεδο, δεδομένου ότι ο υπολογισμός του εξαρτάται από το συνολικό ποσό της πίστωσης. Ως εκ τούτου, το συνολικό ποσό της πίστωσης και το ποσό της ανάληψης συνιστούν τα ποσά που τίθενται στη διάθεση του καταναλωτή, με αποτέλεσμα να αποκλείονται τα ποσά που χρησιμοποιεί ο πιστωτικός φορέας για την κάλυψη των συνδεόμενων με την οικεία πίστωση εξόδων και τα οποία στην πραγματικότητα ουδέποτε καταβάλλονται στον εν λόγω καταναλωτή.[5]

ΕΞΑΙΡΕΣΗ: Στις περιπτώσεις όπου η εθνική νομοθεσία απαιτεί όπως η διαφήμιση αναφέρει το ΣΕΠΕ, τότε δεν είναι αναγκαία η οποιαδήποτε άλλη πληροφόρηση.

Πάραυτα, όπου υπάρχει υποχρεωτική συμπληρωματική υπηρεσία σχετική με τη σύμβαση πίστωσης (π.χ. ασφάλιση) το κόστος της οποίας δεν μπορεί να καθορισθεί εκ των προτέρων, τότε θα πρέπει να αναφέρεται η υποχρεωτική αποδοχή αυτής της σύμβασης.

 

2.1.2.                ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΑΨΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΠΙΣΤΩΣΗΣ

Το άρθρο 5 αναφέρεται στην υποχρέωση του πιστωτικού φορέα/μεσίτη πιστώσεων να παρέχουν στον καταναλωτή έγκαιρα και πριν αυτός δεσμευτεί από οποιαδήποτε σύμβαση πίστωσης τις τυποποιημένες ευρωπαϊκές πληροφορίες καταναλωτικής πίστης. Οι εν λόγω πληροφορίες αναφέρονται στο Παράρτημα ΙΙ και περιλαμβάνουν πληροφορίες σχετικές με τα στοιχεία ταυτότητας και επαφής του πιστωτικού φορέα/μεσίτη πιστώσεων, βασικών χαρακτηριστικών του πιστωτικού προϊόντος, το κόστος της πίστωσης, άλλες σημαντικές νομικές πτυχές και τέλος, πρόσθετες πληροφορίες σε περίπτωση εμπορίας χρηματοοικονομικών υπηρεσιών εξ αποστάσεως. Επιπρόσθετη αναλυτική αναφορά στις εν λόγω πληροφορίες γίνεται στο άρθρο 5(1) της Οδηγίας.

Στις περιπτώσεις επικοινωνιών φωνητικής τηλεφωνίας η περιγραφή των βασικών χαρακτηριστικών της χρηματοοικονομικής υπηρεσίας, περιλαμβάνει μέρος των στοιχείων που αναφέρονται στο άρθρο 5(1).

Αναφορικά με συμβάσεις που έχουν συναφθεί κατόπιν αιτήματος του καταναλωτή με χρήση μέσου επικοινωνίας εξ αποστάσεως, το οποίο δεν επιτρέπει την παροχή των πληροφοριών που προβλέπει το άρθρο 5(1), (όπως π.χ. φωνητικής τηλεφωνίας), ο πιστωτικός φορέας παρέχει στον καταναλωτή τις πλήρεις προσυμβατικές πληροφορίες με βάση το έντυπο για τις «τυποποιημένες ευρωπαϊκές πληροφορίες καταναλωτικής πίστης» αμέσως μετά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης.

Ο καταναλωτής όποτε το ζητήσει θα πρέπει να του δοθεί δωρεάν αντίγραφο του σχεδίου σύμβασης πίστωσης.

Με βάση το άρθρο 5(5) στην περίπτωση σύμβασης πίστωσης στο πλαίσιο της οποίας τα ποσά που καταβάλλει ο καταναλωτής δεν οδηγούν στην άμεση αντίστοιχη απόσβεση του συνολικού ποσού της πίστωσης, αλλά χρησιμοποιούνται για την ανασύσταση του κεφαλαίου κατά τις περιόδους και υπό τους όρους που προβλέπονται στη σύμβαση πίστωσης ή σε συμπληρωματική σύμβαση, οι πληροφορίες που παρέχονται πριν από τη σύναψη της σύμβασης σύμφωνα με το άρθρο 5(1) πρέπει να περιλαμβάνουν σαφή και ευσύνοπτη δήλωση ότι αυτές οι συμβάσεις πίστωσης δεν προβλέπουν εγγύηση εξόφλησης του συνολικού ποσού της πίστωσης που αναλαμβάνεται, εκτός εάν δοθεί τέτοια εγγύηση.

Αναφορικά με συγκεκριμένες συμβάσεις πίστωσης (όπως π.χ. συμβάσεις πίστωσης με τη δυνατότητα υπερανάληψης) τα ΚΜ δύνανται να παρέχουν τις πληροφορίες που αναφέρονται στο Παράρτημα ΙΙΙ αντί αυτές του Παραρτήματος ΙΙ. Το άρθρο 6 αναφέρει ποιες είναι οι εν λόγω πληροφορίες.

ΕΞΑΙΡΕΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΠΡΟΣΥΜΒΑΤΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ: Το άρθρο 7 αναφέρει ότι, τα άρθρα 5 και 6 δεν εφαρμόζονται για τους προμηθευτές αγαθών ή υπηρεσιών που διαμεσολαβούν ως μεσίτες πιστώσεων στο πλαίσιο συμπληρωματικής δραστηριότητας. Αυτό βεβαίως δεν αναιρεί την υποχρέωση του πιστωτικού φορέα να μεριμνά για την παροχή στον καταναλωτή των πληροφοριών πριν από τη σύναψη της σύμβασης που προβλέπουν τα εν λόγω άρθρα.

Το κατά πόσο ένα πρόσωπο θεωρείται μεσίτης πιστώσεων στα πλαίσια συμπληρωματικής δραστηριότητας έχει επεξηγηθεί στην υπόθεση C-127/15. Στην εν λόγω υπόθεση, αναφέρθηκε ότι με βάση το άρθρο 3(στ) της Οδηγίας, ο μεσίτης πιστώσεων είναι ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο δεν ενεργεί ως πιστωτικός φορέας και το οποίο, στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας, έναντι αμοιβής η οποία μπορεί να είναι χρηματική ή να έχει οποιαδήποτε άλλη συμφωνηθείσα μορφή οικονομικού ανταλλάγματος, προτείνει ή προσφέρει συμβάσεις πιστώσεως στους καταναλωτές, βοηθά τους καταναλωτές αναλαμβάνοντας προπαρασκευαστικές εργασίες για τη σύναψη συμβάσεων πιστώσεως, ή συνάπτει συμβάσεις πιστώσεως με τους καταναλωτές για λογαριασμό του πιστωτικού φορέα. Ο εν λόγω μεσίτης υπέχει την προβλεπόμενη στα άρθρα 5 και 6 της εν λόγω Οδηγίας υποχρέωση παροχής πληροφοριών στους καταναλωτές. Εν τούτοις, σύμφωνα με το άρθρο 7, οι προμηθευτές αγαθών ή υπηρεσιών που διαμεσολαβούν ως μεσίτες πιστώσεων στο πλαίσιο συμπληρωματικής δραστηριότητας δεν υπόκεινται στην υποχρέωση αυτή. Δηλαδή, όπου η δραστηριότητα τους (η παροχή πίστωσης) δεν είναι ο κύριος σκοπός  των εμπορικών, επιχειρηματικών ή επαγγελματικών δραστηριοτήτων τους τότε δεν έχουν υποχρέωση παροχής πληροφοριών.

Στις περιπτώσεις όπου ενα γραφείο εισπράξεως οφειλών που ενεργεί επ’ ονόματι πιστωτικού φορέα για τη σύναψη συμφωνίας περί τμηματικών καταβολών ληξιπρόθεσμης πιστώσεως, βάσει της οποίας ο καταναλωτής δεσμεύεται να εξοφλήσει το συνολικό ποσό της πιστώσεως και να καταβάλει τόκους και έξοδα, πρέπει να χαρακτηριστεί μεσίτης πιστώσεων εκτός εάν η παροχή της εν λόγω υπηρεσίας  δεν είναι ο κύριος σκοπός των εμπορικών, επιχειρηματικών ή επαγγελματικών δραστηριοτήτων του. Είναι όμως καθήκον του εθνικού Δικαστηρίου να εξακριβώσει (με βάση όλα τα γεγονότα της υπόθεσης) κατά πόσο το συγκεκριμένο γραφείο ενεργεί ως μεσίτης πιστώσεων γενικά ή στα πλαίσια συμπληρωματικής δραστηριότητας.[6]

 

2.1.3.                ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ

Με βάση το άρθρο 8 της Οδηγίας, τα ΚΜ διασφαλίζουν ότι πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας εκτιμά την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή βάσει επαρκών στοιχείων που λαμβάνονται κατά περίπτωση από τον καταναλωτή και κατόπιν έρευνας στην κατάλληλη βάση δεδομένων. Επίσης, διασφαλίζουν ότι εάν τα μέρη συμφωνήσουν να αλλάξουν το συνολικό ποσό της πίστωσης μετά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας προσαρμόζει στα πρόσφατα δεδομένα τα χρηματοπιστωτικά στοιχεία που έχει στη διάθεσή του σχετικά με τον καταναλωτή και αξιολογεί την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή πριν από οιαδήποτε σημαντική αύξηση του συνολικού ποσού της πίστωσης.

Σημειώνεται ότι το πιο πάνω άρθρο επιτρέπει στους πιστωτικούς φορείς να βασιστούν μόνο στις προσκομισθείσες από τον καταναλωτή πληροφορίες για τον έλεγχο της πιστοληπτικής του ικανότητας δεδομένου ότι αυτές είναι επαρκείς και οι απλές δηλώσεις του συνοδεύονται από δικαιολογητικά έγγραφα. Επιπρόσθετα, δεν έχει υποχρέωση ο πιστωτικός φορέας να προβαίνει σε συστηματικούς ελέγχους των προσκομισθεισών από τον καταναλωτή πληροφοριών.[7]

 

2.2.   ΒΑΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ

Το βάρος απόδειξης της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων οι οποίες επιβάλλονται από τα άρθρα 5 και 8 της Οδηγίας, εξετάστηκε στην υπόθεση C-499/13. Στην εν λόγω υπόθεση, αποφασίστηκε ότι οι διατάξεις της Οδηγίας αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση σύμφωνα με την οποία ο καταναλωτής φέρει το βάρος απόδειξης της μη εκπληρώσεως των υποχρεώσεων οι οποίες επιβάλλονται από τα άρθρα 5 και 8. Ούτε και είναι δυνατό ένας τυποποιημένος όρος της σύμβασης ο οποίος αναφέρει ότι ο καταναλωτής αποδέχεται ότι ο πιστωτής έχει τελέσει ορθά τις προσυμβατικές του υποχρεώσεις, να μεταθέσει το βάρος απόδειξης στον καταναλωτή.[8]

 

2.3.   ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ/ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΥΝΥΦΑΣΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΙΣΤΩΣΗΣ

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΟΝΤΑΙ ΣΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΙΣΤΩΣΗΣ: Το άρθρο 10 της Οδηγίας αναφέρει ότι οι συμβάσεις πίστωσης καταρτίζονται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου και όλα τα μέρη λαμβάνουν από ένα αντίτυπο. Η σύμβαση πίστωσης δεν είναι αναγκαίο όπως καταρτίζεται σε ενιαίο έγγραφο δεδομένου ότι αυτή καταρτίζεται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου.[9]

ΣΤΑΘΕΡΟ ΜΕΣΟ: Η αναφορά σε «σταθερό μέσο» είναι αναφορά σε μέσο το οποίο θα πρέπει να εξασφαλίζει στον καταναλωτή, κατά τρόπο ανάλογο με ένα έγγραφο, ότι θα έχει στην κατοχή του τις απαιτούμενες πληροφορίες, ώστε να είναι σε θέση να προβάλει, εφόσον παραστεί ανάγκη, τα δικαιώματά του. Κρίσιμα στοιχεία, συναφώς, είναι να μπορεί ο καταναλωτής να αποθηκεύει τις πληροφορίες που του απευθύνονται προσωπικά, να διασφαλίζεται ότι το περιεχόμενό τους δεν θα αλλοιωθεί, καθώς και να είναι δυνατή τόσο η πρόσβαση σε αυτές για όσο χρόνο χρειάζεται όσο και η αναπαραγωγή τους ακριβώς ως έχουν.[10] Καίριο ερώτημα είναι το κατά πόσο το μέσο είναι μέσο ανθεκτικό στο χρόνο. Εάν είναι τότε η πλάστιγγα γέρνει προς το ότι είναι σταθερό μέσο. Ως εκ τούτου και ορισμένοι ιστότοποι μπορούν να χαρακτηριστούν ως μέσα ανθεκτικά στο χρόνο.[11]  Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις όταν ο ιστότοπος παρέχει στο χρήστη τη δυνατότητα να αποθηκεύσει πληροφορίες που του απευθύνονται προσωπικά, με τέτοιον τρόπο ώστε να μπορεί κατόπιν να τις συμβουλευθεί για χρονικό διάστημα ανάλογο προς τον σκοπό τον οποίο αυτές εξυπηρετούν, καθώς και να τις αναπαράγει ακριβώς ως έχουν. Επιπλέον, για να μπορεί ιστότοπος να θεωρηθεί «μέσο ανθεκτικό στον χρόνο» κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, πρέπει να αποκλείεται κάθε ενδεχόμενο μονομερούς τροποποίησης του περιεχομένου του από τον πάροχο των υπηρεσιών πληρωμών ή από οποιονδήποτε άλλον επαγγελματία στον οποίο έχει ανατεθεί η διαχείριση του εν λόγω ιστότοπου.[12]

Με βάση το άρθρο 10(2), η σύμβαση πίστωσης προσδιορίζει με τρόπο σαφή και ευσύνοπτο τις ακόλουθες πληροφορίες:

«α) τον τύπο πίστωσης·

β) τα στοιχεία ταυτότητας και τις γεωγραφικές διευθύνσεις των συμβαλλομένων μερών καθώς και, κατά περίπτωση, τα στοιχεία ταυτότητας και τη γεωγραφική διεύθυνση του διαμεσολαβούντος μεσίτη πιστώσεων·

γ) τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης·

δ) το συνολικό ποσό της πίστωσης και τους όρους που διέπουν τις αναλήψεις·

ε) στην περίπτωση πίστωσης υπό μορφή προθεσμιακής καταβολής για συγκεκριμένο αγαθό ή υπηρεσία ή στην περίπτωση συνδεδεμένων συμβάσεων πίστωσης, το αγαθό ή την υπηρεσία και την τιμή του τοις μετρητοίς·

στ) το χρεωστικό επιτόκιο, τους όρους που διέπουν την εφαρμογή αυτού του επιτοκίου και, εφόσον είναι διαθέσιμα, κάθε δείκτη ή επιτόκιο αναφοράς που εφαρμόζεται στο αρχικό χρεωστικό επιτόκιο καθώς επίσης και τις περιόδους, τους όρους και τις διαδικασίες τροποποίησης του χρεωστικού επιτοκίου. Εάν ισχύουν διαφορετικά χρεωστικά επιτόκια υπό διαφορετικές συνθήκες, τις προαναφερθείσες πληροφορίες σχετικά με όλα τα ισχύοντα επιτόκια·

ζ) το συνολικό ετήσιο πραγματικό επιτόκιο και το συνολικό ποσό που πρέπει να πληρώσει ο καταναλωτής, υπολογιζόμενο κατά τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης πίστωσης· πρέπει να αναφέρονται όλα τα τεκμήρια που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του επιτοκίου αυτού·

η) το ποσό, τον αριθμό και την περιοδικότητα των καταβολών που πρέπει να πραγματοποιηθούν από τον καταναλωτή και, κατά περίπτωση, τη σειρά με την οποία θα κατανεμηθούν οι δόσεις σε διάφορα τρέχοντα υπόλοιπα στα οποία εφαρμόζονται διαφορετικά χρεωστικά επιτόκια για τους σκοπούς της εξόφλησης·

Σύμφωνα με την απόφαση C-42/15 το εν λόγω άρθρο έχει την έννοια ότι δεν απαιτείται η σύμβαση πιστώσεως να προσδιορίζει κάθε καταβολή στην οποία πρέπει να προβεί ο καταναλωτής μνημονεύοντας συγκεκριμένη ημερομηνία, εφόσον οι όροι της συμβάσεως αυτής καθιστούν δυνατό στον καταναλωτή να προσδιορίζει ευχερώς και με βεβαιότητα τις ημερομηνίες των καταβολών.[13]

θ) σε περίπτωση εξόφλησης του κεφαλαίου σύμβασης πίστωσης που έχει σταθερή διάρκεια, το δικαίωμα του καταναλωτή να παραλαμβάνει, κατόπιν αιτήσεως και δωρεάν, οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης, κατάσταση λογαριασμού με τη μορφή πίνακα χρεολυσίων·

Ο πίνακας χρεολυσίων περιλαμβάνει τις απαιτούμενες καταβολές καθώς και τις περιόδους και τους όρους βάσει των οποίων πρέπει να καταβάλλονται τα ποσά αυτά· ο πίνακας περιλαμβάνει ανάλυση κάθε περιοδικής εξόφλησης, ούτως ώστε να εμφαίνονται: το αποσβεσθέν κεφάλαιο, ο τόκος που υπολογίζεται βάσει του χρεωστικού επιτοκίου και, κατά περίπτωση, οι συμπληρωματικές επιβαρύνσεις· εάν το επιτόκιο δεν είναι σταθερό ή εάν οι συμπληρωματικές επιβαρύνσεις βάσει της σύμβασης πίστωσης είναι μεταβλητές, στον πίνακα χρεολυσίων επισημαίνεται με σαφή και ευσύνοπτο τρόπο ότι τα δεδομένα του πίνακα αυτού ισχύουν μόνον έως ότου επέλθει η επόμενη μεταβολή του επιτοκίου ή των συμπληρωματικών επιβαρύνσεων κατά τα οριζόμενα στη σύμβαση πίστωσης·

Σημειώνεται ότι η σύμβαση πιστώσεως η οποία έχει σταθερή διάρκεια και βάσει της οποίας το κεφάλαιο αποπληρώνεται με την καταβολή δόσεων δεν απαιτείται να καθορίζει επακριβώς, υπό την μορφή πίνακα χρεολυσίων, το μέρος κάθε δόσεως το οποίο προορίζεται για την αποπληρωμή του κεφαλαίου. Μάλιστα, σε περίπτωση επιβολής τέτοιας υποχρέωσης με βάση εθνική νομοθεσία, αυτή θα εθεωρείτο ως αντιβαίνει των διατάξεων της Οδηγίας.[14]

Με βάση το άρθρο 10(3), η πιο πάνω κατάσταση παρέχεται οποτεδήποτε ο καταναλωτής το ζητήσει δωρεάν κατά τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης.

ι) εάν υπάρχει καταβολή εξόδων και τόκων χωρίς εξόφληση κεφαλαίου, κατάσταση των περιόδων και των όρων καταβολής τόκων και τυχόν σχετικών περιοδικών και μη περιοδικών δαπανών·

ια) κατά περίπτωση, τις επιβαρύνσεις για την τήρηση ενός ή περισσότερων λογαριασμών στους οποίους να εγγράφονται τόσο οι καταβολές όσο και οι αναλήψεις, εκτός εάν είναι προαιρετικό το άνοιγμα λογαριασμού, τις επιβαρύνσεις για τη χρήση ενός μέσου πληρωμής τόσο για τις καταβολές όσο και για τις αναλήψεις, καθώς και κάθε άλλη επιβάρυνση που προκύπτει από τις συμβάσεις πίστωσης και τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να τροποποιηθούν οι επιβαρύνσεις αυτές·

ιβ) το εφαρμοστέο επιτόκιο υπερημερίας όπως ισχύει τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης πίστωσης και τις ρυθμίσεις για την προσαρμογή του, και, κατά περίπτωση, τα έξοδα για αθέτηση καταβολής·

ιγ) προειδοποίηση για τις συνέπειες της παράλειψης καταβολής·

ιδ) κατά περίπτωση, ενημέρωση σχετικά με την επιβολή συμβολαιογραφικών τελών·

ιε) τις τυχόν απαιτούμενες εγγυήσεις και ασφάλειες·

ιστ) την ύπαρξη ή την απουσία δικαιώματος υπαναχώρησης, την περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας μπορεί να ασκηθεί και άλλους όρους που διέπουν την άσκησή του, συμπεριλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με την υποχρέωση του καταναλωτή να καταβάλει το αναληφθέν κεφάλαιο και τους τόκους σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 3 στοιχείο β), και το ποσό των καταβλητέων τόκων σε ημερήσια βάση·

ιζ) πληροφορίες για τα δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 15 καθώς και για τους όρους άσκησης των δικαιωμάτων αυτών·

ιη) το δικαίωμα πρόωρης εξόφλησης, τη διαδικασία πρόωρης εξόφλησης καθώς και, κατά περίπτωση, πληροφορίες σχετικά με το δικαίωμα αποζημίωσης του πιστωτικού φορέα και τον τρόπο καθορισμού της αποζημίωσης αυτής·

ιθ) τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται για την άσκηση του δικαιώματος καταγγελίας της σύμβασης πίστωσης·

κ) την ύπαρξη ή μη εξωδικαστικών διαδικασιών και μηχανισμών επανόρθωσης υπέρ του καταναλωτή, σε περίπτωση δε που υπάρχουν, τις μεθόδους πρόσβασης σε αυτές·

κα) εφόσον ισχύουν, άλλους συμβατικούς όρους και προϋποθέσεις·

κβ) κατά περίπτωση, την ονομασία και τη διεύθυνση της αρμόδιας εποπτικής αρχής.»

Όπου η σύμβαση πίστωσης παρέχει τη δυνατότητα υπερανάληψης οι πληροφορίες που προσδιορίζονται είναι λιγότερες. Περιέχονται δε στο άρθρο 10(5) της Οδηγίας.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΧΡΕΩΣΤΙΚΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ: Με βάση το άρθρο 11, ο καταναλωτής ενημερώνεται για τυχόν μεταβολή του χρεωστικού επιτοκίου εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου, πριν από την έναρξη ισχύος του νέου επιτοκίου. Η ενημέρωση περιλαμβάνει το ποσό  των καταβολών μετά την έναρξη ισχύος του νέου χρεωστικού επιτοκίου καθώς και πληροφορίες σχετικά με τη μεταβολή. Επιτρέπεται όμως στα μέρη να συμφωνήσουν στη σύμβαση πίστωσης ότι οι εν λόγω πληροφορίες παρέχονται στον καταναλωτή κατά περιόδους σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η μεταβολή του χρεωστικού επιτοκίου οφείλεται σε αλλαγή του ποσοστού αναφοράς και το νέο ποσοστό αναφοράς δημοσιοποιείται καταλλήλως και είναι διαθέσιμο στις εγκαταστάσεις του πιστωτικού φορέα.

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΕ ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΙΣΤΩΣΗΣ ΥΠΟ ΜΟΡΦΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑΣ ΥΠΕΡΑΝΑΛΗΨΗΣ: Όπου σύμβαση πίστωσης παρέχει τη δυνατότητα υπερανάληψης, ο καταναλωτής ενημερώνεται περιοδικά με τη βοήθεια ανάλυσης λογαριασμού εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου για συγκεκριμένες πληροφορίες όπως την ακριβή περίοδο την οποία αφορά η ανάλυση λογαριασμού, τα αναληφθέντα ποσά, το υπόλοιπο από την προηγούμενη ανάλυση λογαριασμού, το νέο υπόλοιπο, το εφαρμοσθέν χρεωστικό επιτόκιο κτλ. Και πάλιν, σε τέτοιες συμβάσεις, ο καταναλωτής πρέπει να ενημερώνεται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου για τις μεταβολές του χρεωστικού επιτοκίου ή των τυχόν πληρωτέων επιβαρύνσεων πριν οι μεταβολές αυτές να αρχίσουν να ισχύουν (άρθρο 12).

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΕ ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΙΣΤΩΣΗΣ ΑΟΡΙΣΤΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ: Το άρθρο 13 αναφέρεται στις συμβάσεις πίστωσης αόριστης διάρκειας. Σε τέτοιες περιπτώσεις  ο καταναλωτής μπορεί να καταγγείλει τη σύμβαση πίστωσης ανά πάσα στιγμή χωρίς επιβάρυνση εκτός εάν τα μέρη έχουν συμφωνήσει προθεσμία προειδοποίησης. Η εν λόγω προθεσμία δεν δύναται να υπερβαίνει τον ένα μήνα. Ο πιστωτικός φορέας μπορεί επίσης να καταγγείλει τέτοια σύμβαση μόνο εάν αυτό έχει συμφωνηθεί, έχει τηρηθεί τουλάχιστο δίμηνη προθεσμία προειδοποίησης και έχει επιδοθεί στον καταναλωτή σχετική δήλωση εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου. Εφόσον έχει συμφωνηθεί στη σύμβαση πίστωσης, ο πιστωτικός φορέας μπορεί για αντικειμενικούς λόγους να καταγγέλλει το δικαίωμα του καταναλωτή να προβαίνει σε αναλήψεις πιστώσεων από σύμβαση πίστωσης αόριστης διάρκειας.

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΥΠΑΝΑΧΩΡΗΣΗΣ: Το άρθρο 14 αναφέρεται στο δικαίωμα υπαναχώρησης 14 ημερών το οποίο παρέχεται στον καταναλωτή. Η προθεσμία αρχίζει από την ημέρα σύναψης της σύμβασης ή παραλαβής των όρων της σύμβασης και των πληροφοριών κατά το άρθρο 10.

Εάν ο καταναλωτής ασκήσει το δικαίωμα υπαναχώρησης, πρέπει για να προβεί στην υπαναχώρηση πριν από τη λήξη της προθεσμίας που προβλέπεται στην παράγραφο 1, να ενημερώσει σχετικά τον πιστωτικό φορέα βάσει των πληροφοριών που παρέχει ο πιστωτικός φορέας σύμφωνα με το άρθρο 10(2)(ιε), με τρόπο που μπορεί να αποδειχθεί σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Η προθεσμία θεωρείται ότι έχει τηρηθεί εάν η ειδοποίηση, εφόσον έχει υποβληθεί εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου που τίθεται στη διάθεση του πιστωτικού φορέα και στο οποίο ο τελευταίος έχει πρόσβαση, αποσταλεί πριν από τη λήξη της προθεσμίας και να καταβάλει στον πιστωτικό φορέα το κεφάλαιο και τους δεδουλευμένους τόκους επί του κεφαλαίου αυτού από την ημερομηνία ανάληψης της πίστωσης μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης του κεφαλαίου στον πιστωτικό φορέα χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και το αργότερο εντός 30 ημερολογιακών ημερών από την αποστολή της κοινοποίησης της υπαναχώρησης στον πιστωτικό φορέα. Οι τόκοι υπολογίζονται βάσει του συμφωνηθέντος χρεωστικού επιτοκίου. Ο πιστωτικός φορέας δεν δικαιούται άλλης αποζημίωσης από τον καταναλωτή στην περίπτωση υπαναχώρησης, εκτός της αποζημίωσης για μη επιστρεφόμενα τέλη τα οποία κατέβαλε ο πιστωτικός φορέας σε οιαδήποτε δημόσια διοικητική υπηρεσία.

Τα ΚΜ δύνανται να ορίσουν προθεσμία κάτα τη διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να αρχίσει η εκτέλεση της σύμβασης.

Σημειώνεται ότι εάν ο πιστωτικός φορέας ή τρίτος παρέχει συμπληρωματική υπηρεσία σχετική με τη σύμβαση πίστωσης βάσει συμφωνίας μεταξύ του τρίτου και του πιστωτικού φορέα, ο καταναλωτής δεν δεσμεύεται πλέον ως προς τη συμπληρωματική υπηρεσία εάν ασκήσει δικαίωμα υπαναχώρησης από τη σύμβαση πίστωσης σύμφωνα με το παρόν άρθρο. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με συνδεδεμένες συμβάσεις πίστωσης – ήτοι, με βάση το άρθρο 15, εάν ο καταναλωτής έχει ασκήσει δικαίωμα υπαναχώρησης από σύμβαση παροχής αγαθών ή υπηρεσιών ο καταναλωτής δεν δεσμεύεται πλέον από τυχόν συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης.

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΕΣ ΣΥΜΒΑΣΕΙΣ ΠΙΣΤΩΣΗΣ: Με βάση το άρθρο 15(2), εάν τα αγαθά ή οι υπηρεσίες που καλύπτονται από συνδεδεμένη σύμβαση πίστωσης δεν παρασχεθούν ή παρασχεθούν εν μέρει μόνο, ή εάν δεν πληρούν τους όρους της σύμβασης παροχής τους, ο καταναλωτής δικαιούται να στραφεί κατά του πιστωτικού φορέα, εφόσον έχει στραφεί κατά του προμηθευτή και έχει αποτύχει να λάβει από αυτόν την ικανοποίηση την οποία δικαιούται δυνάμει του νόμου ή της σύμβασης παροχής αγαθών ή υπηρεσιών.

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΩΡΗΣ ΕΞΟΦΛΗΣΗΣ: Σύμφωνα με το άρθρο 16, ο καταναλωτής δικαιούται ανά πάσα στιγμή να εκπληρώσει το σύνολο ή μέρος των υποχρεώσεών του που απορρέουν από σύμβαση πίστωσης. Στις περιπτώσεις αυτές, δικαιούται μείωση του συνολικού κόστους της πίστωσης που αποτελείται από τους τόκους και τις επιβαρύνσεις για το εναπομένον διάστημα της σύμβασης.

Σε τέτοια περίπτωση ο πιστωτικός φορέας δικαιούται αποζημίωση για τα ενδεχόμενα έξοδα που έχουν  άμεση σχέση με την πρόωρη εξόφληση της πίστωσης υπό την προϋπόθεση ότι η πρόωρη εξόφληση πραγματοποιείται εντός χρονικού διαστήματος για το οποίο έχει καθορισθεί το χρεωστικό επιτόκιο. Η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το 1% του τιμήματος της πίστωσης που εξοφλήθηκε πρόωρα δεδομένου ότι απομένει πέραν του έτους πριν τη συμφωνηθείσα λήξη της πίστωσης. Εάν δεν υπερβαίνει το έτος η αποζημίωση δεν μπορεί να υπερβαίνει το 0.5% του τιμήματος της πίστωσης που εξοφλήθηκε πρόωρα. Σε καμία περίπτωση η αποζημίωση δεν υπερβαίνει τους τόκους που θα εκαθίσταντο απαιτητοί από την πρόωρη εξόφληση μέχρι την ημερομηνία λήξης. Στις περιπτώσεις που ο πιστωτικός φορέας ζητά αποζημίωση πέραν της πραγματικής του ζημίας, ο καταναλωτής δύναται να ζητεί την ανάλογη μείωση.

Στις πιο κάτω περιπτώσεις δεν χωρεί αποζημίωση για πρόωρη εξόφληση:

«α) εφόσον η εξόφληση πραγματοποιείται δυνάμει ασφαλιστικού συμβολαίου, το οποίο προβλέπει παροχή εγγύησης για την εξόφληση της πίστωσης·

 

β) σε περιπτώσεις διευκολύνσεων υπερανάληψης· ή

 

γ) εφόσον η εξόφληση πραγματοποιηθεί εντός χρονικού διαστήματος για το οποίο δεν έχει καθορισθεί το χρεωστικό επιτόκιο.»

ΕΚΧΩΡΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ:  Με βάση το άρθρο 17, όταν τα δικαιώματα του πιστωτικού φορέα από σύμβαση πίστωσης ή η  ίδια η σύμβαση εκχωρούνται σε τρίτο πρόσωπο, ο καταναλωτής δικαιούται να αντιτάσσει κατά του εκδοχέα τα ίδια μέσα υπεράσπισης που είχε κατά του αρχικού πιστωτικού φορέα, συμπεριλαμβανομένου του συμψηφισμού, εφόσον αυτός επιτρέπεται από το οικείο ΚΜ.

Τέλος, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι με βάση το άρθρο 17(2), ο καταναλωτής ενημερώνεται για την προβλεπόμενη εκχώρηση εκτός στις περιπτώσεις που ο αρχικός φορέας σε συμφωνία με τον εκδοχέα, εξακολουθεί να καταβάλλει την πίστωση έναντι του καταναλωτή.

ΥΠΕΡΒΑΣΗ: Αναφορικά με τις συμβάσεις ανοίγματος τρέχοντος λογαριασμού, εφόσον υπάρχει η δυνατότητα υπέρβασης, η σύμβαση περιέχει επιπλέον το χρεωστικό επιτόκιο, τους όρους που διέπουν την εφαρμογή αυτού του επιτοκίου και κάθε δείκτη ή επιτόκιο αναφοράς που εφαρμόζεται στο αρχικό χρεωστικό επιτόκιο, τις επιβαρύνσεις που εφαρμόζονται από τη στιγμή της σύναψης της σύμβασης πίστωσης και, κατά περίπτωση, τους όρους υπό τους οποίους μπορούν να μεταβάλλονται οι επιβαρύνσεις αυτές. Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται τακτικά εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου.

Όπου η υπέρβαση είναι σημαντική και διαρκεί πάνω από ένα μήνα, ο πιστωτικός φορέας ενημερώνει αμελλητί τον καταναλωτή εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου για τα ακόλουθα:

«α) για το γεγονός της υπέρβασης·

 

β) για το σχετικό ποσό·

 

γ) για το χρεωστικό επιτόκιο·

 

δ) για τις εφαρμοζόμενες ποινές, επιβαρύνσεις ή τόκους υπερημερίας.»

ΣΥΝΟΛΙΚΟ ΕΤΗΣΙΟ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ (ΣΕΠΕ): Το άρθρο 19 της Οδηγίας αναφέρεται στον τρόπο υπολογισμού του ΣΕΠΕ. Ο τρόπος υπολογισμού του γίνεται με τον μαθηματικό τύπο που εκτίθεται στο μέρος Ι του Παραρτήματος Ι. Για τον υπολογισμό του ΣΕΠΕ ακολουθούντα οι πιο κάτω αρχές:

  • Το ΣΕΠΕ είναι το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, εκφραζόμενο ως ετήσιο ποσοστό του συνολικού ποσού της πίστωσης. Το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή είναι το σύνολο των επιβαρύνσεων, συμπεριλαμβανομένων των τόκων, των προμηθειών, των φόρων και των κάθε άλλου είδους αμοιβών, που καλείται να πληρώσει ο καταναλωτής για τη σύμβαση πίστωσης και τα οποία γνωρίζει ο πιστωτικός φορέας, πλην των συμβολαιογραφικών δαπανών. Τα έξοδα που αφορούν συμπληρωματικές υπηρεσίες σχετικές με τη σύμβαση πίστωσης, ιδίως τα ασφάλιστρα, περιλαμβάνονται επίσης εάν, επιπλέον, η σύναψη της σύμβασης υπηρεσίας είναι υποχρεωτική για την έγκριση της πίστωσης ή για τη χορήγησή της υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που διαφημίζονται.
  • Στο συνολικό κόστος στης πίστωσης για τον καταναλωτή (εκτός εάν το άνοιγμα του λογαριασμού είναι προαιρετικό και τα έξοδα του λογαριασμού έχουν προσδιορισθεί σαφώς και αυτοτελώς στη σύμβαση πίστωσης ή οιαδήποτε άλλη σύμβαση η οποία συνάπτεται με τον καταναλωτή) περιλαμβάνει τα έξοδα για την τήρηση λογαριασμού στον οποίο εγγράφονται ταυτόχρονα καταβολές και αναλήψεις, τα έξοδα για τη χρήση μέσου πληρωμής που επιτρέπει ταυτόχρονα τη διενέργεια καταβολών και αναλήψεων καθώς και τα λοιπά έξοδα σχετικά με καταβολές.
  • Δεν συνυπολογίζονται τα έξοδα με τα οποία επιβαρύνεται ο καταναλωτής λόγω παράβασης οποιασδήποτε υποχρέωσης του βάσει της σύμβασης πίστωσης.
  • Δεν συνυπολογίζονται τα επιπλέον της τιμής αγοράς έξοδα που οφείλει να πληρώσει κατά την αγορά αγαθών ή υπηρεσιών, είτε αγοράζει επί πιστώσει είτε τοις μετρητοίς.
  • Ο υπολογισμός του ΣΕΠΕ γίνεται σύμφωνα με το τεκμήριο ότι η σύμβαση πίστωσης εξακολουθεί να ισχύει για όλη τη συμφωνηθείσα διάρκειά της και ότι ο πιστωτικός φορέας και ο καταναλωτής εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με τους όρους και κατά τις ημερομηνίες που έχουν καθορισθεί στη σύμβαση πίστωσης. Για τις συμβάσεις πίστωσης που περιέχουν ρήτρες για τη δυνατότητα διακύμανσης του χρεωστικού επιτοκίου και, κατά περίπτωση, των επιβαρύνσεων που περιλαμβάνονται στο ΣΕΠΕ, των οποίων όμως το ύψος δεν μπορεί να προσδιορισθεί επακριβώς τη στιγμή του υπολογισμού, το ΣΕΠΕ υπολογίζεται σύμφωνα με το τεκμήριο ότι το χρεωστικό επιτόκιο και τα λοιπά έξοδα παραμένουν σταθερά ως προς το αρχικό τους επίπεδο και ισχύουν μέχρι το τέλος της σύμβασης πίστωσης.
  • Εφόσον απαιτείται, το ΣΕΠΕ μπορεί να υπολογίζεται με τη χρήση των προσθέτων κριτηρίων που καθορίζονται στο Παράρτημα Ι (για παράδειγμα τις περιπτώσεις όπου η σύμβαση πίστωσης δίνει στον καταναλωτή δικαίωμα επιλογής όσο αφορά τις αναλήψεις, το τεκμήριο είναι ότι πραγματοποιείται πλήρης και άμεση ανάληψη του συνολικού ποσού της πίστωσης).

 

2.4.   ΑΥΤΕΠΑΓΓΕΛΤΗ ΕΞΕΤΑΣΗ

Σύμφωνα με την απόφαση C-377/14 ένα εθνικό δικαστήριο, έχει υποχρέωση σε περίπτωση που προκύπτει ενώπιον του διαφορά σχετική με απαιτήσεις απορρέουσες από σύμβαση πίστωσης κατά την έννοια της Οδηγίας, να εξετάζει αυτεπάγγελτα το ζήτημα αν έχει τηρηθεί η υποχρέωση πληροφόρησης την οποία προβλέπει η διάταξη αυτή και να αντλεί όλες τις συνέπειες που επιφέρει, κατά το εθνικό δίκαιο, η παράβασή της, υπό τον όρο ότι οι κυρώσεις πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 23 (για κυρώσεις – βλ. ενότητα 3.4. πιο κάτω) της Οδηγίας.[15]

3. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ/ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ

3.1.   ΠΡΙΝ ΤΗ ΣΥΝΑΨΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΠΙΣΤΩΣΗΣ

ΠΡΙΝ ΤΗ ΣΥΝΑΨΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΠΙΣΤΩΣΗΣ: Με βάση το άρθρο 5(6) τα ΚΜ εξασφαλίζουν ότι οι πιστωτικοί φορείς/μεσίτες πιστώσεων παρέχουν επαρκείς εξηγήσεις στον καταναλωτή, ούτως ώστε να μπορεί ο καταναλωτής να αξιολογήσει εάν η προτεινόμενη σύμβαση πίστωσης προσαρμόζεται στις ανάγκες του και στην οικονομική κατάστασή του, με επεξήγηση, όπου απαιτείται, των πληροφοριών που παρέχονται πριν από τη σύναψη της σύμβασης και με επισήμανση των βασικών χαρακτηριστικών των προτεινόμενων προϊόντων και των συγκεκριμένων επιπτώσεων που μπορεί να έχουν για τον καταναλωτή, συμπεριλαμβανομένων των συνεπειών της μη καταβολής από τον καταναλωτή. Τα ΚΜ μπορούν να προσαρμόζουν τον τρόπο και την έκταση παροχής αυτής της βοήθειας καθώς επίσης και από ποιον παρέχεται, τις συγκεκριμένες περιστάσεις, της κατάστασης στο πλαίσιο της οποίας προσφέρεται η σύμβαση πίστωσης, στο πρόσωπο στο οποίο προσφέρεται και το είδος της παρεχόμενης πίστωσης.

Σύμφωνα με την απόφαση C-449/13 αν και ο πιστωτής μπορεί να παρέχει στον καταναλωτή επαρκείς πληροφορίες, είναι δυνατό όπως με βάση την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή, οι συγκεκριμένες πληροφορίες να χρειάζεται όπως προσαρμοστούν και να κοινοποιηθούν στον καταναλωτή σε εύθετο χρόνο, πριν από την υπογραφή της συμβάσεως πιστώσεως, χωρίς ωστόσο να απαιτείται η σύνταξη συγκεκριμένου εγγράφου.[16]

ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΝΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ: Αυτό αναφέρεται στο άρθρο 8 και το έχουμε αναλύσει πιο πάνω. Θα πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι με βάση το άρθρο 9, κάθε ΚΜ εξασφαλίζει σε περίπτωση διασυνοριακής πίστωσης, την πρόσβαση των πιστωτικών φορέων των άλλων ΚΜ στις βάσεις δεδομένων που χρησιμοποιούνται σε αυτό το ΚΜ για την εκτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας των καταναλωτών. Εάν η απόρριψη της αίτησης πίστωσης βασίζεται σε έρευνα βάσης δεδομένων, ο πιστωτικός φορέας ενημερώνει τον καταναλωτή, αμέσως και δωρεάν, σχετικά με το αποτέλεσμα αυτής της έρευνας και με τα στοιχεία της συγκεκριμένης βάσης δεδομένων.

 

3.2.   ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΠΤΟΝΤΑΙ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΠΙΣΤΩΣΗΣ

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΥΠΑΝΑΧΩΡΗΣΗΣ: Με βάση το άρθρο 14(7) το εν λόγω άρθρο (το οποίο αφορά την υπαναχώρηση) ισχύει υπό την επιφύλαξη του εθνικού δικαίου το οποίο ορίζει προθεσμία κατά τη διάρκεια της οποίας δεν μπορεί να αρχίσει η εκτέλεση της σύμβασης.

ΠΡΟΩΡΗ ΕΞΟΦΛΗΣΗ: Αναφορικά με την πρόωρη εξόφληση, το άρθρο 16(4) αναφέρει ότι τα ΚΜ έχουν δικαίωμα να ορίζουν ότι ο πιστωτικός φορέας μπορεί να αξιώνει αποζημίωση μόνο εφόσον το ποσό πρόωρης εξόφλησης υπερβαίνει το όριο που ορίζει το εθνικό δίκαιο το οποίο όμως σε καμία περίπτωση δεν δύναται να είναι πέραν των €10,000 εντός περιόδου 12 μηνών.

Επίσης τα ΚΜ μπορούν να επιτρέψουν σε πιστωτικό φορέα να απαιτεί υψηλότερη αποζημίωση όπου αυτός μπορεί να αποδείξει ζημία η οποία υπερβαίνει τα ποσοστά του 0.5% και 1% τα οποία αναφέρονται στην Ενότητα 2.3. πιο πάνω.

 

3.3.   ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ ΚΑΙ ΜΕΣΙΤΕΣ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ

ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΩΝ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΩΝ ΤΩΝ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΦΟΡΕΩΝ: Σύμφωνα με το άρθρο 20, τα ΚΜ εξασφαλίζουν ότι οι δραστηριότητες των πιστωτικών φορέων εποπτεύονται από οργανισμό ή αρχή ανεξάρτητη από χρηματοπιστωτικό ίδρυμα, ή διέπονται από κανονιστικές ρυθμίσεις.

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΜΕΣΙΤΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ: Το άρθρο 21 αναφέρει ότι τα ΚΜ εξασφαλίζουν τα ακόλουθα σε σχέση με μεσίτες πιστώσεων:

«α) ο μεσίτης πιστώσεων αναφέρει, τόσο στις διαφημίσεις του όσο και στα έγγραφα που προορίζονται για τους καταναλωτές, την έκταση των αρμοδιοτήτων του, και ιδίως το εάν συνεργάζεται αποκλειστικά με έναν ή περισσότερους πιστωτικούς φορείς ή εάν εργάζεται ως ανεξάρτητος μεσίτης·

 

β) το ποσό της αμοιβής που τυχόν πρέπει να καταβάλλει ο καταναλωτής στον μεσίτη πιστώσεων για τις υπηρεσίες του κοινοποιείται στον καταναλωτή και συμφωνείται μεταξύ του καταναλωτή και του μεσίτη πιστώσεων εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου πριν από τη σύναψη της πιστωτικής σύμβασης·

 

γ) το ποσό της αμοιβής που τυχόν πρέπει να καταβάλλει ο καταναλωτής στο μεσίτη πιστώσεων για τις υπηρεσίες του κοινοποιείται από τον μεσίτη πιστώσεων στον πιστωτικό φορέα, προς τον σκοπό του υπολογισμού του συνολικού ετησίου πραγματικού επιτοκίου.»

3.4.   ΚΥΡΩΣΕΙΣ

Με βάση το άρθρο 23, τα ΚΜ θεσπίζουν κανόνες για τις κυρώσεις που επισύρουν οι παραβάσεις των εναρμονιστικών διατάξεων και λαμβάνουν όλα τα μέτρα για εξασφάλιση της εφαρμογής των διατάξεων αυτών. Οι κυρώσεις που προβλέπονται πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Με βάση την απόφαση C-42/15 σε περίπτωση που εθνική νομοθεσία θέτει τη σύμβαση άτοκη και χωρίς έξοδα σε περίπτωση μη τήρησης των καθηκόντων πληροφόρησης του άρθρου 10(2), η εν λόγω νομοθεσία είναι έγκυρη καθότι μη συμπερίληψη των στοιχείων του άρθρου 10(2) δυνατό να θέσει εν αμφιβόλω τη δυνατότητα του καταναλωτή να εκτιμήσει το περιεχόμενο της δεσμεύσεως του.[17]

Ο αποτρεπτικώς χαρακτήρας των κυρώσεων εξετάστηκε στην υπόθεση C-565/12. Στην εν λόγω υπόθεση αποφασίστηκε ότι το εθνικό σύστημα κυρώσεων δυνάμει του οποίου, σε περίπτωση παραβάσεως από τον πιστωτικό φορέα της υποχρεώσεώς του να εκτιμήσει, πριν από τη σύναψη της συμβάσεως δανείου, την πιστοληπτική ικανότητα του δανειολήπτη διενεργώντας έρευνα στην οικεία βάση δεδομένων ήταν ασύμβατο με την Οδηγία. Ο λόγος ήταν επειδή το σύστημα κυρώσεων απέτρεπε στον πιστωτικό φορέα να εισπράξει συμβατικούς τόκους αλλά του επέτρεπε να αξιώνει νόμιμους τόκους από την ημέρα της απόφασης οι οποίοι νόμιμοι τόκοι προσαυξάνονταν κατά 5% κατά την εκπνοή της προθεσμίας των 2 μηνών από την έκδοση της απόφασης εάν ο δανειολήπτης δεν εξοφλούσε πλήρως το χρέος του, με αποτέλεσμα να ενδέχεται ο πιστωτικός φορέας έστω και κατόπιν εφαρμογής της κυρώσεως να είναι σε ουσιαστικά παρόμοια θέση εάν εισέπραττε τους συμβατικούς τόκους.[18]

ΕΞΩΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ: Τα ΚΜ, μεριμνούν για τη θέσπιση κατάλληλων και αποτελεσματικών διαδικασιών εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών.

 

4. ΆΛΛΕΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Σημειώνεται ότι με το άρθρο 29 καταργήθηκε η Οδηγία 87/102/ΕΟΚ.

 

[1] C-602/10, SC Volksbank România SA v. Autoritatea Naţională pentru Protecţia Consumatorilor — Comisariatul Judeţean pentru Protecţia Consumatorilor Călăraşi (CJPC)

 

[2] C‑127/15, Verein für Konsumenteninformation v. INKO, Inkasso GmbH, παρά. 39, 41

 

[3] Σε τέτοιες περιπτώσεις εφαρμόζονται μόνο τα άρθρα 1-3, 4(1), 4(2)(α)-(γ), 4(4), 6-9, 10(1), 10(4), 10(5), 12,15,17  και 19-32.

[4] Σε τέτοιες περιπτώσεις εφαρμόζονται μόνο τα άρθρα 1-3, 18, 20, 22 -32.

[5] C-377/14 Ernst Georg Radlinger, Helena Radlingerová ν. FINWAY a.s., παρά 86, 87 και 91

[6] C – 127/15 Verein für Konsumenteninformation v. INKO, Inkasso GmbH, παρά 43, 44, 46-48, 53

[7] C-449/13, CA Consumer Finance ν. Ingrid Bakkaus, Charline Bonato, Savary, Florian Bonato

[8] C-449/13, CA Consumer Finance ν. Ingrid Bakkaus, Charline Bonato, Savary, Florian Bonato

[9] C-42/15, Home Credit Slovakia a.s. v. Klára Bíróová

[10] C‑375/15, BAWAG PSK Bank für Arbeit und Wirtschaft und Österreichische Postsparkasse AG ν. Verein für Konsumenteninformation, παρά. 42

[11] C‑375/15, BAWAG PSK Bank für Arbeit und Wirtschaft und Österreichische Postsparkasse AG ν. Verein für Konsumenteninformation, παρά. 43

[12] C‑375/15, BAWAG PSK Bank für Arbeit und Wirtschaft und Österreichische Postsparkasse AG ν. Verein für Konsumenteninformation, παρά. 44

[13][13] C-42/15, Home Credit Slovakia a.s. v. Klára Bíróová

[14] C-42/15, Home Credit Slovakia a.s. v. Klára Bíróová

[15] C-377/14 Ernst Georg Radlinger, Helena Radlingerová ν. FINWAY a.s.

[16] C-449/13, CA Consumer Finance ν. Ingrid Bakkaus, Charline Bonato, το γένος Savary, Florian Bonato

[17] C-42/15, Home Credit Slovakia a.s. v. Klára Bíróová

[18] C-565/12LCL Le Crédit Lyonnais, SA ν. Fesih Kalhan

Σχετικά Άρθρα

Δυνατότητα του Δικαστηρίου επέκτασης του χρόνου παραπομπής ενός ζητήματος σε διαιτησία
Οι Κανόνες Συμφιλίωσης του Κυπριακού Κέντρου Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών
Οι Κανόνες Διαμεσολάβησης του Κυπριακού Κέντρου Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών
0

ΑΝΑΛΥΣΗ ΟΔΗΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΕ – ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ  – EU FUNDED

Παραπλανητική Διαφήμιση (Οδηγία 2006/114/ΕΚ)

H Οδηγία 2006/114/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμισηΟδηγία») σκοπό έχει την προστασία των εμπορευόμενων από την παραπλανητική διαφήμιση και τις αθέμιτες συνέπειές της και τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους επιτρέπεται η συγκριτική διαφήμιση. Η Οδηγία κατήργησε την Οδηγία 84/450/ΕΟΚ ως αυτή είχε τροποποιηθεί αλλά αρκετές από τις πρόνοιες της τελευταίας παρέμειναν ανέπαφες – η νομολογία της Οδηγίας 84/450/ΕΟΚ, παραμένει λοιπόν σχετική.

Η συγκεκριμένη Οδηγία είναι συγγενική με την Οδηγία 2005/29/ΕΚ για της αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, την οποία έχουμε ήδη αναλύσει στο Κεφάλαιο 3, με τη διαφορά ότι η τελευταία προστατεύει καταναλωτές ενώ η πρώτη προστατεύει επιχειρήσεις.

ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗΣ: Η Οδηγία είναι ελάχιστης εναρμόνισης και εφαρμόζεται σε «διαφημίσεις» οι οποίες είτε (1) είναι παραπλανητικές, είτε είναι (2) μη επιτρεπόμενες συγκριτικές διαφημίσεις είτε και τα δύο.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗΣ: Με βάση την Οδηγία η διαφήμιση ερμηνεύεται ως «κάθε ανακοίνωση που γίνεται στα πλαίσια εμπορικής, βομηχανικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας, με στόχο την προώθηση της προμήθειας αγαθών ή υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των ακινήτων, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων». Είναι σχετικά ευρύ το πεδίο εφαρμογής της πιο πάνω ερμηνείας, και έχει αποφασιστεί ότι ακόμη και μεταετικέτες (“metatags”) που αποτελούνται από λέξεις κλειδιά είτε ενσωματωμένες σε κώδικα ιστοσελίδας είτε εισηγμένες σε μηχανή αναζήτησης, αποτελούν διαφήμιση εντός της έννοιας αυτής. Με τον ίδιο τρόπο, η χρήση ενός ονόματος τομέα (“domain name”) θεωρείται διαφήμιση.

Ο λόγος που κατέστη αναγκαίο να ελεγχθούν τέτοιες διαφημίσεις, είναι για την προστασία στις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού σε ενωσιακό επίπεδο.

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ: Όπως προαναφέρθηκε, η Οδηγία σκοπό έχει να προστατεύσει τους επαγγελματίες (δηλαδή τους εμπορευόμενους) από την παραπλανητική διαφήμιση άλλων επιχειρήσεων – δηλαδή εφαρμόζεται σε B2B σχέσεις οι οποίες θεωρούνται αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Αυτό διότι, σε σχέση με την προστασία καταναλωτών εφαρμόζεται η Οδηγία 2005/29/EK για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Η Οδηγία ξεκαθαρίζει ότι σκοπό έχει την προστασία των εμπορευόμενων από την παραπλανητική διαφήμιση και τις αθέμιτες συνέπειες της προς αυτούς θέτοντας έτσι τα ελάχιστα αντικειμενικά κριτήρια για τον προσδιορισμό μιας διαφήμισης ως παραπλανητικής.

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ: Αναφορικά με την μη επιτρεπόμενη συγκριτική διαφήμιση όμως, οι πρόνοιες της Οδηγίας ισχύουν όχι μόνο σε B2B σχέσεις αλλά εφαρμόζονται και σε σχέσεις B2C – δηλαδή, όπου ένας εμπορευόμενος απευθύνει συγκριτική διαφήμιση σε καταναλωτές. Ο τρόπος που επιτυγχάνεται αυτό είναι μέσω του άρθρου 6(2)(α) της Οδηγίας 2005/29/EK το οποίο αναφέρει ότι είναι παραπλανητική κάθε πρακτική η οποία δημιουργεί σύγχυση, μεταξύ άλλων μέσω της συγκριτικής διαφήμισης, με προϊόντα, εμπορικά σήματα, εμπορικές επωνυμίες και άλλα διακριτικά γνωρίσματα ενός ανταγωνιστή. Ο καταναλωτής δηλαδή, πρέπει να ανατρέξει στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2006/114/ΕΚ για να ελέγξει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις της επιτρεπόμενης συγκριτικής διαφήμισης.

Με παρόμοιο τρόπο λειτουργεί η διάταξη του άρθρου 4(α) της Οδηγίας σε σχέση με B2B συναλλαγές. Δηλαδή, το εν λόγω άρθρο, το οποίο αναφέρει ότι η συγκριτική διαφήμιση η οποία είναι παραπλανητική δεν επιτρέπεται, ουσιαστικά παραπέμπει στην Οδηγία 2005/29/ΕΚ και εξέταση των άρθρων 6 και 7 που αφορούν τις παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές.

Ως εκ τούτου, η Οδηγία:

«…είτε προβλέπει όρους για την εν λόγω αξιολόγηση των συναλλαγών B2C βάσει της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές είτε επιβάλλει πρόσθετες απαιτήσεις που αφορούν τους εμπορευόμενους, κυρίως τους ανταγωνιστές, στις συναλλαγές Β2Β.»

ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΥ: Με βάση την Οδηγία, «εμπορευόμενος» είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με την εμπορική, βιοτεχνική, επιχειρηματική ή ελεύθερη επαγγελματική του δραστηριότητα και κάθε πρόσωπο το οποίο ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό του εμπορευόμενου.

1.  ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

ΕΡΜΗΝΕΙΑ: Παραπλανητική διαφήμιση με βάση το άρθρο 4(β) είναι:

«…κάθε διαφήμιση που με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της παρουσίασής της, παραπλανά ή ενδέχεται να παραπλανήσει τα πρόσωπα στα οποία απευθύνεται ή στων οποίων τη γνώση περιέχεται και που, εξαιτίας του απατηλού χαρακτήρα της, είναι ικανή να επηρεάσει την οικονομική τους συμπεριφορά ή που, για τους λόγους αυτούς, βλάπτει ή ενδέχεται να βλάψει έναν ανταγωνιστή»

Με βάση το άρθρο 3, για να εκτιμηθεί εάν μια διαφήμιση είναι παραπλανητική, λαμβάνονται υπόψη όλα τα στοιχεία της και ιδίως οι ενδείξεις της σχετικά με:

«α) τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των αγαθών ή υπηρεσιών, όπως διαθεσιμότητα, φύση, εκτέλεση, σύνθεση, μέθοδος και ημερομηνία κατασκευής ή παροχής, καταλληλότητα, χρήσεις, ποσότητα, προδιαγραφές, γεωγραφική καταγωγή ή εμπορική προέλευση ή τα αναμενόμενα από τη χρήση τους αποτελέσματα, ή τα αποτελέσματα και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των δοκιμών ή ελέγχων των αγαθών ή των υπηρεσιών·

 

β) την τιμή ή τον τρόπο διαμόρφωσής της, καθώς και τους όρους υπό τους οποίους παρέχονται τα αγαθά ή οι υπηρεσίες·

 

γ) την ιδιότητα, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τα δικαιώματα του διαφημιζόμενου, όπως, π.χ., η ταυτότητα και η περιουσία του, οι ικανότητες και η κατοχή δικαιωμάτων βιομηχανικής, εμπορικής ή πνευματικής ιδιοκτησίας, ή τα βραβεία και οι διακρίσεις του.»

2.  ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ: Συγκριτική διαφήμιση με βάση την Οδηγία είναι «κάθε διαφήμιση που κατονομάζει ρητά ή υπονοεί έναν ανταγωνιστή ή τα αγαθά και τις υπηρεσίες που προσφέρονται από έναν ανταγωνιστή».

ΘΕΜΙΤΗ Η ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ: Η γενική αντίληψη καθώς και η πορεία της μέχρι σήμερα νομολογίας καθώς και της σχετικής Οδηγίας, είναι ότι η συγκριτική διαφήμιση είναι θεμιτή. Ο λόγος που δίδεται από το ΔΕΕ και την Οδηγία είναι ότι αυτή συμβάλλει:

«…στην αντικειμενική προβολή των πλεονεκτημάτων διαφόρων συγκρίσιμων προϊόντων και, συνεπώς, στην τόνωση του ανταγωνισμού μεταξύ των προμηθευτών αγαθών και υπηρεσιών προς όφελος των καταναλωτών, οι προϋποθέσεις που τάσσονται για τη συγκριτική διαφήμιση πρέπει να ερμηνεύονται κατά τον ευνοϊκότερο γι’ αυτήν τρόπο.»

Όντως, οι επιλογές των καταναλωτών είναι διευρυμένες όταν έχουν τη δυνατότητα να ξεχωρίζουν μεταξύ αγαθών – με αυτή τη λογική, είναι θεμιτό να υπάρχει σύγκριση και να προωθείται η σύγκριση προϊόντων μέσω διαφήμισης.

Παράλληλα όμως, πρέπει να εξασφαλίζεται ότι η συγκριτική διαφήμιση δεν χρησιμοποιείται κατά τρόπο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού και αθέμιτο ή κατά τρόπο ο οποίος θίγει τα συμφέροντα των καταναλωτών. Τέτοια διαφήμιση δηλαδή, θα πρέπει να υπόκειται σε κανόνες οι οποίοι διασφαλίζουν τη διαφάνεια, αποτρέπουν τη σύγχυση και «υποκινούν τις επιχειρήσεις να επενδύσουν στην ποιότητα και την εικόνα των προϊόντων τους».

ΕΡΜΗΝΕΙΑ: Η ευρεία ερμηνεία της έννοιας «συγκριτικής διαφήμισης» σκοπό έχει να καλύψει όλους τους τρόπους συγκριτικής διαφήμισης ασχέτως του πως προβάλλεται η σύγκριση – δηλαδή εάν είναι άμεσα ή έμμεσα που γίνεται η προβολή. Για παράδειγμα, όπου διαφήμιση αναφέρεται σε είδος προϊόντων (έστω και εάν δεν γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένη επιχείρηση ή συγκεκριμένο προϊόν) που παραπέμπουν σε ανταγωνιστή, αυτή θεωρείται συγκριτική. Αυτό ισχύει ασχέτως εάν η παραπομπή αφορά επιχειρήσεις που ενεργούν in concerto – δηλαδή μαζί.

ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ: Από τα πιο πάνω προκύπτει, ότι είναι αναγκαίο μια επιχείρηση να μπορεί να αποδείξει ότι είναι ανταγωνιστής του διαφημιζόμενου πριν να προβάλει οποιεσδήποτε αξιώσεις εναντίον της διαφημιζόμενης επιχείρησης.

Σχετική είναι η υπόθεση C-381-05 όπου αποφασίστηκε ότι για να εμπίπτει μια υπόθεση εντός της Οδηγίας, θα πρέπει να υπάρχει ανταγωνιστική σχέση μεταξύ του διαφημιζόμενου και της επιχείρησης που προσδιορίζεται στο διαφημιστικό μήνυμα με αναφορά στα προϊόντα (αγαθά ή υπηρεσίες) που προσφέρει – δηλαδή η ύπαρξη σχέσης μεταξύ επιχειρήσεων εξαρτάται από τη διαπίστωση ότι τα προϊόντα που αυτές προσφέρουν έχουν κάποιο βαθμό υποκαταστάσεως – τα μεν από τα δε. Για τον καθορισμό της ύπαρξης τέτοιας ανταγωνιστικής σχέσης μεταξύ των προϊόντων, λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα:

  • Η τωρινή κατάσταση της αγοράς και των καταναλωτικών συνηθειών καθώς και οι δυνατότητες εξελίξεως αυτών και οι νέες δυνατότητες υποκαταστάσεως προϊόντων τις οποίες μπορεί να αποκαλύψει η εντατικοποίηση των συναλλαγών∙
  • Το μέρος του κοινοτικού εδάφους στο οποίο διανεμήθηκε η διαφήμιση, χωρίς όμως, αν χρειάζεται, να αποκλειστούν οι συνέπειες που η εξέλιξη των διαπιστωμένων σε άλλα κράτη μέλη καταναλωτικών συνηθειών μπορεί να έχει στη σχετική εθνική αγορά και
  • τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προϊόντος που ο διαφημιζόμενος σκοπεύει να προωθήσει καθώς και η εικόνα που σκοπεύει να εντυπώσει στο προϊόν.

ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗΣ: Για να επιτραπεί όμως η συγκριτική διαφήμιση θα πρέπει να πληρούνται σωρευτικά και στο σύνολο τους οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

«α) δεν είναι παραπλανητική σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο β), το άρθρο 3 και το άρθρο 8, παράγραφος 1, της παρούσας οδηγίας ή τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά της 11ης Μαΐου 2005 για την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμισης.

 

β) συγκρίνει τα αγαθά ή υπηρεσίες που ανταποκρίνονται στις ίδιες ανάγκες ή έχουν τους ίδιους στόχους·

 

γ) συγκρίνει κατά τρόπο αντικειμενικό ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά που είναι ουσιώδη, συναφή, εξακριβώσιμα, και αντιπροσωπευτικά των εν λόγω αγαθών και υπηρεσιών, στα οποία μπορεί να συμπεριλαμβάνεται και η τιμή·

 

δ) δεν έχει ως συνέπεια τη δυσφήμιση ή την υποτίμηση των σημάτων, εμπορικών επωνυμιών, άλλων διακριτικών σημείων, αγαθών, υπηρεσιών, δραστηριοτήτων ή της κατάστασης ενός ανταγωνιστή·

 

ε) για προϊόντα με ονομασία προέλευσης, αφορά σε κάθε περίπτωση προϊόντα με την ίδια ονομασία προέλευσης·

 

στ) δεν επωφελείται αθέμιτα από τη φήμη σήματος, εμπορικής επωνυμίας ή άλλων διακριτικών σημείων ανταγωνιστή ή από τα δηλωτικά καταγωγής ανταγωνιστικών προϊόντων·

 

ζ) δεν παρουσιάζει αγαθό ή υπηρεσία ως απομίμηση ή αντίγραφο αγαθού ή υπηρεσίας που φέρουν σήμα κατατεθέν ή εμπορική επωνυμία·

 

η) δεν δημιουργεί σύγχυση μεταξύ εμπορευομένων, μεταξύ διαφημιστή και ανταγωνιστή ή μεταξύ των εμπορικών σημάτων, των εμπορικών επωνυμιών, άλλων διακριτικών γνωρισμάτων, αγαθών ή υπηρεσιών του διαφημιστή και του ανταγωνιστή.»

ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ: Ενδιαφέρουσα υπόθεση στον τομέα της συγκριτικής διαφήμισης και στον τρόπο που ελέγχεται η αντικειμενικότητα σε σχέση με το άρθρο 4(γ) της Οδηγίας, είναι η υπόθεση C-562/15 Carrefour Hypermarchés. Στην υπόθεση εκείνη, η εταιρεία Carrefour (η οποία διατηρεί διάφορα καταστήματα – μεταξύ των οποίων υπεραγορές, σούπερ μάρκετ και άλλα πιο μικρά καταστήματα), εγκαινίασε τηλεοπτική διαφημιστική εκστρατεία με τίτλο «Εγγύηση χαμηλότερης τιμής» στην οποία ανέφερε συγκριτικές τιμές άλλων ανταγωνιστικών αλυσίδων και πρόσφερε στους καταναλωτές επιστροφή της διαφοράς της τιμής εις διπλούν στην περίπτωση κατά την οποία αυτοί έβρισκαν κάποιο από τα συγκεκριμένα προϊόντα σε χαμηλότερη τιμή σε κατάστημα άλλο από τα Carrefour. Αυτό που είχε γίνει όμως, ήταν ότι η Carrefour είχε συγκρίνει προϊόντα της υπεραγοράς Carrefour (και όχι πιο μικρών καταστημάτων της) με τα πιο μικρά καταστήματα αλυσίδων των ανταγωνιστών της – με αποτέλεσμα η τιμή των προϊόντων Carrefour, να είναι σαφώς χαμηλότερη.

Εξετάζοντας το ζήτημα, το ΔΕΕ ανέφερε ότι, ως γενικός κανόνας, το άρθρο 4(γ) της Οδηγίας, δεν επιτάσσει να είναι παρεμφερής η κατηγορία ή παρεμφερές το μέγεθος των καταστημάτων στα οποία πωλούνται τα προϊόντα των οποίων οι τιμές συγκρίνονται. Επίσης, η σύγκριση των τιμών ανάλογων προϊόντων που πωλούνται σε καταστήματα διαφορετικής κατηγορίας ή διαφορετικού μεγέθους είναι επιτρεπτή και δεν αντιτίθεται στον θεμιτό ανταγωνισμό ούτε προς τα συμφέροντα των καταναλωτών δεδομένου όμως ότι (1) πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 και (2) η διαφήμιση συγκρίνει τις τιμές με αντικειμενικό τρόπο και δεν είναι παραπλανητική.

Όπου τα καταστήματα των οποίων έχουν ληφθεί οι τιμές όμως, αποτελούν μέλη αλυσίδων εκάστη των οποίων διαθέτει σειρά καταστημάτων διαφορετικών μεγεθών και κατηγοριών και ο διαφημιζόμενος συγκρίνει τις τιμές καταστημάτων μεγαλύτερου μεγέθους ή υψηλότερης κατηγορίας της αλυσίδας του με εκείνες που έχουν καταγραφεί σε καταστήματα μικρότερου μεγέθους ή χαμηλότερης κατηγορίας των ανταγωνιστικών αλυσίδων, χωρίς το στοιχείο αυτό να εμφανίζεται στη διαφήμιση, αυτό δυνατόν να νοθεύει την αντικειμενικότητα.

Με παρόμοιο τρόπο, δεν γίνεται αντικειμενική σύγκριση όπου, αυτό που συγκρίνεται είναι η τιμή, ενώ τα προϊόντα που συγκρίνονται έχουν διαφορετικές ιδιότητες χωρίς αυτές οι ιδιότητες να αναφέρονται στη διαφήμιση.

ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ: Σχετικά με το άρθρο 4(α) της Οδηγίας, το ΔΕΕ αποφάσισε ότι είναι παραπλανητική η συγκριτική διαφήμιση που δύναται, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, διά πράξεως ή παραλείψεως, να περιαγάγει σε πλάνη τους καταναλωτές στους οποίους απευθύνεται και να επηρεάσει την οικονομική συμπεριφορά τους ή, για τους λόγους αυτούς, να βλάψει ανταγωνιστή. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι, αν και το ΔΕΕ αναγνώρισε ότι με βάση το άρθρο 7 της Οδηγίας 2005/29/ΕΚ, μπορεί να ληφθούν υπόψη περιορισμοί στο μέσο στο οποίο προβάλλεται η διαφήμιση για το κατά πόσο υπάρχει παραπλανητική παράλειψη, σε τέτοιες περιστάσεις, οι περιορισμοί αυτοί δεν δικαιολογούσαν την παράλειψη ουσιωδών πληροφοριών σχετικά με τις διαφορές των καταστημάτων. Δηλαδή, οι πληροφορίες, δεν θα πρέπει μόνο να είναι ξεκάθαρες, αλλά θα πρέπει να περιλαμβάνονται και στο ίδιο το διαφημιστικό μέσο.

ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ: Σε σχέση με το άρθρο 4(ε), και προϊόντα με ονομασία προέλευσης, σχετική είναι η υπόθεση C-381-05 όπου το ερώτημα ήταν κατά πόσο η μπύρα μπορούσε να συγκριθεί με σαμπάνια. Αποφασίστηκε, ότι για προϊόντα τα οποία δεν έχουν ονομασία προέλευσης, οποιαδήποτε σύγκριση με προϊόντα που έχουν ονομασία προέλευσης δεν απαγορεύεται.

ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΣΗΜΑΤΑ: Αναφορικά με το άρθρο 4(δ) και (στ) – (η) και τη χρήση εμπορικών σημάτων, θα πρέπει να σημειωθεί ότι είναι επιτρεπτή η συγκριτική διαφήμιση η οποία κάνει αναφορά σε εμπορικά σήματα ανταγωνιστών, δεδομένου ότι συμμορφώνεται με τις πρόνοιες της Οδηγίας.

Είναι όμως ανεπίτρεπτη, (ιδιαίτερα σε σχέση με τα άρθρα 4(στ) – (η)) η χρήση εμπορικών σημάτων, επωνυμιών ή άλλων διακριτικών σημάτων ανταγωνιστή για την προβολή των προϊόντων του διαφημιζόμενου. Ούτε και είναι επιτρεπτό κάποιος να αντιγράψει ένα σήμα ανταγωνιστή και να αναφέρει επάνω ότι το προϊόν (το οποίο το σήμα αντιπροσωπεύει) αποτελεί απομίμηση, αφού με αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά σφετερίζεται και αντλεί αθέμιτα όφελος από τη φήμη του σήματος.

METATAGS: Ενδιαφέρον προκαλεί και η χρήση metatags εμπορικών επωνυμιών ανταγωνιστών για προσέλκυση καταναλωτών σε ιστοσελίδες. Τέτοια πρακτική πιθανόν να θεωρείται παράβαση εμπορικών σημάτων – υπάρχει όμως τρόπος να θεωρηθεί ως επιτρεπτή συγκριτική διαφήμιση;

Η απάντηση φαίνεται να είναι αρνητική αφού δύσκολα ο διαφημιζόμενος θα μπορέσει να πείσει ότι η χρήση metatags ανταγωνιστή δεν παραπλανεί και/ή ότι δεν επωφελείται αθέμιτα της εμπορικής επωνυμίας ανταγωνιστή.

3.  ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ

Με βάση το άρθρο 5 της Οδηγίας, τα ΚΜ θα πρέπει να παρέχουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα για την καταπολέμηση της παραπλανητικής διαφήμισης και επιβάλλουν τη συμμόρφωση με τις διατάξεις για τη συγκριτική διαφήμιση προς το συμφέρον των εμπορευομένων και των ανταγωνιστών. Τα μέσα περιλαμβάνουν:

  • Δικαίωμα προσφυγής στα δικαστήρια κατά της εν λόγω διαφήμισης ή
  • Προσφυγή κατά της διαφήμισης ενώπιον διοικητικής αρχής η οποία είναι αρμόδια είτε να αποφασίσει σχετικά με την καταγγελία είτε να παραπέμψει το ζήτημα στο αρμόδιο δικαστήριο.

ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ: Τα πιο πάνω δικαιώματα ασκούνται από οποιοδήποτε έχει έννομο συμφέρον συμπεριλαμβανομένων οργανώσεων.

Τα ΚΜ μπορούν επίσης να αποφασίσουν ότι πριν δικαστήριο ή διοικητικό όργανο επιληφθεί διαφοράς, θα πρέπει να έχει γίνει προηγουμένως προσφυγή σε άλλα υπάρχοντα μέσα για την αντιμετώπιση των καταγγελιών, συμπεριλαμβανομένων μέσων όπως εκούσιο έλεγχο τέτοιας διαφήμισης  από αυτόνομους οργανισμούς.

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΚΑΤΑ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ ΚΩΔΙΚΑ: Επίσης, τα ΚΜ αποφασίζουν κατά πόσο οι προσφυγές μπορούν να στρέφονται χωριστά ή από κοινού κατά ενός αριθμού εμπορευόμενων του ίδιου οικονομικού τομέα και κατά πόσον οι προσφυγές αυτές μπορούν να στρέφονται κατά ιδιοκτήτη κώδικα, εφόσον ο εν λόγω κώδικας προωθεί τη μη συμμόρφωση με τις διατάξεις του νόμου. Σύμφωνα με την Οδηγία, «ιδιοκτήτης κώδικα» είναι:

«…κάθε οντότητα, συμπεριλαμβανομένων ενός εμπορευομένου ή ομάδας εμπορευομένων, υπεύθυνη για τη διατύπωση και την αναθεώρηση ενός κώδικα συμπεριφοράς ή/και για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τον κώδικα όσων αναλαμβάνουν να δεσμεύονται από αυτόν»

Τα ΚΜ, σύμφωνα με το άρθρο 5(3), υποχρεούνται να αναθέτουν στα δικαστήρια ή διοικητικές αρχές εξουσίες βάσει των οποίων μπορούν, όταν κρίνουν τα μέτρα αυτά αναγκαία και, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα εμπλεκόμενα συμφέροντα και ιδιαίτερα το δημόσιο συμφέρον: να διατάζουν την παύση της παραπλανητικής διαφήμισης ή της μη επιτρεπόμενης συγκριτικής διαφήμισης, ή να κινούν τις κατάλληλες δικαστικές διαδικασίες προς τούτο ή εάν η παραπλανητική διαφήμιση ή η μη επιτρεπόμενη συγκριτική διαφήμιση δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί, επίκειται όμως η δημοσίευσή της, να την απαγορεύουν ή να κινούν την οικεία δικαστική διαδικασία απαγόρευσης της δημοσίευσης αυτής έστω και αν δεν αποδεικνύεται πραγματική ζημιά ή βλάβη, δόλος ή αμέλεια εκ μέρους του εμπορευόμενου. Με βάση το ίδιο άρθρο τα ΚΜ θα πρέπει να μεριμνούν όπως τα μέτρα που αναφέρονται σε αυτή την παράγραφο μπορούν να ληφθούν στα πλαίσια ταχείας διαδικασίας είτε με προσωρινή ισχύ είτε με οριστική ισχύ.

Επιπλέον, προκειμένου να εξαλειφθούν τα συνεχιζόμενα αποτελέσματα παραπλανητικής διαφήμισης ή μη επιτρεπόμενης συγκριτικής διαφήμισης, η παύση της οποίας έχει διαταχθεί με τελεσίδικη απόφαση, τα ΚΜ μπορούν να αναθέτουν στα δικαστήρια ή τις διοικητικές αρχές εξουσίες, βάσει των οποίων δύνανται να απαιτούν τη δημοσίευση της απόφασης (εν όλο ή εν μέρει με τη μορφή που κρίνουν κατάλληλη) και/ή να απαιτούν τη δημοσίευση επανορθωτικής δήλωσης.

Τα διοικητικά όργανα θα πρέπει μεταξύ άλλων να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους.

ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ: Με βάση το άρθρο 7, τα ΚΜ θα πρέπει να αναθέσουν εξουσίες σε δικαστήρια ή διοικητικές αρχές ούτως ώστε αυτά να μπορούν αν ζητούν από τον διαφημιζόμενο να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ακρίβεια των πραγματικών ισχυρισμών που περιέχονται στη διαφήμιση, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο, επί τη βάσει των δεδομένων της συγκεκριμένης υπόθεσης και λαμβάνοντας υπόψη τα έννομα συμφέροντα του διαφημιζόμενου και σε περίπτωση συγκριτικής διαφήμισης να απαιτούν να προσκομίζει ο διαφημιζόμενος τις αποδείξεις αυτές σε βραχύ χρονικό διάστημα και σε περίπτωση που δεν το πράξει ή όπου οι ισχυρισμοί είναι ανακριβείς, τότε αυτά να θεωρούνται ανακριβή.

ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΜ: Με βάση το άρθρο 8(1), τα ΚΜ δύνανται να θεσπίζουν διατάξεις οι οποίες παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εμπορευόμενους και τους ανταγωνιστές έναντι της παραπλανητικής διαφήμισης (όχι όμως της συγκριτικής διαφήμισης στο βαθμό που αυτό αφορά τη σύγκριση).

Σχετικά Άρθρα

Δυνατότητα του Δικαστηρίου επέκτασης του χρόνου παραπομπής ενός ζητήματος σε διαιτησία
Οι Κανόνες Συμφιλίωσης του Κυπριακού Κέντρου Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών
Οι Κανόνες Διαμεσολάβησης του Κυπριακού Κέντρου Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών
0

ΑΝΑΛΥΣΗ ΟΔΗΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΕ – ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ  – EU FUNDED

Οργανωμένα Ταξίδια και Συνδεδεμένοι Ταξιδιωτική Διακανονισμοί (Οδηγία 2015/2302)

1. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ

H Οδηγία (EE) 2015/2302 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2015, σχετικά με τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς, η οποία τροποποιεί τον κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και την οδηγία 2011/83/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και καταργεί την οδηγία 90/314/ΕΟΚ του ΣυμβουλίουΟδηγία») σκοπεύει να συμβάλει  στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς και στην επίτευξη υψηλού και όσο το δυνατόν ομοιόμορφου επιπέδου προστασίας των καταναλωτών με την προσέγγιση ορισμένων πτυχών των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των KM όσον αφορά τις συμβάσεις μεταξύ των ταξιδιωτών και των εμπόρων ταξιδιωτικών υπηρεσιών για τα οργανωμένα ταξίδια και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς.

ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗΣ: Η Οδηγία με βάση το άρθρο 4 είναι πλήρους εναρμόνισης εκτός όπου αναφέρεται διαφορετικά στην Οδηγία.

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ: Η Οδηγία εφαρμόζεται στα πακέτα που προσφέρονται προς πώληση ή πωλούνται από εμπόρους σε ταξιδιώτες και στους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς από εμπόρους για ταξιδιώτες. Έμπορος δύναται να είναι διοργανωτής, πωλητής, πάροχος ταξιδιωτικής υπηρεσίας ή έμπορος που διευκολύνει τον συνδεόμενο ταξιδιωτικό διακανονισμό και ο οποίος είναι νομικό ή φυσικό πρόσωπο ανεξάρτητα από το εάν διέπεται από το ιδιωτικό ή δημόσιο δίκαιο, το οποίο ενεργεί, ακόμη και μέσω κάθε άλλου προσώπου ενεργούντος εξ ονόματός του ή για λογαριασμό του, για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με τις εμπορικές, επιχειρηματικές, βιοτεχνικές ή επαγγελματικές δραστηριότητές του σε σχέση με συμβάσεις καλυπτόμενες από την Οδηγία. Με βάση τις ερμηνευτικές διατάξεις:

  • Διοργανωτής είναι ο έμπορος που συνδυάζει και πωλεί ή προσφέρει προς πώληση πακέτα, είτε απευθείας είτε μέσω άλλου εμπόρου είτε από κοινού με άλλον έμπορο ή ο έμπορος ο οποίος διαβιβάζει τα στοιχεία του ταξιδιώτη σε άλλον έμποροσύμφωνα με το άρθρο 3(2)(β)(ν).[1]
  • Πωλητής είναι ο έμπορος εκτός από τον διοργανωτή ο οποίος πωλεί ή προσφέρει προς πώληση πακέτα που συνδυάζονται από διοργανωτή.

Πακέτο σύμφωνα με την Οδηγία, σημαίνει τον συνδυασμό τουλάχιστον 2 διαφορετικών ειδών ταξιδιωτικών υπηρεσιών στο πλαίσιο του ίδιου ταξιδιού ή των ίδιων διακοπών εάν:

«α) οι εν λόγω υπηρεσίες έχουν συνδυαστεί από έναν έμπορο, ακόμη και κατόπιν αιτήματος ή σύμφωνα με την επιλογή του ταξιδιώτη, πριν από τη σύναψη ενιαίας σύμβασης που περιλαμβάνει όλες τις εν λόγω υπηρεσίες· ή

 

β) ανεξάρτητα από το αν συνάπτονται χωριστές συμβάσεις με παρόχους επιμέρους ταξιδιωτικών υπηρεσιών, οι υπηρεσίες αυτές:

i) αγοράζονται από ένα μόνο σημείο πώλησης και έχουν επιλεγεί πριν ο ταξιδιώτης συμφωνήσει να πληρώσει,

 

ii) προσφέρονται, πωλούνται ή χρεώνονται σε τιμή όπου συνυπολογίζονται όλες οι εν λόγω υπηρεσίες ή σε μία συνολική τιμή,

 

iii) διαφημίζονται ή πωλούνται με τον όρο «πακέτο» ή με παρεμφερή όρο,

 

iv) συνδυάζονται μετά τη σύναψη σύμβασης με την οποία ένας έμπορος προσφέρει το δικαίωμα στον ταξιδιώτη να επιλέξει μεταξύ διαφόρων τύπων ταξιδιωτικών υπηρεσιών, ή

 

v) αγοράζονται από χωριστούς εμπόρους μέσω συνδεδεμένων διαδικασιών κράτησης στο διαδίκτυο όπου το όνομα, τα στοιχεία πληρωμών και η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου διαβιβάζονται από τον έμπορο με τον οποίο συνάπτεται η πρώτη σύμβαση σε άλλον έμπορο ή εμπόρους και μια σύμβαση με τον τελευταίο έμπορο ή εμπόρους συνάπτεται το αργότερο 24 ώρες μετά την επιβεβαίωση κράτησης της πρώτης ταξιδιωτικής υπηρεσίας.

Αναφορικά με το τι αποτελεί «ταξιδιωτική υπηρεσία», αυτή με βάση το άρθρο 3(1) μπορεί να είναι μία από τις τέσσερις ακόλουθες υπηρεσίες:

«3(1)(α) η μεταφορά επιβατών·

 

β) η παροχή καταλύματος που δεν αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της μεταφοράς επιβατών και δεν παρέχεται για σκοπούς κατοικίας·

 

γ) η ενοικίαση αυτοκινήτων, άλλων μηχανοκίνητων οχημάτων κατά την έννοια του άρθρου 3 παράγραφος 11 της οδηγίας 2007/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου ή μοτοσικλετών που απαιτούν άδεια οδήγησης κατηγορίας Α σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 στοιχείο γ) της οδηγίας 2006/126/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου·

 

δ) τυχόν άλλες τουριστικές υπηρεσίες που δεν είναι αναπόσπαστο τμήμα της ταξιδιωτικής υπηρεσίας κατά την έννοια των στοιχείων α), β) ή γ)»

Σε περίπτωση που ο συνδυασμός ταξιδιωτικών υπηρεσιών είναι μεταξύ του στοιχείου 3(1)(δ) και των λοιπών ταξιδιωτικών υπηρεσιών, αυτό δεν αποτελεί πακέτο εάν οι υπηρεσίες του άρθρου 3(1)(δ)

α) δεν αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό της αξίας του συνδυασμού και δεν διαφημίζονται ούτε με άλλον τρόπο αποτελούν βασικό χαρακτηριστικό του συνδυασμού· ή

 

β) επιλέγονται και αγοράζονται μόνον αφού έχει αρχίσει η εκτέλεση ταξιδιωτικής υπηρεσίας κατά την έννοια του άρθρου 3(1)(α), (β) ή (γ)»

ΣΥΜΒΑΣΗ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ: Με βάση την Οδηγία, σύμβαση για το σύνολο του πακέτου ή εάν το πακέτο παρέχεται βάσει χωριστών συμβάσεων, όλες οι συμβάσεις που καλύπτουν ταξιδιωτικές υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στο πακέτο καλούνται ως «σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού». Ο όρος αυτός, με βάση την απόφαση C-400/00  περιλαμβάνει τα ταξίδια πoυ διoργαvώvει πρακτoρείo ταξιδίωv κατόπιv αιτήσεως και σύμφωvα με τις επιθυμίες εvός καταvαλωτή ή μιας περιoρισμέvης oμάδας καταvαλωτώv.[2]

ΣΥΝΔΕΔΕΜΕΝΟΣ ΤΑΞΙΔΙΩΤΙΚΟΣ ΔΙΑΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ: Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι η παρούσα Οδηγία καλύπτει, πέραν των πακέτων και συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς. Με βάση το άρθρο 3(5) της Οδηγίας, τέτοιος διακανονισμός σημαίνει την αγορά τουλάχιστον δύο διαφορετικών ειδών ταξιδιωτικών υπηρεσιών για το ίδιο ταξίδι ή τις ίδιες διακοπές, που δεν αποτελούν πακέτο, η οποία έχει ως αποτέλεσμα τη σύναψη χωριστών συμβάσεων με τους παρόχους των επιμέρους ταξιδιωτικών υπηρεσιών, αν ο έμπορος διευκολύνει:

«α) στο πλαίσιο μιας και μόνον επίσκεψης ή επαφής με το σημείο πώλησής του, τη χωριστή επιλογή και χωριστή πληρωμή κάθε ταξιδιωτικής υπηρεσίας από τους ταξιδιώτες· ή

 

β) με στοχευμένο τρόπο, την προμήθεια τουλάχιστον μιας πρόσθετης ταξιδιωτικής υπηρεσίας από άλλον έμπορο όταν η σύμβαση με τον έμπορο αυτόν συνάπτεται το αργότερο 24 ώρες μετά την επιβεβαίωση κράτησης της πρώτης ταξιδιωτικής υπηρεσίας.»

Σε περίπτωση που ο συνδυασμός ταξιδιωτικών υπηρεσιών είναι μεταξύ του στοιχείου 3(1)(δ) και των λοιπών ταξιδιωτικών υπηρεσιών, αυτό δεν αποτελεί πακέτο εάν οι υπηρεσίες του άρθρου 3(1)(δ)  δεν αντιπροσωπεύουν σημαντικό ποσοστό της συνολικής αξίας των υπηρεσιών και δεν διαφημίζονται ούτε με άλλον τρόπο αποτελούν βασικό χαρακτηριστικό του ταξιδιού ή των διακοπών

ΜΗ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ: Με βάση το άρθρο 2(2), η Οδηγία δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

«α) στα πακέτα και στους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς που καλύπτουν περίοδο μικρότερη των 24 ωρών, εκτός εάν περιλαμβάνεται διανυκτέρευση·

 

β) στα πακέτα που προσφέρονται και στους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς που πραγματοποιούνται περιστασιακά και επί μη κερδοσκοπικής βάσης και μόνο σε περιορισμένη ομάδα ταξιδιωτών·

 

γ) στα πακέτα και τους συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς που αγοράζονται βάσει γενικής συμφωνίας για τον διακανονισμό επαγγελματικού ταξιδιού μεταξύ εμπόρου και άλλου φυσικού η νομικού προσώπου, το οποίο ενεργεί για σκοπούς που αφορούν την εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική του δραστηριότητα.»

ΕΘΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ: Το εθνικό δίκαιο το οποίο αφορά την εγκυρότητα, διαμόρφωση ή αποτέλεσμα μιας σύμβασης δεν επηρεάζεται από την Οδηγία (άρθρο 2(3)).

ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ: Σύμφωνα με το άρθρο 23 η Οδηγία είναι αναγκαστικού χαρακτήρα, ήτοι δεν δύναται ο έμπορος ή ο διοργανωτής να απαλλαχθεί των ευθυνών του για μόνο το λόγο ότι ονόμασε με άλλο τρόπο την υπηρεσία/πακέτο το οποίο παρέχει. Επίσης οι ταξιδιώτες δεν δύναται να παραιτηθούν των δικαιωμάτων που παρέχονται με την Οδηγία και οποιοσδήποτε συμβατικός όρος προς τούτο δεν είναι δεσμευτικός.

2. ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

2.1.                ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ

2.1.1.                     ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΑΨΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ

Σύμφωνα με το άρθρο 5, ο διοργανωτής ή ο πωλητής ανάλογα με την περίπτωση παρέχουν στον ταξιδιώτη τις σχετικές τυποποιημένες πληροφορίες μέσω του σχετικού εντύπου στο Παράρτημα Ι, Μέρος Α ή Β τις πιο κάτω πληροφορίες με σαφή, κατανοητό και ευδιάκριτο τρόπο:

«α) τα κύρια χαρακτηριστικά των ταξιδιωτικών υπηρεσιών:

i) τον ταξιδιωτικό προορισμό ή προορισμούς, το δρομολόγιο και τις περιόδους παραμονής, με ημερομηνίες, καθώς και τον αριθμό των διανυκτερεύσεων που περιλαμβάνουν, εφόσον περιλαμβάνεται παροχή καταλύματος,

 

ii) τα μέσα μεταφοράς, τα χαρακτηριστικά και τις κατηγορίες των μέσων μεταφοράς, τους τόπους, τις ημερομηνίες και τις ώρες αναχώρησης και επιστροφής, τη διάρκεια και τις ενδιάμεσες στάσεις και ανταποκρίσεις.

Αν δεν έχει οριστεί ακόμη η ακριβής ώρα, ο διοργανωτής και, κατά περίπτωση, ο πωλητής ενημερώνουν τον ταξιδιώτη σχετικά με την κατά προσέγγιση ώρα αναχώρησης και επιστροφής,

 

iii) τον τόπο, τα κύρια χαρακτηριστικά και, κατά περίπτωση, την τουριστική κατηγορία του καταλύματος σύμφωνα με τους κανόνες της χώρας προορισμού,

 

iv) τα παρεχόμενα γεύματα,

 

v) τις επισκέψεις, την εκδρομή ή εκδρομές ή άλλες υπηρεσίες που περιλαμβάνονται στη συμφωνηθείσα συνολική τιμή του πακέτου,

 

vi) όταν δεν είναι εμφανές από τις περιστάσεις, κατά πόσον οποιαδήποτε ταξιδιωτική υπηρεσία θα παρέχεται στον ταξιδιώτη στο πλαίσιο ομάδας και, αν ναι, όπου αυτό είναι δυνατόν, το κατά προσέγγιση μέγεθος της ομάδας,

 

vii) εάν η ωφέλεια των ταξιδιωτών από άλλες τουριστικές υπηρεσίες εξαρτάται από την αποτελεσματική προφορική επικοινωνία, τη γλώσσα στην οποία θα εκτελεστούν οι εν λόγω υπηρεσίες, και

 

viii) εάν το ταξίδι ή οι διακοπές είναι γενικώς κατάλληλα για άτομα με μειωμένη κινητικότητα και, κατόπιν αιτήματος του ταξιδιώτη, ακριβείς πληροφορίες σχετικά με την καταλληλότητα του ταξιδιού η των διακοπών, λαμβάνοντας υπόψη τις ανάγκες του ταξιδιώτη·

 

β) την εμπορική επωνυμία και τη γεωγραφική διεύθυνση του διοργανωτή και, ανάλογα με την περίπτωση, του λιανοπωλητή, καθώς και τους αντίστοιχους αριθμούς τηλεφώνου και, κατά περίπτωση, διευθύνσεις ηλεκτρονικού ταχυδρομείου·

 

γ) τη συνολική τιμή του πακέτου, συμπεριλαμβανομένων των φόρων και, κατά περίπτωση, όλες τις πρόσθετες χρεώσεις, επιβαρύνσεις και άλλα κόστη ή, σε περίπτωση που τα κόστη αυτά δεν είναι ευλόγως δυνατό να υπολογιστούν πριν από τη σύναψη της σύμβασης, ένδειξη του είδους του τυχόν πρόσθετου κόστους το οποίο ο ταξιδιώτης ενδέχεται να υποχρεωθεί να αναλάβει επιπλέον·

 

δ) τους τρόπους πληρωμής, περιλαμβανομένου οποιουδήποτε ποσού ή ποσοστού της τιμής που πρέπει να καταβληθεί ως προκαταβολή και του χρονοδιαγράμματος για την πληρωμή του υπολοίπου, ή τις χρηματοοικονομικές εγγυήσεις που πρέπει να καταβληθούν ή να παρασχεθούν από τον ταξιδιώτη·

 

ε) τον ελάχιστο αριθμό ατόμων που απαιτείται για την πραγματοποίηση του πακέτου, καθώς και την προθεσμία που αναφέρεται στο άρθρο 12 παράγραφος 3 στοιχείο α) πριν από την έναρξη του πακέτου για την πιθανή καταγγελία της σύμβασης, εάν ο αριθμός αυτός δεν έχει επιτευχθεί·

 

στ) γενικές πληροφορίες για τις απαιτήσεις για τα διαβατήρια και τις θεωρήσεις, συμπεριλαμβανομένων των κατά προσέγγιση περιόδων για την απόκτηση θεωρήσεων και των πληροφοριών σχετικά με τις υγειονομικές διατυπώσεις, της χώρας προορισμού·

 

ζ) ενημέρωση σχετικά με τη δυνατότητα του ταξιδιώτη να καταγγείλει τη σύμβαση ανά πάσα στιγμή πριν από την έναρξη του πακέτου έναντι κατάλληλης χρέωσης καταγγελίας ή, κατά περίπτωση, της τυποποιημένης χρέωσης καταγγελίας που ζητείται από τον διοργανωτή, σύμφωνα με το άρθρο 12 παράγραφος 1·

 

η) πληροφορίες σχετικά με την προαιρετική ή υποχρεωτική ασφάλιση που θα καλύπτει το κόστος σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης από τον ταξιδιώτη ή το κόστος της βοήθειας, περιλαμβανομένου του επαναπατρισμού του, σε περίπτωση ατυχήματος, ασθένειας ή θανάτου.»

Για τις συμβάσεις οργανωμένου ταξιδιού που συνάπτονται τηλεφωνικά, ο διοργανωτής, και, κατά περίπτωση, ο πωλητής παρέχει στον ταξιδιώτη τις τυποποιημένες πληροφορίες του Παραρτήματος I, Μέρος Β και την ενημέρωση που αναφέρεται στο άρθρο 5(1)(α) έως (η).

Με βάση το άρθρο 5(2) όπου το πακέτο είναι του τύπου που αναφέρεται στο άρθρο 3(2)(β)(v) ο διοργανωτής και ο έμπορος προς τους οποίους διαβιβάζονται τα δεδομένα, θα πρέπει να παρέχουν στον ταξιδιώτη τις πληροφορίες του άρθρου 5(1)(α) μέχρι (ή) αναλόγως των ταξιδιωτικών υπηρεσιών που προσφέρουν. Ο διοργανωτής παρέχει επίσης τις τυποποιημένες πληροφορίες του Παραρτήματος Ι, Μέρος Γ.

Με βάση το άρθρο 6(1) ο διοργανωτής και, κατά περίπτωση, ο πωλητής κοινοποιούν κάθε αλλαγή των πληροφοριών πριν από τη σύναψη της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού στον ταξιδιώτη με σαφή, κατανοητό και ευδιάκριτο τρόπο.

Όπου ο διοργανωτής και, κατά περίπτωση, ο πωλητής δεν έχει συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις για πληροφόρηση ως αναφέρονται στο άρθρο 5(1)(γ), το άρθρο 6(2) αναφέρει ότι ο ταξιδιώτης δεν καταβάλλει τις εν λόγω χρεώσεις, επιβαρύνσεις ή άλλα κόστη.

ΒΑΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ: Το βάρος απόδειξης της συμμόρφωσης με τις πιο πάνω απαιτήσεις το έχει ο έμπορος (άρθρο 8).

2.1.2.                     ΑΛΛΕΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΣΥΝΥΦΑΣΜΕΝΕΣ ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ

ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ: Σύμφωνα με το άρθρο 6(1), οι πληροφορίες του άρθρου 5(1)(α), (γ), (δ), (ε) και (ζ) αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της σύμβασης και δεν τροποποιούνται εκτός εάν τα μέρη ρητώς συμφωνήσουν διαφορετικά.

ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΑΥΤΗΣ: Το άρθρο 7(1) αναφέρει ότι οι συμβάσεις οργανωμένων ταξιδιών, συντάσσονται σε απλή και κατανοητή γλώσσα και εάν έχουν συνταχθεί γραπτώς είναι ευανάγνωστες. Κατά τη σύναψη της σύμβασης ή αμέσως μετά από αυτήν ο διοργανωτής ή ο πωλητής παρέχουν στον ταξιδιώτη αντίγραφο της σύμβασης επί σταθερού μέσου.

Ο ταξιδιώτης δικαιούται να ζητήσει αντίγραφο σε έντυπη μορφή αν η σύμβαση έχει συναφθεί με ταυτόχρονη φυσική παρουσία των μερών. Σε συμβάσεις εκτός εμπορικού καταστήματος παρέχεται αντίγραφο ή επιβεβαίωση της σύμβασης σε χαρτί ή εάν συμφωνεί ο ταξιδιώτης σε άλλο σταθερό μέσο.

Με βάση το άρθρο 7(2), η σύμβαση περιλαμβάνει επίσης τις πληροφορίες του άρθρου 5(1)(α) μέχρι (η) καθώς επίσης και τις ακόλουθες πληροφορίες:

«α) τις ειδικές απαιτήσεις του ταξιδιώτη που αποδέχτηκε ο διοργανωτής·

 

β) ενημέρωση για το ότι ο διοργανωτής:

i) είναι υπεύθυνος για την ορθή εκτέλεση του συνόλου των προβλεπόμενων ταξιδιωτικών υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στη σύμβαση σύμφωνα με το άρθρο 13, και

 

ii) υποχρεούται να παρέχει βοήθεια, αν ο ταξιδιώτης αντιμετωπίσει πρόβλημα σύμφωνα με το άρθρο 16·

 

γ) το όνομα της οντότητας που παρέχει προστασία κατά της αφερεγγυότητας και τα στοιχεία επικοινωνίας της, συμπεριλαμβανομένης της γεωγραφικής της διεύθυνσης, και, όπου απαιτείται, το όνομα της προς τον σκοπό αυτόν ορισμένης από τα ενδιαφερόμενα κράτη μέλη αρμόδιας αρχής και των στοιχείων επικοινωνίας της·

 

δ) το όνομα, τη διεύθυνση, τον αριθμό τηλεφώνου, τη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και, κατά περίπτωση, τον αριθμό τηλεομοιοτυπίας του τοπικού αντιπροσώπου του διοργανωτή, ενός σημείου επαφής ή μιας άλλης υπηρεσίας που επιτρέπει στον ταξιδιώτη να επικοινωνήσει με τον διοργανωτή γρήγορα και αποτελεσματικά, να ζητήσει βοήθεια σε περίπτωση δυσκολίας του ταξιδιώτη ή να διαμαρτυρηθεί για κάθε έλλειψη συμμόρφωσης που διαπιστώνεται κατά την εκτέλεση του πακέτου·

 

ε) ενημέρωση για το ότι ο ταξιδιώτης οφείλει να κοινοποιεί οποιαδήποτε έλλειψη συμμόρφωσης την οποία διαπιστώνει κατά την εκτέλεση του πακέτου σύμφωνα με το άρθρο 13 παράγραφος 2·

 

στ) όταν ανήλικοι, μη συνοδευόμενοι από γονέα ή άλλο εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, συμμετέχουν σε ταξιδιωτικό πακέτο βάσει σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού που περιλαμβάνει παροχή καταλύματος, πληροφορίες που επιτρέπουν την άμεση επαφή με τον ανήλικο ή το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για τον ανήλικο στον τόπο παραμονής του ανηλίκου·

 

ζ) πληροφορίες σχετικά με τις υπάρχουσες εσωτερικές διαδικασίες διερεύνησης καταγγελιών και τους εναλλακτικούς μηχανισμούς επίλυσης διαφορών («ΕΕΔ») σύμφωνα με την οδηγία 2013/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και, κατά περίπτωση, σχετικά με τον φορέα ΕΕΔ ο οποίος καλύπτει τον έμπορο και με την πλατφόρμα ηλεκτρονικής επίλυσης διαφορών σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 524/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου·

 

η) πληροφορίες για το δικαίωμα του ταξιδιώτη να εκχωρήσει τη σύμβαση σε άλλον ταξιδιώτη σύμφωνα με το άρθρο 9.»

Με βάση το άρθρο 7(3) όπου το πακέτο είναι του τύπου που αναφέρεται στο άρθρο 3(2)(β)(v) ο έμπορος οφείλει να ενημερώνει τον διοργανωτή για τη σύναψη της σύμβασης η οποία καταλήγει στη δημιουργία ενός πακέτου. Ο έμπορος παρέχει επίσης στο διοργανωτή τις πληροφορίες που απαιτούνται για τη συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις του ως διοργανωτή. Μόλις ο διοργανωτής πληροφορηθεί ότι έχει δημιουργηθεί ένα πακέτο, ο διοργανωτής διαβιβάζει στον ταξιδιώτη τις πληροφορίες του άρθρου 7(2)(α) μέχρι (η) σε σταθερό μέσο.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ ΠΑΚΕΤΟΥ: Σύμφωνα με το άρθρο 7(5), πριν από την έναρξη του πακέτου, ο διοργανωτής δίνει στον ταξιδιώτη τις απαιτούμενες αποδείξεις, κουπόνια και εισιτήρια, πληροφορίες σχετικά με τις προγραμματισμένες ώρες αναχώρησης και, κατά περίπτωση, σχετικά με το χρονικό όριο για τον έλεγχο εισιτηρίων καθώς και τις προγραμματισμένες ώρες των ενδιάμεσων στάσεων, των ανταποκρίσεων  και της άφιξης.

ΒΑΡΟΣ ΑΠΟΔΕΙΞΗΣ: Το βάρος απόδειξης της συμμόρφωσης με τις πιο πάνω απαιτήσεις το έχει ο έμπορος (άρθρο 8).

2.2.                ΑΛΛΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ

2.2.1.                     ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΝΑΡΞΗ ΤΟΥ ΠΑΚΕΤΟΥ

ΕΚΧΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ ΣΕ ΑΛΛΟ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗ: Με βάση το άρθρο 9 ένας ταξιδιώτης («ο εκχωρητής») ο οποίος προειδοποιεί τον διοργανωτή εντός εύλογου χρόνου πριν από την έναρξη του ταξιδιού (7 ημέρες θεωρούνται πάντοτε εύλογες) σε σταθερό μέσο ότι θα εκχωρήσει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού, μπορεί να το πράξει δεδομένου ότι ο εκδοχέας πληροί όλους τους όρους που εφαρμόζονται στη σύμβαση.

Ο διοργανωτής προσκομίζει στον εκχωρητή αποδεικτικά στοιχεία για τα πρόσθετα τέλη, επιβαρύνσεις ή άλλες δαπάνες που προκύπτουν από την εκχώρηση δεδομένου ότι αυτές είναι εύλογες και δεν υπερβαίνουν το πραγματικό κόστος που βαρύνει τον διοργανωτή λόγω της εκχώρησης της σύμβασης.

Το άρθρο 9(2) δημιουργεί κοινή υποχρέωση για τον εκχωρητή και τον εκδοχέα για το οφειλόμενο υπόλοιπο, πρόσθετες χρεώσεις, επιβαρύνσεις ή άλλες δαπάνες που προκύπτουν από την εκχώρηση.

ΑΛΛΑΓΗ ΤΩΝ ΤΙΜΩΝ: Το άρθρο 10 δημιουργεί δικαίωμα αύξησης της τιμής μόνο όπου έχει αντίστοιχο δικαίωμα μείωσης της τιμής ο ταξιδιώτης. Αύξηση της τιμής επιτρέπεται μόνο όταν αυτή είναι άμεση συνέπεια αλλαγών οι οποίες αφορούν τα εξής:

«α) την τιμή της μεταφοράς επιβατών που προκύπτει από το κόστος των καυσίμων ή άλλων πηγών ενέργειας·

 

β) το επίπεδο των φόρων ή τελών στις περιλαμβανόμενες στη σύμβαση ταξιδιωτικές υπηρεσίες που επιβάλλονται από τρίτους οι οποίοι δεν εμπλέκονται άμεσα στην εκτέλεση του πακέτου, συμπεριλαμβανομένων των τουριστικών φόρων, των φόρων αεροδρομίου, των τελών επιβίβασης ή αποβίβασης σε λιμένες και αερολιμένες· ή

 

γ) τις συναλλαγματικές ισοτιμίες που αφορούν το πακέτο.»

Επίσης, σε περίπτωση που η αύξηση της συνολικής τιμής είναι πέραν του 8% τότε εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 11(2) μέχρι (5) που αφορούν την τροποποίηση άλλων όρων της σύμβασης (βλ. supra επόμενες 2 παραγράφους).

Επίσης η αύξηση θα πρέπει να γίνει το αργότερο 20 ημέρες πριν την έναρξη του πακέτου και θα πρέπει να κοινοποιείται στον ταξιδιώτη επί σταθερού μέσου μαζί με αιτιολόγηση για αυτή καθώς και υπολογισμό της επί σταθερού μέσου.

Συμφώνως  του άρθρου 10(5), σε περίπτωση μείωσης της τιμής, ο διοργανωτής έχει το δικαίωμα να αφαιρεί τις πραγματικές διοικητικές δαπάνες από το ποσό επιστροφής που οφείλει στον ταξιδιώτη. Κατόπιν αιτήματος του ταξιδιώτη, ο διοργανωτής υποχρεούται να προσκομίσει αποδείξεις για αυτές τις διοικητικές δαπάνες.

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΑΛΛΩΝ ΟΡΩΝ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΥ ΤΑΞΙΔΙΟΥ: Το άρθρο 11(1) αναφέρει ότι ο διοργανωτής δεν μπορεί να μεταβάλει μονομερώς συμβατικούς όρους εκτός (α) εάν αυτό αναφέρεται στη σύμβαση, (β) η μεταβολή είναι ασήμαντη και (γ) ενημερώνει τον ταξιδιώτη για τη μεταβολή με σαφή, κατανοητό και ευδιάκριτο τρόπο σε σταθερό μέσο.

Με βάση τα άρθρα 11(2) μέχρι 11(5), όταν ο διοργανωτής πριν από την έναρξη του πακέτου υποχρεωθεί να τροποποιήσει σε σημαντικό βαθμό οποιοδήποτε από τα κύρια χαρακτηριστικά των ταξιδιωτικών υπηρεσιών του άρθρου 5(1) ή αδυνατεί να εκπληρώσει τις απαιτήσεις του άρθρου 7(2)(α) ή προτείνει αύξηση τιμής πέραν του 8% ο ταξιδιώτης δικαιούται να:

α) να αποδεχτεί την προτεινόμενη τροποποίηση· ή

 

β) να καταγγείλει τη σύμβαση χωρίς την καταβολή χρέωσης καταγγελίας και εάν επιθυμεί να δεχθεί άλλο πακέτο εφόσον αυτό προσφέρεται από τον διοργανωτή ισοδύναμης ή ανώτερης ποιότητας.

Σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης οργανωμένου ταξιδιού και αν ο ταξιδιώτης δεν δεχθεί άλλο πακέτο, ο διοργανωτής υποχρεούται να επιστρέψει όλα τα ποσά που έλαβε από ή εκ μέρους του ταξιδιώτη χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και, σε κάθε περίπτωση, το αργότερο εντός 14 ημερών από την καταγγελία της σύμβασης (άρθρο 11(5)).

Ο διοργανωτής σε περίπτωση μεταβολής, ενημερώνει τον ταξιδιώτη χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση με τρόπο σαφή, κατανοητό και ευδιάκριτο σε σταθερό μέσο για τα ακόλουθα:

α) τις προτεινόμενες αλλαγές και τις επιπτώσεις τους στη τιμή του πακέτου·

 

β) μια εύλογη προθεσμία, εντός της οποίας ο ταξιδιώτης οφείλει να ενημερώσει τον διοργανωτή για την απόφασή του να αποδεχθεί την τροποποίηση ή να καταγγείλει τη σύμβαση (και/ή να επιλέξει άλλο πακέτο) ·

 

γ) τις συνέπειες εάν ο ταξιδιώτης δεν απαντήσει εντός της προθεσμίας που αναφέρεται στο στοιχείο β), σύμφωνα με το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο· και

 

δ) κατά περίπτωση, το αντ’ αυτού προσφερόμενο πακέτο και την τιμή του.

Εάν το αποτέλεσμα της τροποποίησης είναι πακέτο χαμηλότερης ποιότητας ή κόστους, ο ταξιδιώτης δικαιούται κατάλληλη μείωση της τιμής.

Τέλος, με βάση το άρθρο 11(5), σε περίπτωση που ο καταναλωτής καταγγείλει τη σύμβαση λόγω τροποποίησης της σύμβασης σε σημαντικό βαθμό από τον καταναλωτή και δεν δεχθεί άλλο πακέτο, τότε, ο διοργανωτής υποχρεούται να επιστρέψει όλα τα ποσά που έλαβε από τον ταξιδιώτη ή εκ μέρους του, χωρίς καθυστέρηση και εντός 14 ημερών από την καταγγελία.

ΤΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ:

  • ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗ: Σύμφωνα με το άρθρο 12, ο ταξιδιώτης πριν από την έναρξη του οργανωμένου ταξιδιού δύναται να την καταγγείλει οποτεδήποτε πριν καταβάλλοντας εύλογη και δικαιολογημένη χρέωση στον διοργανωτή. Όπου υπάρχει τυποποιημένη χρέωση αυτή πρέπει να αναφέρει την αναμενόμενη εξοικονόμηση κόστους και έσοδα από την εναλλακτική αξιοποίηση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών. Εάν δεν υπάρχει τυποποιημένη χρέωση το ποσό της χρέωσης αντιστοιχεί στην τιμή του πακέτου μείον την εξοικονόμηση κόστους και έσοδα από την εναλλακτική αξιοποίηση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών. Κατόπιν αιτήματος του ταξιδιώτη, ο διοργανωτής αιτιολογεί το ποσό που χρεώνει για την καταγγελία της σύμβασης.

Η μοναδική περίπτωση που δεν υποβάλλεται χρέωση σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης είναι στην περίπτωση ύπαρξης αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων στον τόπο προορισμού ή πολύ κοντά σε αυτόν, οι οποίες επηρεάζουν σημαντικά την εκτέλεση του πακέτου ή επηρεάζουν σημαντικά τη μεταφορά των επιβατών στον προορισμό. Μάλιστα σε τέτοια περίπτωση οποιοδήποτε ποσό καταβλήθηκε από τον ταξιδιώτη επιστρέφεται.

  • ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΟΡΓΑΝΩΤΗ: Ο διοργανωτής έχει επίσης δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού όπου δεν πληρείται ο συγκεκριμένος ελάχιστος αριθμός ταξιδιωτών ή όπου ο διοργανωτής δεν είναι σε θέση να εκτελέσει τη σύμβαση λόγω αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων και κοινοποιήσει στον ταξιδιώτη την καταγγελία της σύμβασης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση πριν από την έναρξη του πακέτου. Αναφορικά με συμβάσεις ελάχιστων εγγεγραμμένων προσώπων, θα πρέπει να κοινοποιήσει στον ταξιδιώτη την καταγγελία της σύμβασης, εντός της προθεσμίας που τάσσεται στη σύμβαση, αλλά όχι αργότερα από:
«i) 20 ημέρες πριν από την έναρξη του πακέτου στην περίπτωση ταξιδιών που διαρκούν περισσότερο από έξι ημέρες,

 

ii) επτά ημέρες πριν από την έναρξη του πακέτου στην περίπτωση ταξιδιών που διαρκούν μεταξύ δύο και έξι ημερών,

 

iii) 48 ώρες πριν από την έναρξη του πακέτου στην περίπτωση ταξιδιών που διαρκούν λιγότερο από δύο ημέρες·»

 

Στις πιο πάνω περιπτώσεις ο διοργανωτής υποχρεούται να επιστρέψει οποιοδήποτε ποσό καταβλήθηκε από τον καταναλωτή αλλά όχι οποιεσδήποτε επιπρόσθετε αποζημιώσεις.

Σε οποιαδήποτε περίπτωση ο διοργανωτής επιστρέφει χρήματα στον ταξιδιώτη, τότε (με βάση το άρθρο 12(4)) αυτά θα πρέπει να επιστρέφονται το αργότερο εντός 14 ημερών μετά την καταγγελία της σύμβασης.

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΥΠΑΝΑΧΩΡΗΣΗΣ: Η μοναδική περίπτωση που ισχύει γνήσιο δικαίωμα υπαναχώρησης είναι με βάση το άρθρο 12(5) το οποίο είναι προαιρετικό για τα ΚΜ και αναφέρει τα ακόλουθα:

«Σε ό,τι αφορά τις συμβάσεις εκτός εμπορικού καταστήματος, τα κράτη μέλη δύνανται να προβλέπουν στην εθνική τους νομοθεσία ότι ο ταξιδιώτης έχει το δικαίωμα να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού εντός προθεσμίας 14 ημερών χωρίς να αναφέρει τους λόγους.»

 

2.2.2.                     ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΠΑΚΕΤΟΥ

ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΠΑΚΕΤΟΥ: Σύμφωνα με το άρθρο 13, τα ΚΜ διασφαλίζουν ότι ο διοργανωτής είναι υπεύθυνος για την εκτέλεση των ταξιδιωτικών υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού, ανεξάρτητα από το εάν οι υπηρεσίες αυτές πρόκειται να εκτελεστούν από τον διοργανωτή ή από άλλους παρόχους ταξιδιωτικών υπηρεσιών. Επίσης τα ΚΜ δύνανται να θεσπίζουν διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες υπεύθυνος για την εκτέλεση του πακέτου είναι και ο πωλητής. Σε τέτοια περίπτωση τα άρθρα 7 και 9-12 ισχύουν και για τον πωλητή.

ΕΥΘΥΝΗ ΤΑΞΙΔΙΩΤΗ: Με βάση το άρθρο 13(2) ο ταξιδιώτης οφείλει να ενημερώσει άμεσα τον διοργανωτή (και χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση) σχετικά με οποιαδήποτε έλλειψη συμμόρφωσης διαπιστώνει κατά την εκτέλεση της ταξιδιωτικής υπηρεσίας.

ΕΥΘΥΝΗ ΔΙΟΡΓΑΝΩΤΗ: Σε τέτοια περίπτωση, ο διοργανωτής υποχρεούται να αποκαταστήσει την έλλειψη συμμόρφωσης, εκτός εάν αυτό είναι αδύνατο ή συνεπάγεται δυσανάλογες δαπάνες, λαμβανομένης υπόψη της έκτασης της μη συμμόρφωσης και της αξίας των ταξιδιωτικών υπηρεσιών που θίγονται. Στις τελευταίες δύο περιπτώσεις εφαρμόζεται το άρθρο 14. Διαφορετικά εφαρμόζεται το άρθρο 13(4) το οποίο αναφέρει ότι:

«αν ο διοργανωτής δεν αποκαταστήσει την έλλειψη συμμόρφωσης εντός εύλογης προθεσμίας που τάσσει ο ταξιδιώτης, ο ταξιδιώτης δύναται να το πράξει ο ίδιος και να απαιτήσει αποζημίωση για τις αναγκαίες δαπάνες. Δεν είναι αναγκαίο να ορίσει ο ταξιδιώτης προθεσμία εάν ο διοργανωτής αρνηθεί να αποκαταστήσει την έλλειψη συμμόρφωσης ή εάν απαιτείται άμεση αποκατάσταση.»

ΑΛΛΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ: Σύμφωνα με το άρθρο 13(5) όταν ένα μεγάλο ποσοστό των ταξιδιωτικών υπηρεσιών δεν μπορεί να παρασχεθεί ως συμφωνήθηκε, ο διοργανωτής προσφέρει χωρίς πρόσθετη επιβάρυνση κατάλληλους εναλλακτικούς διακανονισμούς, ει δυνατόν ισοδύναμης ή ανώτερης ποιότητας από τους οριζόμενους στη σύμβαση, για τη συνέχιση του πακέτου, συμπεριλαμβανομένης της περίπτωσης στην οποία η επιστροφή του ταξιδιώτη στον τόπο αναχώρησης δεν πραγματοποιείται όπως έχει συμφωνηθεί. Σε περίπτωση που παρέχει κατώτερης ποιότητας διακανονισμό τότε προσφέρει στον ταξιδιώτη κατάλληλη μείωση της τιμής. Ο ταξιδιώτης διατηρεί το δικαίωμα να απορρίψει τους προτεινόμενους εναλλακτικούς διακανονισμούς μόνο εάν δεν είναι συγκρίσιμοι προς αυτό που συμφωνήθηκε στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού ή εάν η προτεινόμενη μείωση της τιμής είναι ανεπαρκής.

Στις περιπτώσεις που η έλλειψη συμμόρφωσης επηρεάζει ουσιωδώς την εκτέλεση του πακέτου και ο διοργανωτής δεν την αποκαταστήσει εντός εύλογης προθεσμίας που καθορίζει ο ταξιδιώτης, τότε ο ταξιδιώτης μπορεί να τερματίσει τη σύμβαση και να απαιτήσει μείωση της τιμής σύμφωνα με το άρθρο 14 και/ή αποζημιώσεις.

Όπου ο ταξιδιώτης απορρίπτει προτεινόμενο εναλλακτικό διακανονισμό ή όπου υπάρχει αδυναμία εναλλακτικού διακανονισμού, ο ταξιδιώτης δικαιούται είτε μείωση της τιμής και/ή αποζημίωση με βάση το άρθρο 14, χωρίς να χρειάζεται να τερματίσει τη σύμβαση.

Όπου το πακέτο περιλαμβάνει μεταφορά επιβατών, ο διοργανωτής μεριμνά για τον επαναπατρισμό του ταξιδιώτη με ανάλογο μεταφορικό μέσο χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και χωρίς πρόσθετο κόστος.

ΑΔΥΝΑΤΗ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ: Σύμφωνα με το άρθρο 13(7):

«αν είναι αδύνατον να διασφαλιστεί η επιστροφή του ταξιδιώτη όπως συμφωνήθηκε στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού λόγω αναπόφευκτων και έκτακτων περιστάσεων, ο διοργανωτής φέρει το κόστος της αναγκαίας παροχής καταλύματος, ει δυνατόν ισοδύναμης κατηγορίας, για περίοδο όχι πέραν των τριών διανυκτερεύσεων ανά ταξιδιώτη. Εφόσον στη νομοθεσία της Ένωσης περί των δικαιωμάτων των επιβατών η οποία ισχύει για το συγκεκριμένο μέσο μεταφοράς για την επιστροφή του ταξιδιώτη, προβλέπονται μεγαλύτεροι περίοδοι, αυτές και εφαρμόζονται.»

Το άρθρο 13(7) δεν ισχύει για άτομα με μειωμένη κινητικότητα και κάθε πρόσωπο που τα συνοδεύει, τις εγκύους και τους ασυνόδευτους ανήλικους, καθώς και για τα άτομα που έχουν ανάγκη από ειδική ιατρική βοήθεια, εφόσον ο διοργανωτής έχει ειδοποιηθεί σχετικά με τις ιδιαίτερες ανάγκες τους τουλάχιστον 48 ώρες πριν από την έναρξη του πακέτου.

ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΤΙΜΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗ: Το άρθρο 14 περιέχει πρόνοιες αναφορικά με την μείωση της τιμής και την αποζημίωση που δικαιούται ένας καταναλωτής. Η αρχή είναι ότι τα ΚΜ διασφαλίζουν ότι ο ταξιδιώτης δικαιούται κατάλληλη μείωση της τιμής για οποιαδήποτε περίοδο έλλειψης συμμόρφωσης, εκτός εάν ο διοργανωτής αποδείξει ότι η έλλειψη συμμόρφωσης (α) καταλογίζεται στον ταξιδιώτη, ή (β) σε τρίτο πρόσωπο ξένο προς την παροχή των ταξιδιωτικών υπηρεσιών που περιλαμβάνονται στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού και έχει απρόβλεπτο ή αναπότρεπτο χαρακτήρα ή (γ) οφείλεται σε αναπόφευκτες και έκτακτες περιστάσεις.

Όπου η έλλειψη συμμόρφωσης οφείλεται στον διοργανωτή, τότε σύμφωνα με το άρθρο 14(2) ο ταξιδιώτης δικαιούται να λάβει κατάλληλη αποζημίωση από τον διοργανωτή για οποιαδήποτε ζημία υφίσταται λόγω τυχόν έλλειψης συμμόρφωσης. Η αποζημίωση καταβάλλεται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.

Με βάση τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το άρθρο 16 παρέχει στον καταναλωτή δικαίωμα ικαvoπoιήσεως της ηθικής βλάβης η oπoία πρoκύπτει από τη μη εκτέλεση ή τηv πλημμελή εκτέλεση τoυ oργαvωμέvoυ ταξιδίoυ από τον διοργανωτή ή τον πωλητή.[3]

Σύμφωνα με το άρθρο 14(6) η περίοδος παραγραφής για την υποβολή των αξιώσεων δυνάμει του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να είναι συντομότερη από 2 έτη.

ΠΑΡΟΧΗ ΒΟΗΘΕΙΑΣ ΑΠΟ ΔΙΟΡΓΑΝΩΤΗ: Σύμφωνα με το άρθρο 14, τα ΚΜ διασφαλίζουν ότι ο διοργανωτής παρέχει κατάλληλη συνδρομή, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στον ταξιδιώτη που αντιμετωπίζει πρόβλημα ιδίως με τους ακόλουθους τρόπους:

α) με την παροχή κατάλληλων πληροφοριών για τις υγειονομικές υπηρεσίες, τις τοπικές αρχές και την προξενική συνδρομή· και

 

β) με την παροχή συνδρομής στον ταξιδιώτη για εξ αποστάσεως επικοινωνία και εξεύρεση εναλλακτικών ταξιδιωτικών διακανονισμών.

Το ίδιο άρθρο αναφέρει ότι ο διοργανωτής δύναται να επιβάλει εύλογη χρέωση για τέτοιου είδους συνδρομή σε περίπτωση που το πρόβλημα προκλήθηκε από πρόθεση του ταξιδιώτη ή λόγω αμελείας του ταξιδιώτη. Σημειώνεται όμως ότι τέτοια χρέωση δεν δύναται να υπερβαίνει σε καμία περίπτωση το πραγματικό κόστος που επωμίστηκε ο διοργανωτής.

 ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΣΕ ΠΩΛΗΤΗ: Το άρθρο 15 αναφέρει ότι τα ΚΜ διασφαλίζουν ότι ο ταξιδιώτης μπορεί να απευθύνει μηνύματα, αιτήματα ή καταγγελίες σχετικά με την εκτέλεση του πακέτου απευθείας στον πωλητή μέσω του οποίου το αγόρασε. Ο πωλητής διαβιβάζει αυτά τα μηνύματα, αιτήματα ή καταγγελίες στον διοργανωτή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση. Για τη συμμόρφωση με τις προθεσμίες ή τις περιόδους παραγραφής, η παραλαβή των μηνυμάτων, αιτημάτων ή καταγγελιών από τον πωλητή θεωρείται παραλαβή από τον διοργανωτή.

 

2.2.3.                     ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΑΠΟ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑ

ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΑΦΕΡΕΓΓΥΟΤΗΤΑΣ: Τα άρθρα 17 και 18 αναφέρονται στη διαδικασία προστασίας του ταξιδιώτη κατά της αφερεγγυότητας του διοργανωτή.

Το άρθρο 17 αναφέρει ότι τα ΚΜ διασφαλίζουν ότι οι διοργανωτές εγκατεστημένοι στο έδαφος τους οφείλουν να παρέχουν εγγύηση για την επιστροφή του συνόλου των ποσών που έχουν καταβληθεί από ή για λογαριασμό των ταξιδιωτών στο βαθμό που οι σχετικές υπηρεσίες δεν εκτελούνται λόγω αφερεγγυότητας των διοργανωτών.  Εφόσον η μεταφορά επιβατών περιλαμβάνεται στη σύμβαση οργανωμένου ταξιδιού, οι διοργανωτές παρέχουν επίσης εγγύηση για τον επαναπατρισμό των ταξιδιωτών.

Στις περιπτώσεις που διοργανωτές δεν είναι εγκατεστημένοι σε ΚΜ αλλά πωλούν ή προσφέρουν προς πώληση πακέτα σε ΚΜ ή κατευθύνουν τέτοιες δραστηριότητες σε ΚΜ θα πρέπει να παρέχουν την εγγύηση που αναφέρεται στο ΚΜ που πωλούν/προσφέρουν ή κατευθύνουν τις δραστηριότητες τους.

ΦΥΣΗ ΕΓΓΥΗΣΗΣ: Σύμφωνα με την απόφαση  C-134/11 στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 17 εμπίπτει και η περίπτωση κατά την οποία η αφερεγγυότητα του διοργανωτή του ταξιδιού οφείλεται σε δόλια συμπεριφορά του ιδίου.[4]

ΕΜΒΕΛΕΙΑ ΕΓΓΥΗΣΗΣ: H εγγύηση με βάση το άρθρο 17(2) καλύπτει τις οποιεσδήποτε ευλόγως προβλέψιμες δαπάνες καθώς και τα ποσά των πληρωμών που καταβλήθηκαν από/ή για λογαριασμό των ταξιδιωτών αναφορικά με πακέτα, λαμβανομένης υπόψη της διάρκειας της περιόδου μεταξύ της είσπραξης των προκαταβολών και των τελικών πληρωμών και της ολοκλήρωσης των πακέτων καθώς και του εκτιμώμενου κόστους των επαναπατρισμών σε περίπτωση αφερεγγυότητας του διοργανωτή.

Επίσης με βάση το άρθρο 17(3) ασχέτως με την κατοικία του ταξιδιώτη, τον τόπο αναχώρησης του ή τον τόπο πώλησης του πακέτου και ανεξάρτητα από το ΚΜ στο οποίο βρίσκεται η οντότητα η οποία προστατεύει την αφερεγγυότητα, ο ταξιδιώτης ωφελείται από την προστασία κατά της αφερεγγυότητας. Σημειώνεται ότι η εγγύηση θα πρέπει να καλύπτει και τη διαμονή πριν τον επαναπατρισμό χωρίς οποιαδήποτε επιβάρυνση στον ταξιδιώτη. Επίσης, καλύπτει και την επιστροφή χρημάτων για ταξιδιωτικές υπηρεσίες που δεν εκτελέστηκαν.

Ο άρθρο 18(1) αναφέρει ότι: τα ΚΜ αναγνωρίζουν την προστασία κατά της αφερεγγυότητας την οποία παρέχει ένας διοργανωτής.

Σε σχέση με εμπόρους που διευκολύνουν συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς, το άρθρο 19 αναφέρει ότι θα πρέπει να παρέχουν εγγύηση για την επιστροφή όλων των ποσών που λαμβάνουν από τους ταξιδιώτες εφόσον η ταξιδιωτική υπηρεσία που αποτελεί τμήμα συνδεδεμένου ταξιδιωτικού διακανονισμού δεν εκτελείται λόγω αφερεγγυότητας τους. Αν οι εν λόγω έμποροι είναι εκείνοι που ευθύνονται για τη μεταφορά των επιβατών, η εγγύηση θα πρέπει επίσης να καλύπτει τον επαναπατρισμό του ταξιδιώτη. Επίσης είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι ο έμπορος σε περίπτωση που διευκολύνει συνδεδεμένους ταξιδιωτικούς διακανονισμούς είναι πάντοτε υπεύθυνος να ενημερώνει τον ταξιδιώτη ότι

«α) δεν θα απολαύει κανενός από τα δικαιώματα που παρέχονται αποκλειστικά σε πακέτα που η παρούσα οδηγία προβλέπει και ότι κάθε πάροχος υπηρεσιών θα είναι αποκλειστικά υπεύθυνος για τη δέουσα συμβατική εκτέλεση της δικής του υπηρεσίας· και

 

β) θα απολαύει της προστασίας κατά της αφερεγγυότητας.

Σε περίπτωση που ο έμπορος δεν το πράξει τότε ισχύουν τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των άρθρων 9 και 12 καθώς και το τα άρθρα 13 μέχρι 16.

Τέλος, με βάση το άρθρο 19(4) εάν ένας συνδεδεμένος ταξιδιωτικός διακανονισμός είναι αποτέλεσμα της σύναψης σύμβασης μεταξύ ταξιδιώτη και εμπόρου που δεν διευκολύνει την παροχή του συνδεδεμένου ταξιδιωτικού διακανονισμού, ο εν λόγω έμπορος ενημερώνει τον έμπορο που διευκολύνει τον συνδεδεμένο ταξιδιωτικό διακανονισμό για τη σύναψη της σχετικής σύμβασης.

 

3. ΆΛΛΕΣ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΟΤΑΝ Ο ΔΙΟΡΓΑΝΩΤΗΣ ΕΙΝΑΙ ΕΚΤΟΣ ΕΟΧ: Σύμφωνα με το άρθρο 20 της Οδηγίας, όπου ο διοργανωτής είναι εγκατεστημένος εκτός του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου («ΕΟΧ»), ο πωλητής που είναι εγκατεστημένος σε ΚΜ υπάγεται στις υποχρεώσεις που προβλέπονται για τους διοργανωτές στα κεφάλαια IV και V (ήτοι τα άρθρα 13 μέχρι 18), εκτός εάν ο πωλητής παράσχει αποδεικτικά στοιχεία ότι ο διοργανωτής συμμορφώνεται με τις διατάξεις των εν λόγω κεφαλαίων.

ΕΥΘΥΝΗ ΣΦΑΛΜΑΤΩΝ ΚΡΑΤΗΣΕΩΝ: Με βάση το άρθρο 21 ο έμπορος ο οποίος έχει συμφωνήσει να μεριμνήσει για την κράτηση πακέτου ή ταξιδιωτικών υπηρεσιών που αποτελούν μέρος συνδεδεμένων ταξιδιωτικών διακανονισμών ευθύνεται για οποιαδήποτε σφάλματα κατά τη διαδικασία κράτησης.

ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΗΣ: Το άρθρο 22 αναφέρει ότι όπου ο διοργανωτής ή ο πωλητής καταβάλουν αποζημίωση, μείωση τιμής ή εκπλήρωση των  λοιπόν υποχρεώσεων που επιβάλλονται από την Οδηγία, έχουν δικαίωμα αποζημίωσης από τρίτους που συνέβαλαν στο συμβάν από το οποίο προέκυψε η ανάγκη αποζημίωσης, μείωσης των τιμών ή άλλες υποχρεώσεις.

4. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ/ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ

Σύμφωνα με το άρθρο 25 τα ΚΜ λαμβάνουν κάθε αναγκαίο μέτρο για να εξασφαλιστεί η εφαρμογή εθνικών διατάξεων για επιβολή κυρώσεων. Οι κυρώσεις που προβλέπονται πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

5. ΆΛΛΕΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Σύμφωνα με το άρθρο 27 τροποποιείται ο Κανονισμός(ΕΚ) 2006/2004 και Οδηγίας 2011/83/ΕΕ ενώ σύμφωνα με το άρθρο 29 η Οδηγία 90/314/ΕΟΚ καταργείται  από την 1η Ιουλίου 2018.

[1] Το εν λόγω άρθρο αφορά την ερμηνεία υπηρεσίας ως πακέτου η οποία αγοράζεται από χωριστούς εμπόρους μέσω συνδεδεμένων διαδικασιών κράτησης στο διαδίκτυο όπου το όνομα, τα στοιχεία πληρωμών και η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου διαβιβάζονται από τον έμπορο με τον οποίο συνάπτεται η πρώτη σύμβαση σε άλλον έμπορο ή εμπόρους και μια σύμβαση με τον τελευταίο έμπορο ή εμπόρους συνάπτεται το αργότερο 24 ώρες μετά την επιβεβαίωση κράτησης της πρώτης ταξιδιωτικής υπηρεσίας.

[2] C-400/00, Club-Tour, Viagens e Turismo v Alberto Carlos Lobo Gancalves Garrido.

[3] C-168/00 – Simone Leitner v. TUI Deutschland GmbH & Co. KG

[4]  C-134/11 Jürgen Blödel-Pawlik v. HanseMerkur Reiseversicherung AG

Σχετικά Άρθρα

Δυνατότητα του Δικαστηρίου επέκτασης του χρόνου παραπομπής ενός ζητήματος σε διαιτησία
Οι Κανόνες Συμφιλίωσης του Κυπριακού Κέντρου Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών
Οι Κανόνες Διαμεσολάβησης του Κυπριακού Κέντρου Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών
0

ΑΝΑΛΥΣΗ ΟΔΗΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΕ – ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ  – EU FUNDED

Κανονισμός 524/2013 για ηλεκτρονική επίλυση καταναλωτικών διαφορών. 

Του Ευριπίδη Χατζηνέστορος

1. Εισαγωγή

Ο Κανονισμός 524/2013 του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου και του συμβουλίου της 21ης Μάϊου 2013 για την ηλεκτρονική επίλυση καταναλωτικών διαφορών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ («Κανονισμός») σκοπό έχει την προώθηση της Ηλεκτρονικής Επίλυσης Διαφορών («ΗΕΔ») μέσω της δημιουργίας μιας ευρωπαϊκής πλατφόρμας ηλεκτρονικής επίλυσης διαφορών («πλατφόρμα ΗΕΔ»). Ο Κανονισμός τέθηκε σε εφαρμογή στις 9 Ιανουαρίου του 2016.

Η εν λόγω πλατφόρμα, την οποία ο Κανονισμός δημιουργεί, σκοπεύει στη διευκόλυνση της ανεξάρτητης, αμερόληπτης, διαφανούς, αποτελεσματικής, γρήγορης, χαμηλού κόστους και δίκαιης εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών μεταξύ καταναλωτών και εμπόρων ηλεκτρονικά, ιδιαίτερα όσο αφορά τις διασυνοριακές αγορές.  Η πλατφόρμα άρχισε τη λειτουργία της στις 16 Φεβρουαρίου 2016.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΕΠΙΛΥΣΗ ΔΙΑΦΟΡΩΝ; Σε γενικές γραμμές, η Ηλεκτρονική Επίλυση Διαφορών («ΗΕΔ»), είναι η επίλυση διαφορών με τη χρήση της τεχνολογίας. Η χρήση αυτής, προκύπτει από την ταχεία ανάπτυξη τόσο της τεχνολογίας όσο και της Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών («ΕΕΔ»). Μάλιστα, έχει λεχθεί ότι η ΗΕΔ, είναι το μέλλον της επίλυσης διαφορών.

ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ: Τα πλεονεκτήματα επίλυσης διαφορών ηλεκτρονικά είναι αρκετά. Μεταξύ αυτών, συγκαταλέγεται το χαμηλό κόστος, η προσβασιμότητα αλλά και η αποτελεσματικότητα αυτής, σε σύγκριση με τους δια ζώσης τρόπους ΕΕΔ.  Δεδομένου ότι οι καταναλωτές που χρησιμοποιούν την ηλεκτρονική επίλυση διαφορών, συναλλάσσονται ηλεκτρονικά, αυτό ωθεί τους εμπορευόμενους να επιλύουν τις διαφορές τους με αυτούς – αφού έτσι αποφεύγονται κακές κριτικές μέσω του διαδικτύου. Ακριβώς επειδή οι καταναλωτές πραγματοποιούν όλο και περισσότερες αγορές μέσω του διαδικτύου, ενώ παράλληλα όλο και περισσότεροι έμποροι πωλούν τα προϊόντα τους ηλεκτρονικά, η χρήση της ΗΕΔ ενισχύει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών στις ηλεκτρονικές συναλλαγές. Η εμπιστοσύνη επιτυγχάνεται περαιτέρω, με την εύκολη και με χαμηλό κόστος πρόσβαση σε συστήματα επίλυσης διαφορών. Ως έχει αναφερθεί από τους Donnelly και White:

«Η απλή παροχή μιας αλγοριθμικά προερχόμενης τυπικής μορφής καταγγελίας μπορεί να διευκολύνει την διαδικασία διαπραγμάτευσης αφαιρώντας αχρείαστες και περιττές πληροφορίες, επιτρέποντας έτσι την εστίαση πιο εστιασμένη συμμετοχή [στη διαδικασία].»

2. Πεδίο Εφαρμογής

Με βάση το άρθρο 2, ο Κανονισμός εφαρμόζεται στην εξωδικαστική επίλυση διαφορών που προκύπτει από διαφορές σχετιζόμενες με ηλεκτρονικές συμβάσεις πώλησης ή παροχής υπηρεσιών μεταξύ καταναλωτή κατοίκου της ΕΕ και εμπόρου εγκατεστημένου στην ΕΕ όπου της διαφοράς επιλαμβάνεται Φορέας ΕΕΔ. Ο Κανονισμός εφαρμόζεται και στις εγχώριες ηλεκτρονικές συναλλαγές αλλά και στις διασυνοριακές αφού έτσι εξασφαλίζεται ισότητα στους όρους ανταγωνισμού στο ηλεκτρονικό εμπόριο στην ενιαία αγορά.

Ο Κανονισμός και η Οδηγία 2013/11/ΕΕ θα πρέπει να διαβάζονται μαζί αφού ο Κανονισμός συμπληρώνει την Οδηγία στο βαθμό που οι διαφορές πηγάζουν από ηλεκτρονικές συμβάσεις. Δεν αποκλείει όμως τη χρήση της πλατφόρμας ΗΕΔ σε παράπονα που προέρχονται από έμπορο εναντίον καταναλωτή στο βαθμό που νομοθεσία Κράτους Μέλους («ΚΜ») το επιτρέπει. Σε τέτοια περίπτωση, τα ΚΜ ενημερώνουν την Επιτροπή σχετικά με τους Φορείς ΕΕΔ που επιλαμβάνονται διαφορών εμπόρου εναντίον καταναλωτή. Αν και η εν λόγω διάταξη είναι περιορισμένης χρήσης, περιπτώσεις που μπορεί ένας έμπορος να έχει αξίωση από καταναλωτή, περιλαμβάνουν απαιτήσεις για πληρωμή οφειλόμενου τιμήματος για προϊόντα που ο τελευταίος αγόρασε ή ακόμη και περιπτώσεις που αφορούν δυσφήμιση για ψευδή αρνητική κριτική καταναλωτή κατά εμπόρου.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΥΜΒΑΣΗ: Με βάση τον Κανονισμό, η ηλεκτρονική σύμβαση είναι σύμβαση πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών κατά την οποία ο έμπορος ή ο μεσάζων προσφέρει αγαθά ή υπηρεσίες μέσω ιστότοπού ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου και ο καταναλωτής παραγγέλλει τα εν λόγω αγαθά ή υπηρεσίες μέσω αυτού του ιστότοπού ή άλλου ηλεκτρονικού μέσου. Για παράδειγμα, συμβάσεις που συνάπτονται μέσω ηλεκτρονικής συσκευής (π.χ. κινητού τηλεφώνου) θεωρούνται ηλεκτρονικές συμβάσεις.

Όπως και με την Οδηγία 2013/11/ΕΕ, ο Κανονισμός δεν επηρεάζει την εφαρμογή της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2008, για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις.

Ούτε και εμποδίζεται με βάση τον Κανονισμό, η λειτουργία υπάρχοντών Φορέων ΕΕΔ εντός της Ένωσης ή η δυνατότητα τους να επιλαμβάνονται ηλεκτρονικών διαφορών οι οποίες τους έχουν υποβληθεί απευθείας.

3. Η Πλατφόρμα ΕΕΔ

Η χρήση των λέξεων πλατφόρμα ΗΕΔ, είναι κάπως παραπλανητική αφού η πλατφόρμα αποτελεί ουσιαστικά ένα εργαλείο διαχείρισης υποθέσεων παρά μια ολοκληρωμένη διαδικασία επίλυσης διαφορών. Η διαδικασία αφήνεται στους Φορείς ΕΕΔ οι οποίοι χρησιμοποιούν οικειοθελώς την πλατφόρμα σύμφωνα με τους υφιστάμενους διαδικαστικούς κανονισμούς τους. Λόγω ακριβώς της λειτουργίας της πλατφόρμας ως εργαλείο διαχείρισης υποθέσεων, καθώς και της ελευθερίας επιλογής της χρήσης της πλατφόρμας από τους Φορείς ΕΕΔ, οι τελευταίοι, δύνανται να χρησιμοποιήσουν την πλατφόρμα για να διαχειρίζονται όλες τις υποθέσεις τους – είτε αυτές αφορούν ηλεκτρονικές αγορές είτε όχι.

ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΠΛΑΤΦΟΡΜΑΣ ΗΕΔ: Το άρθρο 5 του Κανονισμού προβλέπει για τη δημιουργία και την ανάπτυξη της πλατφόρμας ΗΕΔ σε ενωσιακό επίπεδο στην οποία επιλύουν τις διαφορές τους καταναλωτές με εμπόρους μέσω Φορέα ΕΕΔ, και στην οποία παρέχονται πληροφορίες σχετικά με τους Φορείς ΕΕΔ.

Η εν λόγω πλατφόρμα παρέχεται μέσω της πύλης «Η Ευρώπη σας» και έχει ήδη αναπτυχθεί από την Επιτροπή η οποία είναι υπεύθυνη για τη λειτουργία, τη συντήρηση και τη χρηματοδότηση της, καθώς και για την ασφάλεια των δεδομένων που καταλήγουν σε αυτήν. Σύμφωνα με τον Κανονισμό, η πλατφόρμα πρέπει να είναι εύχρηστη, ευπρόσιτη και χρηστική για όλους, συμπεριλαμβανομένων των ευπαθών χρηστών. Επίσης, εξασφαλίζει το σεβασμό της ιδιωτικής ζωής.

ΤΙ ΕΙΝΑΙ; Η πλατφόρμα είναι διαδραστικός ιστότοπος στον οποίο απαριθμούνται οι Φορείς ΕΕΔ και προσφέρεται δωρεάν πρόσβαση σε καταναλωτές και εμπόρους για επίλυση των διαφορών τους παρέχοντας τις ακόλουθες λειτουργίες:

α) παρέχει ηλεκτρονικό έντυπο υποβολής καταγγελιών, το οποίο συμπληρώνεται από τον καταγγέλλοντα σύμφωνα με το άρθρο 8 (Υποβολή Καταγγελίας)·

 

β) ενημερώνει τον καταγγελλόμενο σχετικά με την καταγγελία·

 

γ) προσδιορίζει τον αρμόδιο φορέα ή Φορείς ΕΕΔ και διαβιβάζει την καταγγελία στον Φορέα ΕΕΔ, τον οποίο τα μέρη συμφώνησαν να χρησιμοποιήσουν, σύμφωνα με το άρθρο 9·

 

δ) προσφέρει, δωρεάν, ηλεκτρονικό εργαλείο διαχείρισης υποθέσεων, το οποίο επιτρέπει στα μέρη και στον Φορέα ΕΕΔ να διεκπεραιώσουν τη διαδικασία επίλυσης της διαφοράς ηλεκτρονικά, μέσω της πλατφόρμας ΗΕΔ·

 

ε) παρέχει στα μέρη και στον Φορέα ΕΕΔ τη μετάφραση των αναγκαίων πληροφοριών για την επίλυση της διαφοράς οι οποίες ανταλλάσσονται μέσω της πλατφόρμας ΗΕΔ·

 

στ) παρέχει ηλεκτρονικό έντυπο μέσω του οποίου οι Φορείς ΕΕΔ διαβιβάζουν τις πληροφορίες του άρθρου 10 στοιχείο γ)·

 

ζ) παρέχει σύστημα ανατροφοδότησης το οποίο επιτρέπει στα μέρη να διατυπώσουν τις απόψεις τους για τη λειτουργία της πλατφόρμας ΗΕΔ και για τον Φορέα ΕΕΔ που χειρίστηκε τη διαφορά τους·

 

η) δημοσιοποιεί τα ακόλουθα:

i) γενικές πληροφορίες για την ΕΕΔ ως μέσο εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών,

 

ii) πληροφορίες για τους Φορείς ΕΕΔ που έχουν περιληφθεί στον κατάλογο σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 2 της οδηγίας 2013/11/ΕΕ και είναι αρμόδιοι για τη διεκπεραίωση των διαφορών που καλύπτονται από τον παρόντα κανονισμό,

 

iii) ηλεκτρονικό οδηγό για την υποβολή καταγγελιών μέσω της πλατφόρμας ΗΕΔ,

 

iv) πληροφορίες, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων επικοινωνίας, των σημείων επαφής ΗΕΔ που ορίζουν τα κράτη μέλη σύμφωνα με το άρθρο 7 παράγραφος 1 του παρόντος κανονισμού,

 

v) στατιστικά δεδομένα σχετικά με την έκβαση των διαφορών που διαβιβάστηκαν σε Φορείς ΕΕΔ μέσω της πλατφόρμας ΗΕΔ.

 ΣΗΜΕΙΑ ΕΠΑΦΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΗΕΔ: Κάθε ΚΜ, ορίζει σημείο επαφής ΗΕΔ το οποίο μπορεί να είναι το Ευρωπαϊκό Κέντρο Καταναλωτή του ΚΜ ή άλλη ένωση καταναλωτών ή άλλος φορέας. Τα σημεία επαφής φιλοξενούν δύο συμβούλους ΗΕΔ.

Τα εν λόγω σημεία επαφής επιφορτίζονται με διάφορα καθήκοντα τα οποία απαρτίζονται από διευκόλυνση επικοινωνίας μεταξύ των μερών και του Φορέα ΕΕΔ καθώς και η υποβολή στην Επιτροπή έκθεσης δραστηριότητας ανά διετία. Σημειώνεται ότι τα εν λόγω καθήκοντα δεν είναι αναγκαίο να εκτελούνται όταν τα μέρη έχουν τη συνήθη διαμονή τους στο ίδιο ΚΜ εκτός εάν ΚΜ αποφασίσει διαφορετικά. Τα σημεία επαφής συνεργάζονται για την συντέλεση των καθηκόντων τους μέσω δικτύου σημείων επαφής ΕΕΔ το οποίο καταρτίστηκε από την Επιτροπή.

3.1.              Καταγγελία

Η υποβολή της καταγγελίας διέπετέ από το άρθρο 8 του Κανονισμού ενώ η επεξεργασία και διαβίβαση της καταγγελίας από το άρθρο 9.

Το άρθρο 8 αναφέρει ότι, για να υποβάλει καταγγελία στην πλατφόρμα ΗΕΔ, ο καταγγέλλων (δηλαδή είτε ο καταναλωτής, είτε – σε περίπτωση που το ΚΜ επιλέξει – ο έμπορος)  συμπληρώνει το ηλεκτρονικό έντυπο καταγγελίας το οποίο περιέχει πληροφορίες για προσδιορισμό του αρμόδιου Φορέα ΕΕΔ. Οι πληροφορίες περιέχονται στο Παράρτημα του Κανονισμού και περιλαμβάνουν ονόματα και στοιχεία διεύθυνσης του καταναλωτή και του εμπόρου, τη γλώσσα, την τιμή των προϊόντων που αγοράστηκαν, το είδος και την περιγραφή παραγγελίας καθώς και κάποιες άλλες πληροφορίες. Η καταγγελία μπορεί να περιέχει και έγγραφα προς υποστήριξη της όπως τιμολόγια, αποδείξεις, φωτογραφίες κτλ.

Με τη συμπλήρωση του εντύπου καταγγελίας, ο καταναλωτής έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει σε απευθείας διαπραγμάτευσης με τον έμπορο πριν να ενημερωθεί για την καταγγελία Φορέας ΕΕΔ.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΣΤΟΝ ΕΜΠΟΡΟ: Όπου δεν γίνει η πιο πάνω επιλογή, μόλις ληφθεί συμπληρωμένο το έντυπο καταγγελίας, η πλατφόρμα ΗΕΔ, διαβιβάζει στον καταγγελλόμενο την καταγγελία σε μορφή εύληπτη μαζί με συγκεκριμένες πληροφορίες αναφορικά με το δικαίωμα επιλογής/χρήσης Φορέα ΕΕΔ, τους Φορείς ΕΕΔ που δυνατόν να επιληφθούν της διαφοράς, πρόσκληση στον έμπορο να δηλώσει εντός 10 ημερών αν δεσμεύεται ή υποχρεούται να χρησιμοποιήσει συγκεκριμένο Φορέα ΕΕΔ για την επίλυση διαφορών με τους καταναλωτές ή, όπου δεν δεσμεύεται, εάν είναι πρόθυμος  να χρησιμοποιήσει τέτοιο φορέα. Στις πληροφορίες περιέχονται και τα σημεία επαφής του ΚΜ.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗ: Με τη λήψη των πιο πάνω πληροφοριών και της απάντησης του εμπόρου, η πλατφόρμα ΗΕΔ κοινοποιεί στον καταγγέλλοντα πληροφορίες αναφορικά με το δικαίωμα επιλογής/χρήσης Φορέα ΕΕΔ καθώς και τους φορείς που δηλώθηκαν από τον έμπορο ότι είναι πρόθυμος να χρησιμοποιήσει (εάν ο καταγγέλλων είναι καταναλωτής) και πρόσκληση να συμφωνήσει σχετικά με Φορέα ΕΕΔ εντός 10 ημερολογιακών ημερών. Στις πληροφορίες περιέχονται και τα σημεία επαφής του ΚΜ.

Σε όλες τις κοινοποιήσεις, περιέχονται τα ακόλουθα στοιχεία τα οποία αφορούν τα χαρακτηριστικά του Φορέα ΕΕΔ:

α) η ονομασία, τα στοιχεία επαφής και η διαδικτυακή διεύθυνση του Φορέα ΕΕΔ·

 

β) τα καταβαλλόμενα τέλη για τη διαδικασία ΕΕΔ, κατά περίπτωση·

 

γ) τη γλώσσα ή τις γλώσσες διεξαγωγής της διαδικασίας ΕΕΔ·

 

δ) τη μέση διάρκεια της διαδικασίας ΕΕΔ·

 

ε) τον δεσμευτικό ή μη δεσμευτικό χαρακτήρα του αποτελέσματος της διαδικασίας ΕΕΔ·

 

στ) τους λόγους για τους οποίους ο Φορέας ΕΕΔ μπορεί να αρνηθεί να ασχοληθεί με μια συγκεκριμένη διαφορά σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 4 της οδηγίας 2013/11/ΕΕ.

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΟ ΦΟΡΕΑ ΕΕΔ: Η πλατφόρμα ΗΕΔ, διαβιβάζει αυτόματα την καταγγελία στον Φορέα ΕΕΔ τον οποίο έχουν συμφωνήσει τα μέρη να χρησιμοποιήσουν σύμφωνα με την πιο πάνω διαδικασία.

3.2.              Επίλυση της Διαφοράς

ΜΗ ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ: Εάν τα μέρη αδυνατούν αν συμφωνήσουν εντός 30 ημερολογιακών ημερών μετά την υποβολή του εντύπου καταγγελίας σχετικά με το Φορέα ΕΕΔ που θα επιλέξουν, τότε η καταγγελία δεν υποβάλλεται σε περαιτέρω επεξεργασία και ο καταγγέλλων ενημερώνεται για τη δυνατότητα να επικοινωνήσει με σύμβουλο ΗΕΔ. Το ίδιο συμβαίνει και εάν ο Φορέας ΕΕΔ αρνηθεί να ασχοληθεί με τη διαφορά. Ως θα δούμε πιο κάτω, κατά το έτος 2020, 89% των περιπτώσεων ο έμπορος δεν απάντησε εντός της περιόδου των 30 ημερολογιακών ημερών ενώ στο 6% των περιπτώσεων, αρνήθηκε εντός του πιο πάνω χρονοδιαγράμματος.

ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ: Μόλις ο Φορέας ΕΕΔ λάβει το παράπονο, ενημερώνει τα μέρη σχετικά με το αν συμφωνεί ή αρνείται να ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη διαφορά (σύμφωνα πάντα με την Οδηγία 2013/11/ΕΕ) και ενημερώνει τα μέρη για τους διαδικαστικούς του κανονισμούς και τα έξοδα της επιλεγόμενης διαδικασίας επίλυσης διαφορών.

ΕΠΙΛΥΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ: Σύμφωνα με το άρθρο 10 του Κανονισμού, ο Φορέας ΕΕΔ που συμφώνησε να επιληφθεί της διαφοράς θα πρέπει να:

α) ολοκληρώνει τη διαδικασία επίλυσης της διαφοράς εντός της προθεσμίας του άρθρου 8 στοιχείο ε) της οδηγίας 2013/11/ΕΕ·

 

β) δεν απαιτεί τη φυσική παρουσία των μερών ή των εκπροσώπων τους, εκτός εάν οι διαδικαστικοί του κανόνες το προβλέπουν και τα μέρη συμφωνούν·

 

γ) διαβιβάζει αμελλητί στην πλατφόρμα ΗΕΔ τα ακόλουθα στοιχεία:

i) την ημερομηνία παραλαβής του φακέλου της καταγγελίας,

 

ii) το αντικείμενο της διαφοράς,

 

iii) την ημερομηνία ολοκλήρωσης της διαδικασίας ΕΕΔ,

 

iv) το αποτέλεσμα της διαδικασίας ΕΕΔ·

 

δ) δεν απαιτείται να διεξαγάγει τη διαδικασία ΕΕΔ μέσω της πλατφόρμας ΗΕΔ.

ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΜΕΡΩΝ: Ως αναφέρεται στο πιο πάνω άρθρο, η διαδικασία λαμβάνει χώρο διαδικτυακά μέσω της πλατφόρμας και ακολουθούνται οι διαδικαστικοί κανόνες επίλυσης της διαφοράς που έχει ο επιλεγμένος Φορέας ΕΕΔ. Η μόνη περίπτωση που η διαδικασία μπορεί να λάβει χώρα με φυσική παρουσία των μερών είναι (α) να το επιτρέπουν οι διαδικαστικοί κανόνες του Φορέα ΕΕΔ και (β) τα μέρη να συμφωνούν σε αυτό.

3.3.              Δεδομένα Προσωπικού Χαρακτήρα

Ο Κανονισμός δίδει ιδιαίτερη έμφαση στην προστασία προσωπικών δεδομένων. Κατ’ αρχήν να σημειωθεί ότι, αναφορικά με το ηλεκτρονικό έντυπο καταγγελίας, υποβάλλονται σε επεξεργασία μόνο στοιχεία που είναι ακριβή, σχετικά και μη υπερβολικά σε σχέση με τους σκοπούς για τους οποίους συλλέγονται. Δεν υποβάλλεται σε επεξεργασία καταγγελία η οποία δεν έχει συμπληρωθεί πλήρως, και σε τέτοια περίπτωση ο καταγγέλλων ενημερώνεται ότι η καταγγελία του δεν μπορεί να γίνει αντικείμενο περαιτέρω επεξεργασίας, παρά μόνο αν παρασχεθούν οι πληροφορίες που υπολείπονται.

Σύμφωνα με το άρθρο 11 του Κανονισμού, η Επιτροπή λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα για τη δημιουργία και την τήρηση ηλεκτρονικής βάσης δεδομένων στην οποία αποθηκεύει τις πληροφορίες που υποβάλλονται σε επεξεργασία.

Η πρόσβαση στις αναγκαίες πληροφορίες που απαρτίζουν τη διαφορά περιορίζεται στον Φορέα ΕΕΔ και –στο μέτρο του αναγκαίου για εκπλήρωση των καθηκόντων τους καθώς και για σκοπούς συντήρησης της πλατφόρμας– στα σημεία επαφής ΗΕΔ και την Επιτροπή.

Η περίοδος διατήρησης των δεδομένων στην πλατφόρμα ΗΕΔ, είναι 6 μήνες από την ημερομηνία ολοκλήρωσης της διαδικασίας διερεύνησης της διαφοράς.

ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ: Οι σύμβουλοι ΗΕΔ και οι Φορείς ΕΕΔ θεωρούνται υπεύθυνοι επεξεργασίας όσο αφορά τις δικές τους δραστηριότητες.

ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ: Τα σημεία επαφής ΗΕΔ υπόκεινται στους κανόνες επαγγελματικού απορρήτου ή σε άλλες ισοδύναμες υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας που καθορίζονται στη νομοθεσία του σχετικού ΚΜ. Η Επιτροπή από την πλευρά της, οφείλει να λάβει κατάλληλα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα ασφαλείας.

3.4.              Στατιστικά Στοιχεία

Σύμφωνα με την έκθεση της Επιτροπής αναφορικά με τη λειτουργία της πλατφόρμας ΗΕΔ το έτος 2020, είναι σημαντικό να αναφερθούν τα ακόλουθα σε σχέση με τη χρήση της πλατφόρμας ΗΕΔ:

  • Καταχωρήθηκαν συνολικά 17,641 πλήρως συμπληρωμένα παράπονα.
  • 50% των παραπόνων που καταχωρήθηκαν είναι διασυνοριακά.
  • Στο 95% των παραπόνων, ο έμπορος αγνόησε το παράπονο ή αρνήθηκε να το επιλύσει (89% των παραπόνων αγνοήθηκε) ενώ 4% των παραπόνων αποσύρθηκε από τους καταναλωτές.
  • Ουσιαστικά, 1% των παραπόνων κατέληξαν σε Φορέα ΕΕΔ.
  • Τα περισσότερα παράπονα αφορούσαν αεροπορικές εταιρείες – πιθανότερα λόγω των συνεπειών του Covid-19 στις προγραμματίσεις πτήσεων (το ένα τέταρτο περίπου του συνολικού αριθμού των παραπόνων) ενώ ο δεύτερος σε μέγεθος τομέας παραπόνων αφορούσε τα ανταλλακτικά μηχανοκινήτων οχημάτων (6.38% των παραπόνων).

Αν και διαχρονικά υπάρχει αύξηση στα παράπονα τα οποία καταχωρούνται και επιλύονται στην πλατφόρμα ΗΕΔ, από τα πιο πάνω στοιχεία φαίνεται ότι η Εναλλακτική Επίλυση Διαφορών δεν καταλήγει στους Φορείς ΕΕΔ. Αυτό δεν είναι απαραιτήτως αρνητικό, δεδομένου όμως ότι παράπονα, επιλύονται πριν καταλήξουν στους Φορείς ΕΕΔ. Δυστυχώς, η πιο πάνω έκθεση, δεν περιλαμβάνει περιπτώσεις που ο έμπορος και ο καταναλωτής έχουν καταλήξει σε συμβιβασμό π.χ. εκτός της πλατφόρμας ΕΕΔ.

Δεδομένης της εκούσιας χρήσης της πλατφόρμας ΗΕΔ από τους εμπόρους αλλά και τους καταναλωτές, φαίνεται ότι η υποχρέωση πληροφόρησης που παρέχεται από τον Κανονισμό (αλλά και από την Οδηγία 2013/11/ΕΕ) ενεργούν ως μηχανισμοί ώθησης προς τους εμπόρους (άμεσα μέσω της ενημέρωσης προς αυτούς και έμμεσα μέσω της ενημέρωσης που λαμβάνουν οι καταναλωτές) να χρησιμοποιούν την ΗΕΔ.

4. Υποχρεώσεις Εμπόρων

Το άρθρο 14 προβλέπει για την υποχρέωση των εμπόρων που είναι εγκατεστημένοι στην ΕΕ και συνάπτουν συμβάσεις ηλεκτρονικής πώλησης ή παροχής υπηρεσιών καθώς και σε ηλεκτρονικές αγορές που είναι εγκατεστημένες στην ένωση, να παρέχουν στους διαδικτυακούς τόπους τους τον ηλεκτρονικό σύνδεσμο προς την πλατφόρμα ΗΕΔ καθώς και το ηλεκτρονικό τους ταχυδρομείο. Σκοπός της εν λόγω διάταξης είναι να καταστεί ευρέως γνωστή στους καταναλωτές η πλατφόρμα ΗΕΔ.

«Ηλεκτρονική αγορά» ορίζεται ως ο πάροχος υπηρεσίας που παρέχει υπηρεσίες της κοινωνίας της πληροφορίας ο οποίος επιτρέπει στους εμπόρους να διαθέτουν τα προϊόντα και τις υπηρεσίες τους στους καταναλωτές και επομένως να συνάπτουν ηλεκτρονικώς συμβάσεις πώλησης και παροχής υπηρεσιών μεταξύ τους μέσα από την ιστοσελίδα της ηλεκτρονικής αγοράς.

ΟΠΟΥ ΟΙ ΕΜΠΟΡΟΙ ΕΙΝΑΙ ΔΕΣΜΕΥΜΕΝΟΙ ΝΑ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΟΥΝ ΦΟΡΕΙΣ ΕΕΔ: Σε περίπτωση που οι έμποροι είναι δεσμευμένοι ή υποχρεωμένοι να χρησιμοποιούν Φορείς ΕΕΔ, στις πληροφορίες αυτές περιλαμβάνεται και η δυνατότητα χρήσης της πλατφόρμας ΗΕΔ. Όπου πριν από την αγορά υπήρξε προσφορά από τον έμπορο μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, θα πρέπει όλες αυτές οι πληροφορίες να περιλαμβάνονται στο ηλεκτρονικό μήνυμα. Επίσης, θα πρέπει να περιλαμβάνονται στο πλαίσιο των γενικών όρων και προϋποθέσεων που ισχύουν για τη σύμβαση ηλεκτρονικής πώλησης ή παροχής υπηρεσιών.

Η ενημέρωση στη βάση του άρθρου 14 του Κανονισμού, γίνεται με την επιφύλαξη των καθηκόντων ενημέρωσης του Εμπόρου για τους Φορείς ΕΕΔ από τους οποίους καλύπτονται με βάση την Οδηγία 2013/11/ΕΕ, καθώς επίσης με επιφύλαξη των καθηκόντων ενημέρωσης αναφορικά με τη δυνατότητα προσφυγής του καταναλωτή σε μηχανισμό εξωδικαστικής υποβολής καταγγελιών στους οποίους υπάγεται ο έμπορος, και για τις σχετικές μεθόδους πρόσβασης σε αυτούς που αναφέρονται στην Οδηγία 2011/83/ΕΕ.

5. Ρόλος των Κρατών Μελών

Σύμφωνα με τον Κανονισμό, τα ΚΜ, εξασφαλίζουν ότι οι Φορείς ΕΕΔ, τα κέντρα του Δικτύου Ευρωπαϊκών Κέντρων Καταναλωτών καθώς και οι αρμόδιες αρχές, παρέχουν ηλεκτρονικό σύνδεσμο προς την πλατφόρμα ΗΕΔ. Επίσης, τα ΚΜ παροτρύνουν τις ενώσεις καταναλωτών και τις ενώσεις επιχειρήσεων να παρέχουν ηλεκτρονικό σύνδεσμο προς την πλατφόρμα ΗΕΔ.

Σχετικά Άρθρα

Δυνατότητα του Δικαστηρίου επέκτασης του χρόνου παραπομπής ενός ζητήματος σε διαιτησία
Οι Κανόνες Συμφιλίωσης του Κυπριακού Κέντρου Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών
Οι Κανόνες Διαμεσολάβησης του Κυπριακού Κέντρου Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών
0

ΑΝΑΛΥΣΗ ΟΔΗΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΕ – ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ  – EU FUNDED

Εναλλακτική Επίλυση Καταναλωτικών Διαφορών (Οδηγία 2013/11/ΕΕ)

* του Ευριπίδη Χατζηνέστορος

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η Οδηγία 2013/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2013, για την εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 2006/2004 και της οδηγίας 2009/22/ΕΚ (οδηγία ΕΕΚΔ) («Οδηγία») αποτελεί τη φυσική μετεξέλιξή της 98/257/ΕΚ Σύστασης της Επιτροπής  της 30ής Μαρτίου 1998 σχετικά με τις αρχές που διέπουν τα αρμόδια όργανα για την εξώδικη επίλυση των διαφορών κατανάλωσης (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ) και 2001/310/ΕΚ Σύσταση της Επιτροπής, της 4ης Απριλίου 2001, περί αρχών για τα εξωδικαστικά όργανα συναινετικής επίλυσης καταναλωτικών διαφορών (Κείμενο που παρουσιάζει ενδιαφέρον για τον ΕΟΧ). Αποτελεί την πρώτη νομοθετική ρύθμιση σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΕΕ») για τη θέσπιση κοινού νομικού πλαισίου εναλλακτική επίλυσης καταναλωτικών διαφορών.

Η Οδηγία σκοπεί να συμβάλει στην επίτευξη υψηλού επιπέδου προστασίας των καταναλωτών και στην ορθή λειτουργία της εσωτερικής αγοράς εξασφαλίζοντας ότι οι Καταναλωτές μπορούν να υποβάλλουν προαιρετικά καταγγελίες κατά εμπόρων σε Φορείς ΕΕΔ που παρέχουν ανεξάρτητες, αμερόληπτες, διαφανείς, αποτελεσματικές, ταχείες και δίκαιες διαδικασίες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών. Η έννοια της «προαιρετικής» καταγγελίας εξετάστηκε στην υπόθεση Rampanelly από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης («ΔΕΕ»). Ο προαιρετικός χαρακτήρας ενός συστήματος επίλυσης διαφορών δεν συνίσταται στην ελευθερία των μερών να προσφύγουν στη διαδικασία ΕΕΔ αλλά στο γεγονός ότι «τα μέρη έχουν την ευθύνη της διαδικασίας και μπορούν να την οργανώσουν κατά την επιθυμία τους και να την ολοκληρώσουν οποιαδήποτε στιγμή». Με αυτό το σκεπτικό, εάν ένα ΚΜ καταστήσει ένα σύστημα υποχρεωτικής υποβολής καταγγελίας από Καταναλωτή σε Φορέα Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών («Φορέα ΕΕΔ»), είναι επιτρεπτό, δεδομένου ότι δεν εμποδίζονται τα μέρη να ασκήσουν το δικαίωμα τους για προσφυγή στη Δικαιοσύνη.

Σημειώνεται όμως ότι, αν και τα ΚΜ έχουν ευχέρεια να το πράξουν, δεν αναγκάζονται να υποχρεώνουν είτε τους Καταναλωτές είτε τους Εμπόρους στη χρήση ΕΕΔ. Η Οδηγία όμως, αναγκάζει τα ΚΜ να παρέχουν στους Καταναλωτές το δικαίωμα πρόσβασης στην ΕΕΔ.

Η σημαντικότητα και τα πλεονεκτήματα της Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών έχουν αναλυθεί διεξοδικά στη βιβλιογραφία. Εν συντομία, η ΕΕΔ προσφέρει ταχύτητα, χαμηλό κόστος, δυνατότητα στα μέρη να επιλύσουν τη διαφορά τους μακριά από πεπαλαιωμένους κανονισμούς και διαδικασίες, διατηρεί της εμπιστευτικότητα των πληροφοριών που ανταλλάσσονται και δεν τορπιλίζει τις σχέσεις μεταξύ των μερών στο βαθμό που αυτό θα γινόταν σε μια δικαστική διαδικασία – η οποία έχει χαρακτηριστεί από συγγραφείς ως πρωτόγονη.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΦΟΡΕΩΝ ΕΕΔ: Η Οδηγία περιορίζεται σε κάποιους γενικούς κανόνες λειτουργίας Φορέων ΕΕΔ αφήνοντας τη διαδικασία που χρησιμοποιείται από αυτούς θέμα του κάθε Φορέα ΕΕΔ.

Υπάρχουν τέσσερις συντελεστές στην λειτουργία της Οδηγίας:

  • Οι Καταναλωτές
  • Οι Έμποροι,
  • Ο Φορέας ΕΕΔ,
  • Η Αρμόδια Αρχή του ΚΜ στην οποία είναι εγκατεστημένος ο Φορέας ΕΕΔ. Η αρμόδια αρχή αναλαμβάνει ρόλο επικουρικό και ελεγκτικό.

Ένα παράπονο προέρχεται από Καταναλωτή εναντίον Εμπορευόμενου. Ο Καταναλωτής επικοινωνεί αρχικά με τον Φορέα ΕΕΔ ενημερώνοντας το Φορέα ΕΕΔ ότι το παράπονο δεν μπορεί να επιλυθεί με το Εμπορευόμενο. Ο Φορέα ΕΕΔ επικοινωνεί με τον Έμπορο ζητώντας του να προσέλθει (είτε διαδικτυακά είτε με φυσική παρουσία) σε διαδικασία Εναλλακτικής Επίλυσης της Διαφοράς με τον Καταναλωτή για επίλυση της διαφοράς σύμφωνα με τη μέθοδο που χρησιμοποιεί ο εν λόγω Φορέας ΕΕΔ. Ο Φορέας ΕΕΔ δυνατόν να χρεώσει τον Καταναλωτή για τη διαχείριση του παραπόνου και εάν ο Εμπορευόμενος αποδεχθεί να προσέλθει στον Φορέα ΕΕΔ για επίλυση της διαφοράς τότε γίνεται και σχετική χρέωση στον Εμπορευόμενο.

Η διαδικασία είναι προαιρετική για τον Καταναλωτή με την έννοια που έχει επεξηγηθεί πιο πάνω. Εάν επιλυθεί η διαφορά, τότε τα μέρη δύνανται να προχωρήσουν σε δεσμευτική συμφωνία. Ο ρόλος που διαδραματίζει ο Φορέας ΕΕΔ εξαρτάται από τη διαδικασία που χρησιμοποιείται. Γενικά, ο Φορέας ΕΕΔ, ελέγχει τη διαδικασία και ότι το άτομο το οποίο έχει διοριστεί για την επίλυση της διαφοράς προχωρεί ανεξάρτητα, αμερόληπτα και τάχιστα στην επίλυση της. Τα εν λόγω κριτήρια ελέγχονται από τον τέταρτο συντελεστή – την αρμόδια αρχή.

Σκοπός της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι να ωθήσει τους Εμπορευόμενους να χρησιμοποιήσουν την ΕΕΔ – χωρίς όμως να τους εξαναγκάζει. Αυτό αφήνεται στα ΚΜ να το αποφασίσουν.

ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗΣ:  Η πιο πάνω Ο­δηγία είναι ελάχιστης Εναρμόνισης αφού δεν θίγει την εθνική νομοθεσία που καθιστά υποχρεωτική τη συμμετοχή σε σχετικές διαδικασίες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών.

 

2. ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ

2.1.            Που εφαρμόζεται η Οδηγία;

Με βάση το άρθρο 2, η Οδηγία εφαρμόζεται σε διαδικασίες εξωδικαστικής επίλυσης εγχώριων και διασυνοριακών διαφορών σχετικά με συμβατικές υποχρεώσεις που προκύπτουν από συμβάσεις πωλήσεων ή συμβάσεις υπηρεσιών μεταξύ Εμπορευόμενου εγκατεστημένου στην Ένωση και Καταναλωτή που κατοικεί στην Ένωση, διά της παρεμβάσεως ενός Φορέα Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών («Φορέα ΕΕΔ») ο οποίος προτείνει ή επιβάλλει λύση ή φέρνει τα μέρη σε επαφή για να διευκολυνθεί η εξεύρεση φιλικής λύσης. Όλες οι διαφορές που προκύπτουν από οποιεσδήποτε συμβάσεις καλύπτονται από την Οδηγία με εξαίρεση τις υπηρεσίες της υγείας καθώς και υπηρεσίες δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που δημόσιους παρόχους.

Η Οδηγία, θέτει επίσης απαιτήσεις για να αναγνωριστεί κάποιος ως Φορέας ΕΕΔ καθώς και απαιτήσεις για αναγνώριση των διαδικασιών ΕΕΔ αφήνοντας όμως τα ΚΜ να θεσπίζουν κανόνες που προβλέπουν για υψηλότερο επίπεδο προστασίας του Καταναλωτή.

ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ: Στην υπόθεση C-75/16 αναφέρθηκε ότι για να εφαρμοστεί η Οδηγία θα πρέπει να πληρούνται σωρευτικά οι πιο κάτω προϋποθέσεις:

«…πρώτον, η διαδικασία πρέπει να έχει κινηθεί από Καταναλωτή κατά Εμπόρου όσον αφορά τις συμβατικές υποχρεώσεις που απορρέουν από συμβάσεις πωλήσεως ή παροχής υπηρεσιών, δεύτερον, η διαδικασία πρέπει να πληροί τις απαιτήσεις της εν λόγω Οδηγίας και, ως εκ τούτου, να είναι ανεξάρτητη, αμερόληπτη, διαφανής, αποτελεσματική, ταχεία και δίκαιη, τρίτον, η εν λόγω διαδικασία πρέπει να ανατίθεται σε Φορέα ΕΕΔ, δηλαδή, σε Φορέα, όπως και αν αυτός ονομάζεται, ο οποίος έχει ιδρυθεί σε μόνιμη βάση, προσφέρει υπηρεσίες επιλύσεως διαφορών μέσω διαδικασίας ΕΕΔ και έχει καταχωριστεί σύμφωνα με το άρθρο 20(2) της Οδηγίας, ο δε σχετικός κατάλογος πρέπει να έχει γνωστοποιηθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.»

ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΗΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΟΣ: Σύμφωνα με την Οδηγία, ο «Καταναλωτής» είναι κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί για σκοπούς που δεν εμπίπτουν στην εμπορική, επιχειρηματική, βιοτεχνική ή επαγγελματική του δραστηριότητα και ο «Έμπορος» είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ιδιωτικό ή δημόσιο, το οποίο ενεργεί, ενδεχομένως μέσω άλλου προσώπου ενεργούντος εξ ονόματός του ή για λογαριασμό του, για σκοπούς που εμπίπτουν στο πλαίσιο της εμπορικής, επιχειρηματικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής του δραστηριότητας.

ΕΓΧΩΡΙΕΣ ΚΑΙ ΔΙΑΣΥΝΟΡΙΑΚΕΣ ΣΥΜΒΑΤΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ: Η Οδηγία καλύπτει εγχώριες καθώς και διασυνοριακές διαφορές. «Εγχώριες» είναι συμβατικές διαφορές που προκύπτουν από πώληση ή σύμβαση παροχής υπηρεσιών εφόσον, κατά τον χρόνο παραγγελίας των αγαθών ή των υπηρεσιών από τον Καταναλωτή, ο Καταναλωτής κατοικεί στο κράτος μέλος εγκατάστασης του Εμπόρου. «Διασυνοριακές» διαφορές είναι αυτές όπου ο Καταναλωτής κατοικεί σε κράτος μέλος διαφορετικό από το κράτος μέλος εγκατάστασης του Εμπόρου.

Η Οδηγία εφαρμόζεται μόνο όπου η διαφορά προκύπτει από σύμβαση μεταξύ Καταναλωτή και Εμπόρου. Με δεδομένο αυτό, το Κράτος ή οι Κρατικές Υπηρεσίες ή οι Ημικρατικοί Οργανισμοί μπορούν να θεωρηθούν Έμποροι. Αυτό ξεκαθαρίζεται και από το άρθρο 4(1)(β) της Οδηγίας η οποία αναφέρει ότι «ο Έμπορος είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ιδιωτικό ή δημόσιο…».

Όπου δεν υπάρχει σύμβαση, δεν νοείται επίλυση της διαφοράς με βάση τις διατάξεις της Οδηγίας – δηλαδή, η διαφορά μπορεί να επιλυθεί από Φορέα ΕΕΔ ο οποίος δεν έχει αδειοδοτηθεί δυνάμει των διατάξεων του Κράτους Μέλους που εφαρμόζει την Οδηγία. Για παράδειγμα, μια αστική διαφορά που βασίζεται σε ατύχημα δεν εμπίπτει εντός των διατάξεων της Οδηγίας. Ως γενικός κανόνας, όπου η παροχή υπηρεσιών είναι «μη οικονομική», δεν υπάρχει οικονομικό αντάλλαγμα (δηλαδή παρέχεται χωρίς αμοιβή) με αποτέλεσμα κατά κανόνα να μην νοείται η ύπαρξη σύμβασης και ως εκ τούτου δεν καλύπτονται από την Οδηγία.

Διαφορά που προκύπτει από σύμβαση μπορεί να είναι και προσπάθεια αναδιαπραγμάτευσης μιας υφιστάμενης σύμβασης όπως για παράδειγμα μια προσπάθεια που γίνεται για αναδιάρθρωση πιστωτικής διευκόλυνσης. Οποτεδήποτε υπάρχει αμφισβήτηση ή αδυναμία εκπλήρωσης μια συμβατικής υποχρέωσης, πρέπει να θεωρείται ότι η διαφορά εμπίπτει στα πλαίσια της Οδηγίας – άρα, προσπάθεια αναδιαπραγμάτευσης της σύμβασης λόγω τέτοιας αδυναμίας εκπλήρωσης προκύπτει από σύμβαση.

ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΣ Ο ΕΜΠΟΡΟΣ: Ο Έμπορος είναι εγκατεστημένος στον τόπο άσκησης της επιχειρηματικής του δραστηριότητας εάν είναι φυσικό πρόσωπο ή, σε περίπτωση που είναι νομικό πρόσωπο, στον τόπο της καταστατικής του έδρας, της κεντρικής του διοίκησης ή της άσκησης της επιχειρηματικής του δραστηριότητας καθώς και υποκαταστημάτων, αντιπροσωπειών ή άλλης εγκατάστασης.

ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΕΓΚΑΤΕΣΤΗΜΕΝΟΣ Ο ΦΟΡΕΑΣ ΕΕΔ: Ο Φορέας ΕΕΔ είναι εγκατεστημένος εάν τον διαχειρίζεται φυσικό πρόσωπο, στον τόπο όπου το εν λόγω πρόσωπο ασκεί τις δραστηριότητες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών. Εάν ο Φορέας ΕΕΔ είναι νομικό πρόσωπο ή ένωση φυσικών ή νομικών προσώπων, στον τόπο όπου το εν λόγω νομικό πρόσωπο ή η ένωση φυσικών ή νομικών προσώπων ασκεί τις δραστηριότητες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών ή στον τόπο της καταστατικής τους έδρας. Εάν τον διαχειρίζεται αρχή ή άλλη δημόσια υπηρεσία, στον τόπο της έδρας της εν λόγω αρχής.

ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΠΟΥ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ: Η σημασία του τόπου εγκατάστασης του Εμπόρου και του Φορέα ΕΕΔ είναι ότι η διαδικασία για επίλυση της διαφοράς που θα αρχίσει από τον Καταναλωτή πρέπει να αρχίζει (1) στον τόπο όπου είναι εγκατεστημένος ο Έμπορος και (2) ενώπιον Φορέα ΕΕΔ ο οποίος είναι εγκατεστημένος στον τόπο όπου είναι εγκατεστημένος ο Έμπορος.

Δηλαδή, ο τόπος εγκατάστασης του Φορέα ΕΕΔ θα πρέπει να είναι ταυτόσημος με τον τόπο εγκατάστασης του Εμπόρου. Σε αντίθεση δηλαδή με τον Κανονισμό  1215/2012 όπου ο Καταναλωτής δύναται να καταχωρήσει την αγωγή του στο μέρος όπου βρίσκεται ο Καταναλωτής, σε σχέση με την εξωδικαστικές υποθέσεις επίλυσης διαφορών, ο Καταναλωτής δύναται να προσφύγει σε Φορέα ΕΕΔ όπου είναι εγκατεστημένος ο Έμπορος.

ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΑΛΛΕΣ ΟΔΗΓΙΕΣ: Με βάση το άρθρο 3, όπου υπάρχει σύγκρουση, η Οδηγία υπερισχύει διατάξεων άλλων Οδηγιών οι οποίες αφορούν διαδικασίες εξωδικαστικής προσφυγής τις οποίες κινεί Καταναλωτής κατά Εμπόρου. Για να υπάρχει όμως σύγκρουση, θα πρέπει η διάταξη της εν συγκρίσει Οδηγίας να παρέχει λιγότερη προστασία στον Καταναλωτή από την Οδηγία 2013/11/ΕΕ. Όπου η εν συγκρίσει Οδηγία παρέχει μεγαλύτερη προστασία στον Καταναλωτή, δεν θεωρείται ότι υπάρχει σύγκρουση και υπερισχύει η εν συγκρίσει Οδηγία. Ο λόγος είναι ότι η Οδηγία 2013/11/ΕΕ είναι ελάχιστης εναρμόνισης, με αποτέλεσμα να υπάρχει δυνατότητα παροχής περισσότερης προστασίας από ένα ΚΜ (έστω και εάν αυτή η προστασία είναι απότοκο άλλης Οδηγίας της ΕΕ) παρά λιγότερης.

Η Οδηγία 2013/11/ΕΕ όμως, δεν υπερισχύει της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 21ης Μαΐου 2008, για ορισμένα θέματα διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις. Η σχέση των δύο Οδηγιών εξετάστηκε στην υπόθεση Rampanelly. Στην εν λόγω υπόθεση το ΔΕΕ αποφάσισε ότι η Οδηγία 2008/52/ΕΚ, υπερισχύει της Οδηγίας 2013/11/ΕΕ στο βαθμό που η σύγκρουση των δύο αφορά διασυνοριακά θέματα. Ο λόγος είναι ότι η Οδηγία 2008/52/ΕΚ περιορίζεται σε αυτά – ασχέτως εάν δίδει τη δυνατότητα στα ΚΜ να εφαρμόσουν την Οδηγία στα εσωτερικά συστήματα διαμεσολάβησης. 

2.2.            Που δεν εφαρμόζεται η Οδηγία;

Η Οδηγία δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 2(2) της Οδηγίας. Αυτές είναι οι ακόλουθες:

α) στις διαδικασίες ενώπιον φορέων επίλυσης διαφορών όπου τα φυσικά πρόσωπα που είναι αρμόδια για την επίλυση των διαφορών είναι υπάλληλοι του συγκεκριμένου Εμπόρου ή αμείβονται αποκλειστικά από αυτόν, εκτός εάν τα κράτη μέλη επιτρέψουν τις διαδικασίες αυτές υπό μορφή διαδικασιών ΕΕΔ δυνάμει της παρούσας οδηγίας και εφόσον πληρούνται οι απαιτήσεις του κεφαλαίου ΙΙ, περιλαμβανομένων των ειδικών απαιτήσεων ανεξαρτησίας και διαφάνειας που ορίζονται στο άρθρο 6 παράγραφος 3·

β) στις διαδικασίες ενώπιον συστημάτων διερεύνησης καταναλωτικών καταγγελιών που διαχειρίζεται ο Έμπορος·

γ) στις μη οικονομικές υπηρεσίες κοινής ωφελείας·

δ) στις διαφορές μεταξύ εμπόρων·

ε) σε απευθείας διαπραγματεύσεις μεταξύ του Καταναλωτή και του Εμπόρου·

στ) στις προσπάθειες που καταβάλλει ο δικαστής για την επίλυση της διαφοράς κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας με αντικείμενο την εν λόγω διαφορά·

ζ) στις διαδικασίες που έχουν κινηθεί από Έμπορο κατά Καταναλωτή·

η) στις υπηρεσίες υγείας που παρέχονται σε ασθενείς από επαγγελματίες της υγείας προκειμένου να εκτιμηθεί, να διατηρηθεί ή να αποκατασταθεί η κατάσταση της υγείας τους, συμπεριλαμβανομένων της συνταγογράφησης, της χορήγησης και της προμήθειας φαρμάκων και ιατροτεχνολογικών βοηθημάτων·

θ) στους δημόσιους παρόχους δευτεροβάθμιας ή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Αναφορικά με τις πιο πάνω εξαιρέσεις είναι σημαντικό να αναφερθούν τα ακόλουθα:

Πρώτον, οι διατάξεις της Οδηγίας αφορούν  τις υποχρεώσεις εμπόρων έναντι καταναλωτών και ως εκ τούτου, δεν εφαρμόζονται σε διαδικασίες οι οποίες κινούνται από Έμπορους εναντίων εμπόρων, Έμπορους εναντίων καταναλωτών ή από Καταναλωτές εναντίων καταναλωτών. Η Οδηγία βεβαίως δεν εμποδίζει τα ΚΜ να δημιουργούν Φορείς οι οποίοι επιλαμβάνονται παραπόνων εμπόρων εναντίων καταναλωτών.

Δεύτερον, βασικός πυλώνας της Οδηγίας είναι η ανεξαρτησία των Φορέων Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών καθώς και η έλλειψη κάθε μορφής σύγκρουσης συμφερόντων των προσώπων που είναι υπεύθυνα για την επίλυση διαφορών. Για το λόγο αυτό, εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας, διαδικασίες όπου ο Καταναλωτής προσπαθεί να επιλύσει τη διαφορά του απευθείας με τον Έμπορο, ή συστήματα παραπόνου που χειρίζεται ο Έμπορος, αλλά και σε περιπτώσεις όπου τα άτομα που είναι υπεύθυνα για την επίλυση των διαφορών, αμείβονται από τον Έμπορο. Σε σχέση με την τελευταία αυτή περίπτωση, επιτρέπεται στα ΚΜ να επιτρέψουν μια τέτοια διαδικασία να εμπίπτει στα πλαίσια της Οδηγίας, δεδομένου ότι πληρούνται οι πιο κάτω σωρευτικές απαιτήσεις:

α) τα φυσικά πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την επίλυση της διαφοράς διορίζονται ή προέρχονται από συλλογικό σώμα αποτελούμενο από ίσο αριθμό εκπροσώπων των οργανώσεων καταναλωτών και εκπροσώπων του Εμπόρου και διορίζονται κατόπιν διαφανούς διαδικασίας·

β) στα φυσικά πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για επίλυση διαφορών ανατίθεται εντολή τουλάχιστον τριών ετών που διασφαλίζει την ανεξαρτησία των ενεργειών τους·

γ) τα φυσικά πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την επίλυση διαφορών δεσμεύονται να μην εργασθούν για τον Έμπορο ή για επαγγελματική οργάνωση ή επιχειρηματική ένωση της οποίας είναι μέλος ο Έμπορος, για περίοδο τριών ετών μετά τη λήξη της θητείας τους στον φορέα επίλυσης διαφορών·

δ)  ο φορέας επίλυσης διαφορών δεν έχει καμία ιεραρχική ή λειτουργική σχέση με τον Έμπορο, είναι σαφώς διακριτός από τις επιχειρησιακές οντότητες του Εμπόρου και διαθέτει επαρκή προϋπολογισμό για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, χωριστό από τον γενικό προϋπολογισμό του Εμπόρου.

Όταν φυσικά πρόσωπα αμείβονται αποκλειστικά από επαγγελματική οργάνωση ή επιχειρηματική ένωση της οποίας είναι μέλος ο Έμπορος, τα ΚΜ οφείλουν να μεριμνούν ότι διατίθεται ειδικός προϋπολογισμός επαρκής για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους – αυτό όμως δεν εφαρμόζεται όπου στο συλλογικό σώμα υπάρχει ίση αντιπροσώπευση εκπροσώπων των συμφερόντων των καταναλωτών και εμπόρων. Επιπρόσθετα, όπου ένας Φορέας ΕΕΔ αποτελείται από φυσικά πρόσωπα τα οποία συμμετέχουν σε ένα συλλογικό σώμα, θα πρέπει τα ΚΜ να εξασφαλίζουν ότι στο συγκεκριμένο σώμα (όχι στο Φορέα ΕΕΔ), συμμετέχει ίσως αριθμός εκπροσώπων των συμφερόντων των καταναλωτών και των εμπόρων.

Τρίτον, η Οδηγία ρητά, θέτει το ρόλο του Δικαστηρίου ως ξεχωριστό από της διαδικασίες Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών. Ως εκ τούτου, η διαδικασία ενώπιον Δικαστηρίου δεν δύναται σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ως διαδικασία που εμπίπτει στην πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας – ασχέτως εάν για παράδειγμα ο δικαστής προσπαθήσει να βοηθήσει τα μέρη να επιλύσουν τη διαφορά τους με συμφωνία.

 

3.             ΕΠΑΡΚΕΙΑ ΦΟΡΕΩΝ ΕΕΔ

Οι Φορείς ΕΕΔ, οφείλουν να πληρούν συγκεκριμένους κανόνες ποιότητας οι οποίες προνοούνται στην Οδηγία και οι Αρμόδιες Αρχές, εξασφαλίζουν ότι οι εν λόγω κανόνες πληρούνται.

Η Οδηγία, αν και αναφέρει ότι ισχύει σε διαδικασίες θεσμικές – όχι ad-hoc, δεν αναφέρει τις συνέπειες όπου ένας Καταναλωτής και μια επιχείρηση επιλύουν διαφορές μέσω κάποιου θεσμικού Κέντρου που προσφέρει υπηρεσίες ΕΕΔ όταν αυτό το Κέντρο δεν πληροί τις απαιτήσεις της Οδηγίας.

Φαίνεται ότι τέτοιες διαδικασίες δεν οδηγούνται σε ακυρότητα, αλλά μάλλον τέτοια Κέντρα δεν θα έχουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι άλλων τα οποία είναι εγκεκριμένα. Για παράδειγμα, επιχειρήσεις θα παραπέμπονται από τις αρμόδιες αρχές σε εγκεκριμένα Κέντρα (αντί σε μη εγκεκριμένα) και δεν θα περιέχονται στην πλατφόρμα Ηλεκτρονικής Επίλυσης Διαφορών της ΕΕ. Επίσης, δεδομένου ότι δεν θα πληρούν τις απαιτήσεις ποιότητας, αυτό αποτελεί τροχοπέδη σε μια επιχείρηση αλλά και σε ένα Καταναλωτή να αξιοποιήσει τις υπηρεσίες κάποιου Φορέα ΕΕΔ ιδιαίτερα εάν λάβει κάποιος υπόψη ότι μια διαδικασία σε αδειοδοτημένο Φορέα ΕΕΔ επηρεάζει τους χρόνους παραγραφής.

3.1.              Βασικές Απαιτήσεις Ποιότητας που Πρέπει να Πληροί Ένας Φορέας ΕΕΔ

To άρθρο 5 αναφέρεται στην υποχρέωση των ΚΜ να διευκολύνουν την πρόσβαση των καταναλωτών στις διαδικασίες ΕΕΔ και να εξασφαλίζουν ότι οι διαφορές που καλύπτονται από την Οδηγία και αφορούν Έμπορο εγκατεστημένο στο έδαφος τους, μπορούν να παραπεμφθούν σε Φορέα ΕΕΔ. Αναφέρει επίσης τις απαιτήσεις που πρέπει να πληροί ένας Φορέας ΕΕΔ. Αυτές είναι ότι οι Φορείς ΕΕΔ θα πρέπει να:

α) διατηρούν ενημερωμένο ιστότοπο που παρέχει στα μέρη εύκολη πρόσβαση σε πληροφορίες για τη διαδικασία ΕΕΔ και επιτρέπει στους Καταναλωτές να υποβάλλουν ηλεκτρονικά καταγγελίες και τα απαραίτητα δικαιολογητικά·

β) παρέχουν στα μέρη, κατόπιν αιτήσεώς τους, τις πληροφορίες που αναφέρονται στο στοιχείο α) επί σταθερού μέσου·

γ)  όπου συντρέχει περίπτωση, επιτρέπουν στον Καταναλωτή να υποβάλει καταγγελία με μη ηλεκτρονικό τρόπο·

δ) επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των μερών με ηλεκτρονικά μέσα ή, εάν συντρέχει περίπτωση, ταχυδρομικώς·

ε) δέχονται τόσο εγχώριες όσο και διασυνοριακές διαφορές, περιλαμβανομένων των διαφορών που καλύπτονται από τον κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 524/2013· και

στ) όταν εξετάζουν διαφορές που καλύπτονται από την παρούσα οδηγία, λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για να εξασφαλιστεί ότι η επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα τηρεί τους κανόνες προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα οι οποίοι θεσπίζονται στην εθνική νομοθεσία εφαρμογής της οδηγίας 95/46/ΕΚ στο κράτος μέλος στο οποίο είναι εγκατεστημένος ο φορέας ΕΕΔ.

Οι πιο πάνω πληροφορίες αποτελούν ένα σημαντικό εργαλείο στα χέρια του Καταναλωτή για να μπορέσει να λάβει απόφαση – π.χ. σε ποιο Φορέα ΕΕΔ να επιλύσει τη διαφορά του ή ποιοι Έμποροι αποδέχονται την εναλλακτική επίλυση διαφορών. Σημαντικό επίσης να λεχθεί το γεγονός ότι οι πιο πάνω πληροφορίες δυνατόν να χρησιμοποιηθούν ως διαφήμιση για τον Έμπορο – π.χ. για  να διαφημίσει ότι ασχολείται με τα παράπονα πελατών του ή ότι δεν υπάρχουν παράπονα εναντίον του ή ότι επιλύει για παράδειγμα ένα μεγάλο ποσοστό των παραπόνων.

Τα ΚΜ έχουν το δικαίωμα να δημιουργήσουν συμπληρωματικούς Φορείς ΕΕΔ οι οποίοι καλύπτουν συγκεκριμένες διαφορές για τις οποίες δεν υπάρχει αρμόδιος κανένας Φορέα ΕΕΔ. Ένα παράδειγμα τέτοιων Φορέων είναι οι Φορείς εναλλακτικής επίλυσης χρηματοοικονομικών διάφορων που υφίστανται σε κάθε ΚΜ.

Επίσης, τα ΚΜ μπορούν να επιτρέψουν στους Φορείς ΕΕΔ να διατηρήσουν ή να θεσπίσουν διαδικαστικούς κανόνες οι οποίοι τους δίνουν τη δυνατότητα να αρνηθούν να εξετάσουν μια συγκεκριμένη διαφορά για συγκεκριμένους λόγους. Αυτοί είναι οι ακόλουθοι:

α) ο Καταναλωτής δεν προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον Έμπορο προκειμένου να συζητήσει την καταγγελία του και να επιδιώξει, ως πρώτο βήμα, να επιλύσει το πρόβλημα απευθείας με αυτόν·

β) η διαφορά είναι επουσιώδης ή βασίζεται σε κακόβουλη καταγγελία·

γ) η διαφορά εξετάζεται ή έχει εξεταστεί προηγουμένως από άλλο φορέα ΕΕΔ ή από δικαστήριο·

δ) η αξία του αντικειμένου της αξίωσης είναι κατώτερη ή ανώτερη από συγκεκριμένο ποσό·

ε) ο Καταναλωτής δεν υπέβαλε την καταγγελία στον φορέα ΕΕΔ εντός προκαθορισμένης προθεσμίας· οι προθεσμίες δεν πρέπει να είναι μικρότερες από ένα έτος από την ημερομηνία κατά την οποία ο Καταναλωτής υπέβαλε την καταγγελία στον Έμπορο·

στ) η εξέταση μιας τέτοιας διαφοράς θα έβλαπτε σημαντικά την αποτελεσματική λειτουργία του φορέα ΕΕΔ.

Όταν ένας Φορέας ΕΕΔ δεν μπορεί να εξετάσει μια διαφορά, τότε κοινοποιεί και στα δύο μέρη το σκεπτικό της απόφασης του να μην την εξετάσει εντός τριών εβδομάδων από την παραλαβή του φακέλου της καταγγελίας.

3.2.              Κατάλληλα Φυσικά Πρόσωπα για την Επίλυση των Διαφορών

Με βάση το άρθρο 6, τα ΚΜ οφείλουν αν εξασφαλίζουν την εμπειρογνωμοσύνη, ανεξαρτησία και αμεροληψία των φυσικών προσώπων που είναι υπεύθυνα για την ΕΕΔ. Επίσης, εξασφαλίζουν ότι οι Φορείς ΕΕΔ διαθέτουν διαδικασίες που εξασφαλίζουν ότι, σε περίπτωση που υπάρχουν περιστάσεις οι οποίες δυνατόν να επηρεάζουν την ανεξαρτησία και την αμεροληψία των φυσικών προσώπων, τότε το εν λόγω φυσικό πρόσωπο αντικαθίσταται από άλλο, ή το εν λόγω φυσικό πρόσωπο απέχει της διαδικασίας ΕΕΔ ή οι περιστάσεις γνωστοποιούνται στα μέρη και επιτρέπεται στο εν λόγω φυσικό πρόσωπο να συνεχίσει τη διεξαγωγή της διαδικασίας ΕΕΔ μόνο αν τα μέρη δεν προέβαλαν αντίρρηση, αφού ενημερώθηκαν για την κατάσταση και για το δικαίωμά τους να αντιταχθούν.

Σημειώνεται ότι όπου ένας Φορέας ΕΕΔ στελεχώνεται από κρατικούς υπαλλήλους, γενικά θεωρείται ότι είναι ανεξάρτητος και αμερόληπτος αφού ως γενικός κανόνας, κρατικοί υπάλληλοι θεωρούνται ανεξάρτητοι αφού είναι «εκπρόσωποι των συμφερόντων τόσο των καταναλωτών όσο και των εμπόρων».

ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ ΣΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ: Σύμφωνα με το άρθρο 6(6) της Οδηγίας, οι Φορείς ΕΕΔ, οφείλουν να παρέχουν κατάρτιση στα φυσικά πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την ΕΕΔ. Τα ΚΜ, τα οποία ορίζουν τις αρμόδιες αρχές, παρακολουθούν τα προγράμματα κατάρτισης που καθιερώνουν οι Φορείς ΕΕΔ. Το πιο πάνω άρθρο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το άρθρο 6(1)(α) το οποίο προνοεί ότι τα πρόσωπα που επιλύουν διαφορές κατέχουν τις αναγκαίες γνώσεις και δεξιότητες στον τομέα της ΕΕΔ ή της δικαστικής επίλυσης καταναλωτικών διαφορών καθώς και βασικές γνώσεις δικαίου. Είναι σημαντικό να λεχθεί ότι τα φυσικά πρόσωπα δεν είναι αναγκαίο να είναι επαγγελματίες του νομικού τομέα – είναι όμως σημαντικό να έχουν λάβει γνώση σε τουλάχιστο κάποιους τομείς του καταναλωτικού δικαίου καθώς επίσης και σε θέματα ΕΕΔ.

3.3.              Διαφάνεια

Κάθε Φορέας ΕΕΔ, οφείλει να δημοσιοποιεί στους ιστότοπούς του κατόπιν αιτήσεως, επί σταθερού μέσου και με κάθε άλλο πρόσφορο μέσο, σαφείς και εύκολα κατανοητές πληροφορίες για τα πιο κάτω:

α) τα στοιχεία επαφής τους, περιλαμβανομένης της ταχυδρομικής και της ηλεκτρονικής διεύθυνσης·

β) το γεγονός ότι οι φορείς ΕΕΔ περιέχονται σε κατάλογο κατά το άρθρο 20 παράγραφος 2·

γ) τα φυσικά πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την ΕΕΔ, τη μέθοδο διορισμού τους και τη διάρκεια της θητείας τους·

δ) την εμπειρογνωμοσύνη, την αμεροληψία και την ανεξαρτησία των φυσικών προσώπων που είναι υπεύθυνα για την ΕΕΔ, αν απασχολούνται ή αμείβονται αποκλειστικώς από τον Έμπορο·

ε) τη συμμετοχή τους σε τυχόν δίκτυα φορέων ΕΕΔ που διευκολύνουν την επίλυση διασυνοριακών διαφορών·

στ) τα είδη διαφορών που είναι αρμόδιοι να εξετάζουν, καθώς και τυχόν όρια·

ζ) τους διαδικαστικούς κανόνες που διέπουν την επίλυση διαφοράς και τους λόγους για τους οποίους ένας φορέας ΕΕΔ μπορεί να αρνηθεί να εξετάσει διαφορά σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 4·

η) τις γλώσσες στις οποίες μπορούν να υποβληθούν οι καταγγελίες στον φορέα ΕΕΔ και στις οποίες διεξάγεται η διαδικασία ΕΕΔ·

θ) τα είδη των κανόνων που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο φορέας ΕΕΔ ως βάση για την επίλυση των διαφορών (π.χ. κανόνες δικαίου, αρχές ευθυδικίας, κώδικες δεοντολογίας)·

ι) τυχόν προκαταρκτικές απαιτήσεις που πρέπει να εκπληρώσουν τα μέρη για να μπορεί να κινηθεί διαδικασία ΕΕΔ, περιλαμβανομένης της απαίτησης να επιχειρήσει ο Καταναλωτής να διευθετήσει το ζήτημα απευθείας με τον Έμπορο·

ια) το εάν τα μέρη μπορούν να αποσυρθούν από τη διαδικασία ή όχι·

ιβ) το τυχόν κόστος που θα βαρύνει τα μέρη, καθώς και τους τυχόν κανόνες επιδίκασης των δικαστικών δαπανών στο τέλος της διαδικασίας·

 ιγ) τη μέση διάρκεια της διαδικασίας·

ιδ) τα έννομα αποτελέσματα της έκβασης της διαδικασίας ΕΕΔ, μεταξύ των οποίων και τις κυρώσεις για τη μη συμμόρφωση σε περίπτωση απόφασης με δεσμευτικό αποτέλεσμα για τα μέρη, εάν συντρέχει περίπτωση·

ιε) την εκτελεστότητα της απόφασης ΕΕΔ, αν συντρέχει περίπτωση.

Τα ΚΜ, έχουν την υποχρέωση να εξασφαλίζουν ότι οι Φορείς ΕΕΔ, δημοσιοποιούν στους ιστότοπούς τους (ή μετά από αίτηση, επί σταθερού μέσου ή με άλλο τρόπο που κρίνουν πρόσφορο) αρκετές από τις πιο πάνω πληροφορίες για σκοπό ενημέρωσης του κοινού.

ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΑΛΛΗΛΟΚΑΛΥΨΗΣ ΤΟΜΕΩΝ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΑΠΟ ΔΙΑΦΟΡΟΥΣ  ΦΟΡΕΙΣ ΕΕΔ: Ένα από τα βασικά προβλήματα που δημιούργησε η θέσπιση της Οδηγίας, είναι το γεγονός ότι υπάρχουν αρκετοί Φορείς ΕΕΔ οι οποίοι καλύπτουν τους ίδιους τομείς της οικονομίας. Για να επεξηγηθεί το σημείο αυτό, είναι σημαντικό να εξετάσουμε την έννοια του ακρωνύμιου “ΕΕΔ”. Η ΕΕΔ σημαίνει, «Εναλλακτική Επίλυση Διαφορών», ή, διαφορετικά «Επαρκής Επίλυσης Διαφορών». Η λέξη «Επαρκής» χρησιμοποιείται για να σηματοδοτήσει τη δυνατότητα των μερών να έχουν μια επαρκώς ενημερωμένη απόφαση για τη διαδικασία που θα χρησιμοποιήσουν ούτως ώστε η λύση που θα βρουν να είναι κοινώς αποδεκτή και συμφέρουσα. Αν και η Οδηγία προσπαθεί να θέσει κοινούς κανόνες για τη λειτουργία των συστημάτων ΕΕΔ στα ΚΜ, δεν προσπαθεί να μειώσει τη σύγχυση που δυνατόν να υπάρχει στην επίλυση διαφορών όπου διάφοροι Φορείς δυνατόν να είναι αρμόδιοι να επιληφθούν του ίδιου παραπόνου. Αποτέλεσμα είναι να υπάρχει υπερφόρτωση πληροφοριών και τελικά σύγχυση στον Καταναλωτή ως προς το Φορέα ΕΕΔ που θα χρησιμοποιήσει. Ως εκ τούτου, η διάδοση των πιο πάνω πληροφοριών και ιδιαίτερα οι σχετικές πληροφορίες που αφορούν τα είδη διαφορών που είναι αρμόδιοι οι Φορείς ΕΕΔ να εξετάσουν, είναι σημαντική προς αποφυγή σύγχυσης προς τους Καταναλωτές ως προς τις διαφορές που επιλύονται από ένα Φορέα ΕΕΔ και όχι από άλλο.

3.4.              Αποτελεσματικότητα και Δίκαιη Μεταχείριση

Το άρθρο 8 της Οδηγίας αναφέρεται στην αποτελεσματικότητα των Φορέων ΕΕΔ. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, οι Φορείς ΕΕΔ, οφείλουν να πληρούν τις ακόλουθες απαιτήσεις:

α) η διαδικασία ΕΕΔ είναι διαθέσιμη και ευπρόσιτη και για τα δύο μέρη, με ηλεκτρονικό και μη ηλεκτρονικό τρόπο, ανεξάρτητα από το πού βρίσκονται αυτά·

β) τα μέρη έχουν πρόσβαση στη διαδικασία, χωρίς να είναι υποχρεωμένα να χρησιμοποιήσουν δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο· η διαδικασία δεν στερεί τα μέρη από το δικαίωμα λήψης ανεξάρτητων συμβουλών ή εκπροσώπησης ή υποστήριξης από τρίτο μέρος σε κάθε στάδιο της διαδικασίας·

γ) η διαδικασία ΕΕΔ είναι δωρεάν ή διατίθεται έναντι συμβολικού τέλους για τους Καταναλωτές·

 δ) ο φορέας ΕΕΔ στον οποίο έχει υποβληθεί καταγγελία γνωστοποιεί στα μέρη τη διαφορά αμέσως μετά την παραλαβή όλων των εγγράφων που περιέχουν τις σχετικές με την καταγγελία πληροφορίες·

ε) η έκβαση της διαδικασίας ΕΕΔ γνωστοποιείται εντός 90 ημερολογιακών ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία ο φορέας ΕΕΔ έλαβε τον πλήρη φάκελο της καταγγελίας. Σε ιδιαίτερα περίπλοκες διαφορές, ο υπεύθυνος φορέας ΕΕΔ έχει την ευχέρεια να παρατείνει το χρονικό διάστημα των 90 ημερολογιακών ημερών. Τα μέρη ενημερώνονται για κάθε παράταση της προθεσμίας καθώς και για το χρονικό διάστημα που αναμένεται να απαιτηθεί για την επίλυση της διαφοράς.»

ΧΡΗΣΗ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ: Το άρθρο 9 αναφέρεται στην υποχρέωση των ΚΜ να εξασφαλίζουν ότι στις διαδικασίες ΕΕΔ υπάρχει δίκαιη μεταχείριση των μερών της διαδικασίας. Δηλαδή, ότι τα μέρη έχουν τη δυνατότητα να εκφράσουν τις απόψεις τους, ότι δεν είναι αναγκαίο να χρησιμοποιήσουν δικηγόρο ή νομικό σύμβουλο. Τα μέρη δύνανται επίσης να εκπροσωπηθούν από τρίτο μέρος σε κάθε φάση της διαδικασίας ή να λάβουν συμβουλή ανεξάρτητου προσώπου – χωρίς αυτός να είναι δικηγόρος. Μάλιστα, έχει νομολογηθεί  σε επίπεδο Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης ότι δεν δύνανται εθνικοί κανόνες να ορίζουν ότι ο Καταναλωτής πρέπει να αντιπροσωπεύεται από δικηγόρο σε διαδικασία ΕΕΔ.

ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ: Στο  τέλος της διαδικασίας ο Φορέας ΕΕΔ οφείλει να κοινοποιήσει στα μέρη, εγγράφως ή επί σταθερού μέσου την έκβαση της διαδικασίας ΕΕΔ καθώς και το σκεπτικό της. Η διαδικασία συμπληρώνεται εντός 90 ημερών. Οι 90 ημέρες αν και είναι ένα αρκετά γενναιόδωρο χρονοδιάγραμμα αναφορικά με περιπτώσεις πώλησης αγαθών – ειδικά σε θέματα διαφορών με χαμηλό κόστος, πιθανόν να θεωρείται μικρό σε σχέση με συμβάσεις παροχής υπηρεσιών.

3.5.              Ελευθερία Δέσμευσης σε Απόφαση

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΛΥΣΗ: Με βάση την Οδηγία, όπου προτείνεται λύση στη διαδικασία (όπως για παράδειγμα σε μια διαδικασία συμφιλίωσης) ισχύουν κάποιοι ιδιόμορφοι κανόνες. Αυτοί είναι οι ακόλουθοι:

Πρώτον, τα μέρη μπορούν να αποσυρθούν από τη διαδικασία σε οποιοδήποτε στάδιο, εφόσον δεν είναι ικανοποιημένα με την όλη διεξαγωγή της διαδικασίας· ενημερώνονται σχετικά με το δικαίωμα απόσυρσης τους πριν την έναρξη της διαδικασίας. Για να αντιληφθεί κανείς τον πιο πάνω κανόνα (ο οποίος ισχύει μόνο σε περίπτωση που η διαδικασία δεν καταλήγει σε δεσμευτικές λύσεις), είναι σημαντικό να διαχωρίσουμε δύο περιπτώσεις:

Η πρώτη είναι η περίπτωση έναρξης μιας διαδικασίας και η δεύτερη είναι η περίπτωση συνέχισης της. Είναι επιτρεπτή η υποχρέωση κάποιου Καταναλωτή να αρχίσει μια διαδικασία ΕΕΔ όταν αυτό προβλέπεται από νόμο. Μάλιστα τα ΚΜ μπορούν να επιβάλουν κυρώσεις (είτε έμμεσα είτε άμεσα) στον Καταναλωτή σε περίπτωση που αρνηθεί να αρχίσει τέτοια διαδικασία δεδομένου ότι πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις: Η διαδικασία (1) δεν είναι δεσμευτική για τα μέρη, (2) δεν καθυστερεί ουσιωδώς την άσκηση ενδίκου βοηθήματος, (3) αναστέλλει την περίοδο παραγραφής (4) δεν προκαλεί έξοδα ή προκαλεί ελάχιστα έξοδα στα ενδιαφερόμενα μέρη (5) δεν παρέχεται μόνο ηλεκτρονικά (6) είναι δυνατή η λήψη προσωρινών μέτρων σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες το επείγον της κατάστασης τα επιβάλλει (7) οι οποιεσδήποτε κυρώσεις προβλέπονται αν δεν χρησιμοποιηθεί η διαδικασία δεν θα πρέπει να είναι υπέρμετρες και επαχθείς.

Τα πράγματα διαφοροποιούνται όπου, σε περίπτωση που ο Καταναλωτής, ενώ άρχισε τη διαδικασία, επιθυμεί να μην τη συνεχίσει. Η δεύτερη περίπτωση αποτελεί αναφαίρετο δικαίωμα του Καταναλωτή και δεν επιτρέπεται ο δυσμενής επηρεασμός του σε περίπτωση που λάβει τέτοια απόφαση. Επεξηγηματική είναι η υπόθεση C-75/16, όπου η εθνική νομοθεσία επέτρεπε την απόσυρση από διαμεσολάβηση μόνο εφόσον ο Καταναλωτής απεδείκνυε εύλογη αιτία για την απόφαση του. Κρίθηκε από το ΔΕΕ ότι η νομοθεσία δεν ήταν συμβατή με την Οδηγία.

Ως προαναφέρθηκε, εάν η εθνική νομοθεσία επέβαλλε στον Καταναλωτή την υποχρέωση να συμμετέχει σε διαδικασία διαμεσολάβησης αλλά του παρείχε το δικαίωμα να τερματίσει τη διαδικασία μετά την πρώτη συνάντηση με το διαμεσολαβητή, αυτό θα ήταν επιτρεπτό δεδομένου ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις που προαναφέρθηκαν.

Δεύτερον, και σε συνάφεια με τα πιο πάνω, πριν συμφωνήσουν τα μέρη με μια προτεινόμενη λύση, ενημερώνονται ότι:

i) μπορούν να επιλέξουν εάν συμφωνούν ή δεν συμφωνούν με την προτεινόμενη λύση και εάν θα την ακολουθήσουν, 

ii) η συμμετοχή στη διαδικασία δεν αποκλείει τη δυνατότητα επιδίωξης έννομης προστασίας μέσω δικαστικών διαδικασιών,

iii) η προτεινόμενη λύση ενδέχεται να είναι διαφορετική από το αποτέλεσμα που θα προέκυπτε από ένα δικαστήριο το οποίο εφαρμόζει νομικούς κανόνες·

Τρίτον, τα μέρη, πριν συμφωνήσουν ή ακολουθήσουν μια προτεινόμενη λύση, ενημερώνονται για τις νομικές συνέπειες που θα προκύψουν αν συμφωνήσουν ή ακολουθήσουν μια τέτοια προτεινόμενη λύση·

Τέταρτον, τα μέρη, πριν εκφράσουν τη συγκατάθεσή τους για την προτεινόμενη λύση ή φιλική συμφωνία, έχουν εύλογο χρονικό διάστημα να το σκεφτούν.

Τα πιο πάνω θα πρέπει να διαβάζονται υπό την επιφύλαξη ότι είναι επιτρεπτό ένα ΚΜ να αποφασίσει ότι ένας Έμπορος υποχρεούται να λάβει μέρος σε διαδικασία ΕΕΔ καθώς και ότι ένας Έμπορος δεσμεύεται από την προτεινόμενη λύση. Το ίδιο δεν μπορεί να ισχύσει για τον Καταναλωτή.

ΔΕΣΜΕΥΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ: Με βάση το άρθρο 10, τα ΚΜ εξασφαλίζουν ότι η συμφωνία Καταναλωτή και Εμπόρου να υποβάλουν μια καταγγελία σε Φορέα ΕΕΔ δεν δεσμεύει τον Καταναλωτή εφόσον συνήφθη πριν από τη γένεση της διαφοράς και εφόσον  συνεπάγεται στέρηση του δικαιώματος του Καταναλωτή να προσφύγει στα αρμόδια δικαστήρια για τη ρύθμιση της διαφοράς. Τέτοια είναι η περίπτωση μιας ρήτρας η οποία παραπέμπει σε θεσμική διαιτησία (δηλαδή σε Φορέα ΕΕΔ). Όπου υπάρχει τέτοια ρήτρα, ο Καταναλωτής δεν δεσμεύεται εκτός και εάν συμφωνήσει σε διαιτησία μετά την έγερση της διαφοράς. Όπου ή ρήτρα διαιτησίας παραπέμπει σε ad hoc διαιτησία, αυτή υπόκειται σε εξέταση καταχρηστικότητας δυνάμει των διατάξεων της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με Καταναλωτές.

Όσον αφορά τον Έμπορο, εάν η εθνική νομοθεσία προβλέπει ότι οι λύσεις είναι δεσμευτικές για αυτόν, δεν απαιτείται ειδική αποδοχή – δηλαδή ο μόνος που έχει δικαίωμα να επιλέξει εάν θα λάβει μέρος στη διαδικασία στην οποία η λύση είναι δεσμευτική, είναι ο Καταναλωτής. Σημειώνεται ότι αυτό δεν αναιρεί τον μη αναγκαστικό χαρακτήρα της ΕΕΔ.

Με βάση το άρθρο 11 τα ΚΜ εξασφαλίζουν ότι στις διαδικασίες ΕΕΔ όπου επιβάλλεται η λύση στον Καταναλωτή, τότε επιτρέπεται η επιβολή λύσης μόνο όπου πληρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) εφόσον δεν υπάρχει σύγκρουση νόμων, η λύση που επιβάλλεται να μην έχει ως αποτέλεσμα να στερηθεί ο Καταναλωτής την προστασία που του εξασφαλίζουν οι διατάξεις εκ των οποίων δεν χωρεί παρέκκλιση διά συμφωνίας δυνάμει του δικαίου του κράτους μέλους στο οποίο ο Καταναλωτής και ο επιχειρηματίας έχουν τη συνήθη διαμονή τους·

β)  εφόσον υπάρχει σύγκρουση νόμων, όταν το δίκαιο που ισχύει για τη σύμβαση πωλήσεων ή υπηρεσιών καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 6 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 593/2008, η λύση που επιβάλλει ο φορέας ΕΕΔ να μην έχει ως αποτέλεσμα να στερηθεί ο Καταναλωτής της προστασίας που του εξασφαλίζουν οι διατάξεις εκ των οποίων δεν χωρεί παρέκκλιση διά συμφωνίας δυνάμει της νομοθεσίας του κράτους μέλους στο οποίο έχει τη συνήθη διαμονή του·

γ) εφόσον υπάρχει σύγκρουση νόμων, όταν το δίκαιο που ισχύει για τη σύμβαση πωλήσεων ή υπηρεσιών καθορίζεται σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφοι 1 έως 3 της Σύμβασης της Ρώμης της 19ης Ιουνίου 1980 για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές, η λύση που επιβάλλει ο φορέας ΕΕΔ να μην έχει ως αποτέλεσμα να στερηθεί ο Καταναλωτής της προστασίας που του εξασφαλίζουν οι αναγκαστικού δικαίου κανόνες του κράτους μέλους στο οποίο έχει τη συνήθη διαμονή του.»

Σημαντικό να λεχθεί αναφορικά με τα αναφερόμενα στο άρθρο 11(1) είναι το γεγονός ότι γίνεται αναφορά στους νόμους της συνήθης διαμονής του Καταναλωτή και του Εμπόρου – στο βαθμό που υπάρχουν διατάξεις που προστατεύουν τον Καταναλωτή. Επικρατέστερο με βάση τις πιο πάνω διατάξεις είναι το δίκαιο προστασίας του ΚΜ όπου έχει τη συνήθη διαμονή του ο Καταναλωτής.  Ως προαναφέρθηκε, οι διαδικασίες ΕΕΔ καταχωρούνται στο ΚΜ όπου βρίσκεται ο Έμπορος, σε Φορέα ΕΕΔ στο ΚΜ του Εμπόρου. Το αποτέλεσμα είναι ότι, ενώ οι διαδικασίες ΕΕΔ σκοπό έχουν την με χαμηλό κόστος επίλυση μιας διαφοράς μεταξύ Καταναλωτή και Εμπόρου, τα θέματα γίνονται πιο πολύπλοκα όταν πρέπει να εφαρμοστούν διατάξεις του ΚΜ του Καταναλωτή. Αυτό διότι ο Καταναλωτής πιθανόν να πρέπει να παρουσιάσει μαρτυρία από το ΚΜ στο οποίο κατοικεί μέσω εμπειρογνώμονα κτλ.

ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ: Σύμφωνα με το άρθρο 12 της Οδηγίας, τα ΚΜ εξασφαλίζουν ότι στις διαδικασίες των οποίων η έκβαση δεν είναι δεσμευτική, ο χρόνος παραγραφής διακόπτεται. Αυτό σημαίνει ότι κατά το χρόνο έναρξης της ΕΕΔ, ο χρόνος παραγραφής διακόπτεται και συνεχίζει με το πέρας της διαδικασίας. Υποβάλλεται ότι ο χρόνος έναρξης της ΕΕΔ, εναπόκειται στους κανόνες διαδικασίας του εκάστοτε Φορέα ΕΕΔ ή με βάση το δίκαιο του ΚΜ που αφορά συγκεκριμένη διαδικασία – για παράδειγμα τη διαμεσολάβηση.

Η Οδηγία δεν αναφέρει το τι ισχύει αναφορικά με την παραγραφή στις περιπτώσεις όπου η έκβαση της διαδικασίας είναι δεσμευτική. Σε τέτοια περίπτωση, φαίνεται ότι το θέμα εναπόκειται στο κάθε ΚΜ. Για παράδειγμα, στις περιπτώσεις που η διαδικασία που επιλέγεται είναι η διαιτησία, κάποιος θα πρέπει να ανατρέξει στους Νόμους που αφορούν τη διαιτησία ή τους εγχώριους Νόμους παραγραφής.

4.             ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΜΠΟΡΩΝ: Το Κεφάλαιο ΙΙΙ αναφέρεται στην ενημέρωση και συνεργασία που πρέπει να εξασφαλίζουν τα ΚΜ μεταξύ των Εμπόρων και των Καταναλωτών.

Συγκεκριμένα, το άρθρο 13(1) αναφέρει ότι, τα ΚΜ εξασφαλίζουν ότι όταν οι Έμποροι αναλαμβάνουν τη δέσμευση ή είναι υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουν Φορείς ΕΕΔ, θα πρέπει να ενημερώνουν τους Καταναλωτές για τον Φορέα ΕΕΔ ή τους Φορείς ΕΕΔ από τους οποίους καλύπτονται οι εν λόγω Έμποροι.

Οι εν λόγω πληροφορίες, περιλαμβάνουν τη διεύθυνση του ιστότοπου του αρμόδιου Φορέα ΕΕΔ ή Φορέων ΕΕΔ και πρέπει να αναγράφονται με σαφή, ευνόητο και εύκολα προσβάσιμο τρόπο στον ιστότοπο του Εμπόρου και, ως αναφέρεται στο άρθρο 13(2), «αν συντρέχει περίπτωση», στους γενικούς όρους και προϋποθέσεις των συμβάσεων πώλησης ή παροχής υπηρεσιών μεταξύ του Εμπόρου και του Καταναλωτή. Είναι σημαντικό να ειπωθεί ότι οι εν λόγω πληροφορίες δεν είναι δυνατόν να δίνονται κατά το χρονικό σημείο συνάψεως της σύμβασης (π.χ. με το έγγραφο γενικών όρων και προϋποθέσεων). Είναι απαραίτητο να δίνονται από πριν.

ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ «ΑΝ ΣΥΝΤΡΕΧΕΙ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ»: Το τι εννοεί η Οδηγία με τις λέξεις «αν συντρέχει περίπτωση», εξετάστηκε στην απόφαση του ΔΕΕ C-380/19 όπου ένας Έμπορος ο οποίος δεν συμβάλλονταν μέσω του ιστότοπού του, εντούτοις παρέθετε τους γενικούς όρους και προϋποθέσεις μιας ενδεχόμενης σύμβασης στον ιστότοπό του.  Το ερώτημα που προέκυψε ήταν κατά πόσο έπρεπε στους όρους αυτούς να αναγράψει και τα στοιχεία του Φορέα ΕΕΔ στον οποίο υπαγόταν. Η απάντηση που δόθηκε από το ΔΕΕ ήταν καταφατική. Δηλαδή, ένας Έμπορος ο οποίος υποχρεούται να χρησιμοποιεί Φορείς ΕΕΔ, ασχέτως του ότι δεν συνάπτει συναλλαγές μέσω του ιστότοπού του, εάν αποφασίσει να παραθέτει τους γενικούς όρους και προϋποθέσεις του στον ιστότοπό του, τότε οφείλει να ενημερώσει τον Καταναλωτή για το Φορέα ΕΕΔ στον οποίο υπάγεται μέσω των γενικών όρων της σύμβασης και όχι απλά να αναφέρει τα στοιχεία του Φορέα ΕΕΔ στον οποίο υπάγεται σε κάποιο άλλο μέρος του ιστότοπου του ή σε άλλο έγγραφο (π.χ. τιμολόγιο). Η υποχρέωση αυτή εξυπακούεται ότι ισχύει και όπου ο Έμπορος συνάπτει συμβάσεις μέσω της ιστοσελίδας του.

Αναφορικά με τα πιο πάνω, μπορούν να εξαχθούν τα ακόλουθα συμπεράσματα. Πρώτον, ο Έμπορος ο οποίος αποφασίζει να μην δεσμευτεί να χρησιμοποιεί Φορέα ΕΕΔ, δεν οφείλει να ενημερώνει τους Καταναλωτές για το Φορέα ΕΕΔ που πρέπει να χρησιμοποιεί ο Καταναλωτής. Αυτό δυνατόν να λειτουργεί και ως αντικίνητρο για κάποια επιχείρηση να δεσμευτεί με τη χρήση Φορέα ΕΕΔ αφού γεννούνται επιπρόσθετες υποχρεώσεις για την επιχείρηση η οποία θα πρέπει να βεβαιωθεί ότι ενημερώνει τους Καταναλωτές για το Φορέα ΕΕΔ τον οποίο δεσμεύεται να χρησιμοποιήσει. Το πρόβλημα διογκώνεται όταν κανείς αναλογιστεί ότι μια επιχείρηση δυνατόν να επιλέξει να συνεργαστεί με ένα Φορέα ΕΕΔ για ορισμένες διαφορές αλλά όχι για άλλες – π.χ. ποιον Καταναλωτή ενημερώνει και ποιον όχι; Αυτό επίσης δημιουργεί επιπρόσθετη σύγχυση στους  Καταναλωτές αναφορικά με τη διαδικασία παραπόνου και τον τρόπο που αυτοί θα το θέσουν. Τέλος, υπάρχει ασάφεια στο πως ακριβώς ερμηνεύεται η «δέσμευση» για έναν Έμπορο να χρησιμοποιήσει Φορέα ΕΕΔ. Χρειάζεται συμφωνία μεταξύ Φορέα ΕΕΔ και Εμπόρου ή είναι αρκετή η δήλωση κάποιου Εμπόρου ότι θα χρησιμοποιεί κάποιο Φορέα ΕΕΔ. Στην τελική, όλα αυτά τα προβλήματα ενεργούν εναντίον της ευκολίας χρήσης που θα έπρεπε να χαρακτηρίζει την ΕΕΔ.

Δεύτερον, με βάση την πιο πάνω διάταξη, ασχέτως εάν ο Έμπορος αποφασίσει να μην δεσμευτεί να χρησιμοποιεί Φορέα ΕΕΔ, υπάρχουν οι περιπτώσεις όπου, είτε η χρήση, είτε η ενημέρωση, επιβάλλονται (βλ. για παράδειγμα Οδηγία (EE) 2015/2302 άρθρο 7(2)(ζ) και Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 524/2013, άρθρο 14(1)). Σε τέτοιες περιπτώσεις δεν υπάρχει επιλογή για τον Έμπορο – οφείλει να ενημερώσει τον Καταναλωτή.

ΑΜΕΣΗ ΥΠΟΒΟΛΗ ΠΑΡΑΠΟΝΟΥ: Σημαντική διάταξη είναι το άρθρο 13(3) το οποίο αναφέρει ότι:

«Τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι, όταν η διαφορά μεταξύ ενός Καταναλωτή και ενός Εμπόρου εγκατεστημένων στο έδαφός τους δεν μπορεί να διευθετηθεί με την άμεση υποβολή καταγγελίας από τον Καταναλωτή προς τον Έμπορο, ο Έμπορος παρέχει στον Καταναλωτή τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1, διευκρινίζοντας εάν θα κάνει χρήση των σχετικών φορέων ΕΕΔ για να επιλύσει τη διαφορά. Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται επί χάρτου ή επί άλλου σταθερού μέσου.»

Δηλαδή, σύμφωνα με το άρθρο 13(3), όπου ο Έμπορος δεν μπορεί να επιλύσει ένα παράπονο κάποιου Καταναλωτή μέσω της εσωτερικής διαδικασίας παραπόνου του Εμπόρου, υπάρχει η υποχρέωση δυνάμει του άρθρου 13(3) να ενημερωθεί ο Καταναλωτής για τον Φορέα ΕΕΔ ή Φορείς ΕΕΔ από τους οποίους καλύπτεται, τη διεύθυνση τους καθώς και τον ιστότοπο τους σε χαρτί ή άλλο σταθερό μέσο. Για αυτή τη διάταξη, έχει λεχθεί ότι ένας Καταναλωτής θα είναι πιο δεκτικός στο να λάβει αυτές τις πληροφορίες παρά στο αρχικό στάδιο της σύμβασης. Αυτό διότι, οι πληροφορίες που δίδονται δυνάμει του άρθρου 13(3), ακολουθούν τη διαφωνία με τον Έμπορο – με αποτέλεσμα ο Καταναλωτής να είναι επικεντρωμένος  στον τρόπο επίλυσης της διαφοράς του – αυτός είναι ο λόγος που η διάταξη αυτή προσέλκυσε σημαντική κριτική από τις επιχειρήσεις.

Με αυτό ειπωμένο, άποψη μας είναι ότι η διάταξη αυτή ενέχει ιδιαίτερη δυσκολία συμμόρφωσης προς τους Εμπόρους αλλά και κατά κάποιο τρόπο αποτελεί δώρον άδωρον στον Καταναλωτή. Αυτό διότι ο Έμπορος θα πρέπει, σε περίπτωση που δεν έχει δεσμευτεί με Φορέα ΕΕΔ, να ψάξει να βρει όλους τους Φορείς στους οποίους υπάγεται, να αναγράψει τα στοιχεία τους και να ενημερώσει τον Καταναλωτή, κατά πάσα πιθανότητα αναφέροντας του Καταναλωτή στο τέλος ότι «δεν επιθυμώ να χρησιμοποιήσω κάποιο Φορέα ΕΕΔ». Αν κάποιος αναλογισθεί την ταλαιπωρία στην οποία θα υποβληθεί ένας Καταναλωτής πριν να προκύψει έρευνα ή παράπονο εναντίον του Εμπόρου για παράβαση αυτής της διάταξης, δεν είναι δύσκολο να συμπεράνουμε ότι η διάταξη αυτή είναι προβληματική. Συγκεκριμένα, ένας Καταναλωτής, θα αποταθεί πρώτα στον Έμπορο για επίλυση της διαφοράς του. Αν δεν απαντήσει ο Έμπορος, τότε ο Καταναλωτής θα πρέπει να αποταθεί δεύτερη φορά στον Έμπορο ζητώντας του να τον ενημερώσει για τους Φορείς ΕΕΔ στους οποίους υπάγεται ο Έμπορος. Εάν ο Έμπορος δεν απαντήσει, ο Καταναλωτής θα πρέπει να αποταθεί στην αρμόδια αρχή της χώρας του για να καταγγείλει τον Έμπορο για την αδυναμία του να ενημερώσει τον Καταναλωτή συμφώνως του άρθρου 13(3) – και τούτα, χωρίς να εξεταστεί η αρχική διαφορά του Καταναλωτή η οποία προκύπτει από τη σύμβαση.

ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ: Το άρθρο 14 αναφέρεται στην υποχρέωση των ΚΜ να εξασφαλίζουν ότι σε διασυνοριακές συμβάσεις οι Καταναλωτές μπορούν να λάβουν βοήθεια για την πρόσβαση τους στον Φορέα ΕΕΔ που λειτουργεί στο άλλο ΚΜ. Η εν λόγω ευθύνη ανατίθεται στα κέντρα τους που περιλαμβάνονται στο Δίκτυο Ευρωπαϊκών Κέντρων Καταναλωτών, σε οργανώσεις καταναλωτών ή σε οποιονδήποτε άλλο Φορέα ΕΕΔ.

Με βάση το άρθρο 15, τα ΚΜ έχουν διάφορες υποχρεώσεις αναφορικά με τη δημοσιοποίηση διάφορων γενικών πληροφοριών (όπως είναι τα ονόματα των Φορέων ΕΕΔ και των ιστότοπων τους κτλ). Επίσης διασφαλίζουν την κατάλληλη διάδοση των πληροφοριών για το πώς οι Καταναλωτές μπορούν να καταφύγουν σε διαδικασίες ΕΕΔ και ενθαρρύνουν τις οργανώσεις καταναλωτών και τις επαγγελματικές οργανώσεις, σε επίπεδο τόσο Ένωσης όσο και εθνικό, να προβάλουν τους Φορείς ΕΕΔ και τις διαδικασίες τους και να προωθήσουν τη χρήση των ΕΕΔ από επαγγελματίες και Καταναλωτές.

Σύμφωνα με το άρθρο 16 τα ΚΜ εξασφαλίζουν ότι οι Φορείς ΕΕΔ συνεργάζονται για την επίλυση διασυνοριακών διαφορών και ότι προβαίνουν σε τακτικές ανταλλαγές ορθών πρακτικών, όσον αφορά την επίλυση τόσο διασυνοριακών όσο και εγχώριων διαφορών.

Το άρθρο 18 αναφέρει ότι κάθε ΚΜ ορίζει αρμόδια αρχή η οποία προβαίνει στα ακόλουθα:

  • Αναλαμβάνει όπως συλλέγει διάφορα στοιχεία από τους Φορείς ΕΕΔ (όπως για παράδειγμα η ονομασία τους, διαδικαστικούς κανονισμούς τους, τα τέλη που επιβάλλονται, τη μέση διάρκεια των διαδικασιών επίλυσης διαφορών κτλ).
  • Αναλαμβάνει να αξιολογεί αν ένας φορέας μπορεί να θεωρηθεί Φορέας ΕΕΔ που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας και αν πληροί τις συγκεκριμένες απαιτήσεις της Οδηγίας. Ακολούθως, βάσει της αξιολόγησης της, καταρτίζει κατάλογο όλων των Φορέων ΕΕΔ ο οποίος περιλαμβάνει πληροφορίες όπως (τα στοιχεία επαφής, τα τέλη που επιβάλλουν, τη γλώσσα, τα είδη διαφορών κτλ). Κάθε αρμόδια αρχή δημοσιοποιεί στον ιστότοπό της τον ενοποιημένο κατάλογο Φορέων ΕΕΔ που αναφέρεται στο άρθρο 20(4) παρέχοντας σύνδεσμο προς τη σχετική ιστοσελίδα της Επιτροπής.

ΚΥΡΩΣΕΙΣ: Με βάση το άρθρο 21 της Οδηγίας, τα ΚΜ οφείλουν να θεσπίζουν κανόνες που αφορούν τις κυρώσεις που εφαρμόζονται στις παραβάσεις των εθνικών διατάξεων. Ιδιαίτερη μνεία γίνεται σε σχέση με το άρθρο 13 της Οδηγίας το οποίο διαλαμβάνει την υποχρέωση των Εμπόρων να ενημερώνουν τους Καταναλωτές για τον Φορέα ή τους Φορείς ΕΕΔ από τους οποίους καλύπτονται.  Οι κυρώσεις θα πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.

Σχετικά Άρθρα

Δυνατότητα του Δικαστηρίου επέκτασης του χρόνου παραπομπής ενός ζητήματος σε διαιτησία
Οι Κανόνες Συμφιλίωσης του Κυπριακού Κέντρου Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών
Οι Κανόνες Διαμεσολάβησης του Κυπριακού Κέντρου Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών
0