ΑΝΑΛΥΣΗ ΟΔΗΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΕ – ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ – EU FUNDED
1. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ
Η Οδηγία 2002/65ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Σεπτεμβρίου 2002, σχετικά με την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές και την τροποποίηση των οδηγιών 90/619ΕΟΚ του Συμβουλίου, 97/7/ΕΚ και 98/27/ΕΚ («Η Οδηγία») σκοπεύει στην προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των KM, οι οποίες αφορούν την εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές.
Σύμβαση εξ αποστάσεως είναι κάθε σύμβαση που αφορά χρηματοοικονομικές υπηρεσίες και συνάπτεται μεταξύ ενός προμηθευτή και ενός καταναλωτή, στο πλαίσιο συστήματος εξ αποστάσεως πώλησης ή παροχής υπηρεσιών οργανωμένου από τον προμηθευτή, ο οποίος χρησιμοποιεί αποκλειστικά, για τη σύμβαση αυτή, ένα ή περισσότερα μέσα επικοινωνίας εξ αποστάσεως, μέχρι και τη στιγμή σύναψης της σύμβασης.
ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗΣ: Η Οδηγία είναι πλήρους εναρμόνισης ως επεξηγείται στην αιτιολογική σκέψη 13. Είναι σημαντικό όμως να αναφέρουμε ότι σε σχέση με τις απαιτήσεις πληροφόρησης που απαιτούνται να δίδονται στον καταναλωτή, τα ΚΜ με βάση το άρθρο 4(2) μπορούν να εισάγουν αυστηρότερες διατάξεις εφόσον αυτές είναι συμβατές με το κοινοτικό δίκαιο.
ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ: Με βάση το άρθρο 12 της Οδηγίας, ο καταναλωτής δεν μπορεί να παραιτείται των δικαιωμάτων που του παρέχονται από την Οδηγία και τα ΚΜ λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα ώστε να εξασφαλίζεται ότι ο καταναλωτής δεν στερείται της προστασίας που του παρέχεται βάσει της Οδηγίας λόγω της επιλογής δικαίου τρίτης χώρας ως του δικαίου που διέπει τη σύμβαση, όταν η σύμβαση αυτή συνδέεται στενά με το έδαφος ενός ή περισσότερων ΚΜ.
ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ: Με βάση το άρθρο 1 της Οδηγίας, αυτή εφαρμόζεται σε συμβάσεις που αφορούν εξ αποστάσεως εμπορία χρηματοοικονομικών υπηρεσιών προς τους καταναλωτές.
Στις περιπτώσεις συμβάσεων που αφορούν χρηματοοικονομικές υπηρεσίες οι οποίες περιλαμβάνουν μια αρχική συμφωνία παροχής υπηρεσίας και ακολούθως διαδοχικές πράξεις ή σειρά διακριτών πράξεων της ίδιας φύσεως που κλιμακώνονται χρονικά, οι διατάξεις της Οδηγίας εφαρμόζονται μόνο στην αρχική συμφωνία. Αν δεν υπάρχει αρχική συμφωνία παροχής υπηρεσίας αλλά οι διαδοχικές ή διακριτές πράξεις της ίδιας φύσεως που κλιμακώνονται χρονικά, διενεργούνται μεταξύ των ίδιων συμβαλλομένων μερών, τα άρθρα 3 και 4 εφαρμόζονται μόνο κατά τη διενέργεια της πρώτης πράξης. Όταν όμως δεν έχει διενεργηθεί πράξη της ίδιας φύσης για διάστημα άνω του ενός έτους, η διενέργεια της επόμενης πράξης θεωρείται ως η πρώτη μιας νέας σειράς πράξεων και, συνεπώς, εφαρμόζονται τα άρθρα 3 και 4.
2. ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
2.1. ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΑΨΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΕΞ ΑΠΟΣΤΑΣΕΩΣ
Σύμφωνα με το άρθρο 3, ο Καταναλωτής σε εύθετο χρόνο και προτού δεσμευθεί από μια εξ αποστάσεως σύμβαση ή προσφορά, λαμβάνει τις πληροφορίες που αφορούν τον προμηθευτή, τη χρηματοοικονομική υπηρεσία, τη σύμβαση εξ αποστάσεως και την προσφυγή (ήτοι την ύπαρξη εξωδικαστικών διαδικασιών επίλυσης διαφορών τον τρόπο πρόσβασης κτλ.). Το εν λόγω άρθρο αναφέρεται στις συγκεκριμένες πληροφορίες που πρέπει να δοθούν στον καταναλωτή κάτω από την κάθε κατηγορία πληροφοριών. Για παράδειγμα, αναφορικά με τη χρηματοοικονομική υπηρεσία θα πρέπει να δοθούν πληροφορίες αναφορικά με τους χρονικούς περιορισμούς της ισχύος των παρεχόμενων πληροφοριών, τις ρυθμίσεις σχετικά με την πληρωμή και την εκτέλεση, περιγραφή των κυριοτέρων χαρακτηριστικών στοιχείων της χρηματοοικονομικής υπηρεσίας κτλ)
Με βάση το άρθρο 3(2) οι πιο πάνω πληροφορίες παρέχονται κατά τρόπο σαφή και κατανοητό με κάθε ενδεικνυόμενο μέσο σε σχέση με το χρησιμοποιούμενο μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως λαμβανομένων δεόντως υπόψη τις αρχές της καλής πίστης που πρέπει να διέπουν τις εμπορικές συναλλαγές και της προστασίας εκείνων που, σύμφωνα με τη νομοθεσία των ΚΜ, είναι ανίκανοι προς δικαιοπραξία, όπως οι ανήλικοι.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΦΩΝΗΤΙΚΗ ΤΗΛΕΦΩΝΙΑ: Σύμφωνα με το άρθρο 3(3), στις περιπτώσεις επικοινωνίας με φωνητική τηλεφωνία θα πρέπει να παρέχονται συγκεκριμένες πληροφορίες όπως η ταυτότητα του προσώπου που τηλεφωνά και η σχέση του με τον προμηθευτή, περιγραφή των κυριότερων στοιχείων της χρηματοοικονομικής υπηρεσίας κτλ. Ο προμηθευτής οφείλει να πληροφορεί τον καταναλωτή αφενός ότι, κατόπιν αιτήματός του, μπορεί να λάβει και άλλες πληροφορίες, αφετέρου δε, για τη φύση των πληροφοριών αυτών. Εν πάση περιπτώσει, ο προμηθευτής του παρέχει όλες τις πληροφορίες του άρθρου 5 στο στάδιο πριν τη σύναψη της σύμβασης όπου του ανακοινώνει τους συμβατικούς όρους.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΣΥΜΒΑΤΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ: Οι πληροφορίες σχετικά με συμβατικές υποχρεώσεις, οι οποίες πρέπει να ανακοινώνονται στον καταναλωτή κατά την περίοδο πριν από τη σύναψη της σύμβασης, πρέπει να είναι σύμφωνες με τις συμβατικές υποχρεώσεις που θα απέρρεαν από τη νομοθεσία που θα εφαρμοζόταν κατά τεκμήριο στη σύμβαση εξ αποστάσεως, εάν η τελευταία είχε συναφθεί.
2.2. ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ/ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΥΝΥΦΑΣΜΕΝΑ ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΑΨΗ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
ΥΠΑΝΑΧΩΡΗΣΗ: Τα άρθρα 6 και 7 αναφέρονται στο δικαίωμα των καταναλωτών να υπαναχωρήσουν από τη σύμβαση. Με βάση το άρθρο 6, ο καταναλωτής έχει στη διάθεση του προθεσμία 14 ημερών για να υπαναχωρήσει χωρίς καμία ποινή και χωρίς να αναφέρει αιτιολογία. Ωστόσο, η προθεσμία αυτή παρατείνεται σε 30 ημερολογιακές ημέρες προκειμένου περί συμβάσεων εξ αποστάσεως με αντικείμενο ασφαλίσεις ζωής, καλυπτόμενες από την Οδηγία 90/619/ΕΟΚ καθώς και πράξεις που αφορούν τις ατομικές συντάξεις. Το δικαίωμα υπαναχώρησης αρχίζει να μετράται από την ημέρα σύναψης της σύμβασης εξ αποστάσεως (για ασφάλεια ζωής από τη στιγμή που ο καταναλωτής πληροφορήθηκε τη σύναψη της σύμβασης εξ αποστάσεως) ή από την ημέρα που ο καταναλωτής παρέλαβε τους όρους και πληροφορίες του άρθρου 5 της Οδηγίας όποιο συνέβηκε τελευταίο. Τα ΚΜ δύνανται να αναστέλλουν το εκτελεστό των συμβάσεων κατά το χρόνο που ισχύει το δικαίωμα υπαναχώρησης.
Με βάση το άρθρο 6(2) το δικαίωμα υπαναχώρησης δεν εφαρμόζεται στις ακόλουθες περιπτώσεις:
«α) σε χρηματοοικονομικές υπηρεσίες η τιμή των οποίων εξαρτάται από διακυμάνσεις της κεφαλαιαγοράς επί των οποίων ο προμηθευτής δεν έχει καμία επίδραση και μπορεί να επέλθουν κατά τη διάρκεια της προθεσμίας υπαναχώρησης, όπως υπηρεσίες που αφορούν:
– πράξεις συναλλάγματος,
– τίτλους της χρηματαγοράς,
– διαπραγματεύσιμους τίτλους,
– μερίδια οργανισμών συλλογικών επενδύσεων,
-προθεσμιακές χρηματοοικονομικές συμβάσεις (futures), συμπεριλαμβανομένων των ισοδυνάμων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα εκκαθάρισης τοις μετρητοίς,
– προθεσμιακά συμβόλαια επιτοκίου (FRA),
– συμβάσεις ανταλλαγής (swaps) με αντικείμενο επιτόκιο ή συνάλλαγμα ή συνδεόμενες με μετοχές ή με δείκτη μετοχών (equity swaps),
– προαιρέσεις (options) αγοράς ή πώλησης οιουδήποτε τίτλου από τους αναφερόμενους στο παρόν σημείο, συμπεριλαμβανομένων των ισοδυνάμων τίτλων που παρέχουν δικαίωμα εκκαθαρίσεως τοις μετρητοίς. Συμπεριλαμβάνονται, ιδίως, στην κατηγορία αυτή οι προαιρέσεις συναλλάγματος και επιτοκίων·
β) σε ασφαλιστήρια συμβόλαια ταξιδιών και αποσκευών ή παρόμοια βραχυπρόθεσμα ασφαλιστήρια συμβόλαια με διάρκεια μικρότερη του ενός μηνός·
γ) στις συμβάσεις των οποίων η εκτέλεση έχει ολοκληρωθεί πλήρως και από τα δύο μέρη με ρητή αίτηση του καταναλωτή προτού ασκήσει ο καταναλωτής το δικαίωμα υπαναχώρησης.
Επίσης, το άρθρο 6(3) αναφέρει ότι τα ΚΜ μπορούν να προβλέπουν ότι το δικαίωμα υπαναχώρησης δεν έχει εφαρμογή στις ακόλουθες περιπτώσεις:
«α) σε πίστωση η οποία προορίζεται κυρίως για την κτήση ή τη διατήρηση δικαιωμάτων ιδιοκτησίας επί εγγείου ιδιοκτησίας ή επί υπάρχοντος ή υπό κατασκευή κτιρίου, ή για την ανακαίνιση ή βελτίωση κτιρίου, ή
β) σε πίστωση η οποία εξασφαλίζεται είτε με υποθήκη επί ακινήτου είτε με δικαίωμα επί ακινήτου, ή
γ) σε δηλώσεις καταναλωτών οι οποίες πραγματοποιούνται με συμμετοχή δημόσιου λειτουργού, υπό την προϋπόθεση ότι ο δημόσιος λειτουργός πιστοποιεί ότι τα δικαιώματα του καταναλωτή σύμφωνα με το άρθρο 5 παράγραφος 1 διασφαλίζονται.
Η παρούσα παράγραφος ισχύει με την επιφύλαξη του δικαιώματος για χρόνο σκέψης προς όφελος των καταναλωτών που διαμένουν σε κράτος μέλος όπου το δικαίωμα αυτό υφίσταται, κατά τη στιγμή της έκδοσης της παρούσας οδηγίας.»
Το άρθρο 6(6) αναφέρει ότι με την αποστολή της υπαναχώρησης εντός της προθεσμίας, θεωρείται ότι έχει τηρηθεί η προθεσμία.
Σημαντικό να σημειώσουμε ότι εάν ασκηθεί το δικαίωμα υπαναχώρησης, τότε εάν στη σύμβαση εξ αποστάσεως μιας δεδομένης χρηματοοικονομικής υπηρεσίας έχει επισυναφθεί άλλη σύμβαση εξ αποστάσεως σχετική με χρηματοοικονομικές υπηρεσίες παρεχόμενες από τον προμηθευτή ή από τρίτον βάσει συμφωνίας του με τον προμηθευτή, η πρόσθετη αυτή σύμβαση τερματίζεται αυτομάτως χωρίς οποιαδήποτε επιβάρυνση στον καταναλωτή.
Σε σχέση με πληρωμές για υπηρεσίες που έχουν παρασχεθεί πριν την υπαναχώρηση εφαρμόζεται το άρθρο 7 της Οδηγίας. Το άρθρο αναφέρει ότι, εάν ο καταναλωτής ασκήσει το δικαίωμα αυτό, μπορεί να υποχρεωθεί να πληρώσει, το συντομότερο δυνατό, μόνο για τη χρηματοοικονομική υπηρεσία που του έχει όντως παράσχει ο προμηθευτής σύμφωνα με τη σύμβαση εξ αποστάσεως. Το πληρωτέο ποσό δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσό ανάλογο με την έκταση της υπηρεσίας που ήδη παρασχέθηκε σε σχέση με το σύνολο παροχών που προβλέπει η σύμβαση εξ αποστάσεως. Σε καμία περίπτωση τέτοιο ποσό μπορεί να εκληφθεί ως ποινή. Επίσης, ο προμηθευτής δεν μπορεί να απαιτήσει από τον καταναλωτή να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό εκτός εάν μπορεί να αποδείξει ότι ο καταναλωτής είχε δεόντως ενημερωθεί για το πληρωτέο ποσό που θα υποχρεωθεί να καταβάλει εντός της προθεσμίας υπαναχώρησης. Ωστόσο, ο προμηθευτής δεν μπορεί να απαιτήσει οποιαδήποτε πληρωμή εάν έχει αρχίσει να εκτελεί τη σύμβαση πριν από την εκπνοή προθεσμίας υπαναχώρησης χωρίς να το ζητήσει προηγουμένως ο καταναλωτής.
Με βάση το άρθρο 7(4) ο προμηθευτής υποχρεούται να επιστρέψει στον καταναλωτή εντός 30 ημερών από την ημέρα που έλαβε την κοινοποίηση υπαναχώρησης, όλα τα ποσά που έλαβε από τον καταναλωτή (πλην των ποσών για υπηρεσίες που παρασχέθηκαν εντός της περιόδου υπαναχώρησης). Σύμφωνα με το άρθρο 7(5), ο καταναλωτής επιστρέφει στον προμηθευτή το αργότερο εντός 30 ημερών από την ημερομηνία αποστολής της κοινοποίησης της υπαναχώρησης οποιαδήποτε χρηματικά ποσά ή πράγματα έλαβε από αυτόν.
ΠΛΗΡΩΜΕΣ ΜΕ ΚΑΡΤΕΣ: Με βάση το άρθρο 8, ο καταναλωτής μπορεί να ζητά την ακύρωση μιας πληρωμής σε περίπτωση που χρησιμοποιήθηκε δολίως η κάρτα πληρωμής του στα πλαίσια σύμβασης εξ αποστάσεως και να επαναπιστώνεται με τα ποσά που έχουν καταβληθεί ή να του επιστρέφονται τα ποσά αυτά.
ΜΗ ΑΙΤΗΘΕΙΣΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ: Εκτός στις περιπτώσεις σιωπηρής ανανέωσης της σύμβασης εξ αποστάσεως, απαγορεύεται η παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών σε καταναλωτή χωρίς να το έχει ζητήσει προηγουμένως όταν αυτή η παροχή περιλαμβάνει αίτηση για άμεση ή μεταγενέστερη πληρωμή. Επίσης, ο καταναλωτής απαλλάσσεται από οποιαδήποτε υποχρέωση σε περίπτωση μη αιτηθείσας υπηρεσίας χωρίς η έλλειψη απάντησης εκ μέρους του να εκλαμβάνεται ως συγκατάθεση.
ΑΥΤΟΚΛΗΤΗ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ: Το άρθρο 10 αναφέρει ότι προτού χρησιμοποιηθούν από τον προμηθευτή αυτοματοποιημένα συστήματα κλήσης χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση (αυτόματες συσκευές κλήσης) ή φαξ, θα πρέπει να προηγείται η συγκατάθεση του καταναλωτή. Με τον ίδιο τρόπο, εάν επιτρέπεται η προσωπική επικοινωνία με τον καταναλωτή με το μέσο επικοινωνίας εξ αποστάσεως που χρησιμοποιεί ο προμηθευτής, θα πρέπει να προηγείται η συγκατάθεση του καταναλωτή ή να χρησιμοποιούνται εφόσον δεν υπάρχει η έκδηλη αντίθεση του καταναλωτή.
ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗ ΡΗΤΡΑ: Με βάση το άρθρο 15, θεωρείται καταχρηστική ρήτρα οποιαδήποτε ρήτρα η οποία προβλέπει ότι το βάρος της απόδειξης για την τήρηση εκ μέρους του προμηθευτή του συνόλου ή μέρους των υποχρεώσεων που τον βαρύνουν βάσει της Οδηγίας το φέρει ο καταναλωτής. Όχι όμως αναφορικά με το βάρος απόδειξης για την τήρηση των υποχρεώσεων πληροφόρησης του καταναλωτή που επιβάλλονται στον προμηθευτή ή τη συγκατάθεση του καταναλωτή στη σύναψη της σύμβασης/εκτέλεσης της. Στις τελευταίες αυτές περιπτώσεις το βάρος απόδειξης βρίσκεται στον καταναλωτή αλλά τα ΚΜ δύνανται να το μεταθέσουν στον προμηθευτή.
3. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ/ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ
ΚΥΡΩΣΕΙΣ: Το άρθρο 11 της Οδηγίας προβλέπει ότι τα ΚΜ προβλέπουν για τις δέουσες κυρώσεις σε περίπτωση που ο προμηθευτής δεν τηρεί τις εθνικές διατάξεις που έχουν θεσπιστεί δυνάμει της Οδηγίας. Επίσης, τα ΚΜ μπορούν, σε περίπτωση παράβασης των διατάξεως να επιτρέπουν στον καταναλωτή να καταγγείλει τη σύμβαση ανά πάσα στιγμή χωρίς έξοδα και ποινές. Οι κυρώσεις πρέπει να είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές.
ΕΙΔΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΠΡΟΣΦΥΓΗ: Με βάση το άρθρο 13, τα ΚΜ μεριμνούν ώστε να υπάρχουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα εξασφάλισης της συμμόρφωσης με την Οδηγία για το συμφέρον του καταναλωτή. Τα μέσα αυτά περιλαμβάνουν διατάξεις με βάση τις οποίες ένας ή περισσότεροι οργανισμοί μπορούν να προσφύγουν ενώπιον δικαστηρίων και αρμόδιων διοικητικών φορέων για την εξασφάλιση της εφαρμογής των μέτρων που εναρμονίζουν την Οδηγία. Οι οργανώσεις αυτές είναι δημόσιοι οργανισμοί ή εκπρόσωποι τους, οργανώσεις καταναλωτών που έχουν έννομο συμφέρον για την προστασία των καταναλωτών και επαγγελματικές οργανώσεις που έχουν έννομο συμφέρον να ενεργήσουν.
Σημαντικό είναι να αναφέρουμε ότι με βάση το άρθρο 13(3) τα ΚΜ οφείλουν να λάβουν μέτρα με βάση τα οποία οι οργανισμοί και οι προμηθευτές μέσων επικοινωνίας εξ αποστάσεως, υποχρεούνται να θέσουν τέρμα εφόσον είναι σε θέση να το πράξουν, σε πρακτικές οι οποίες βάσει δικαστικής απόφασης, διοικητικής απόφασης, ή απόφασης ελεγκτικής αρχής η οποία τους κοινοποιείται, κηρύσσονται ότι αντιβαίνουν στην παρούσα Οδηγία.
ΕΞΩΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΑΡΑΠΟΝΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ: Το άρθρο 14 προβλέπει για την προώθηση της θεσπίσεως και ανάπτυξης εξωδικαστικών διαδικασιών υποβολής παραπόνων και επίλυσης διαφορών (αναφέρονται ως διαδικασίες υποβολής ενστάσεων και προσφυγών) οι οποίες πρέπει να είναι κατάλληλες και αποτελεσματικέ για την επίλυση διαφορών επί καταναλωτικών θεμάτων. Ενθαρρύνουν επίσης τα όργανα που είναι υπεύθυνα για την εξωδικαστική λύση των διαφορών να συνεργάζονται για να επιλύονται οι διασυνοριακές διαφορές που αφορούν τις εξ αποστάσεως παρεχόμενες χρηματοοικονομικές υπηρεσίες.
4. ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Η Οδηγία προβλέπει και για συγκεκριμένες τροποποιήσεις. Με βάση τα άρθρο 17, 18 και 19 τροποποιούνται η Οδηγία 90/619/ΕΟΚ, η Οδηγία 97/7/ΕΚ και η Οδηγία 98/27/ΕΚ αντίστοιχα.