ΑΝΑΛΥΣΗ ΟΔΗΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΕ – ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ – EU FUNDED
1. ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ
Η Οδηγία 2014/17/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις συμβάσεις πίστωσης για καταναλωτές για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία και την τροποποίηση των οδηγιών 2008/48/ΕΚ και 2013/36/EE και του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 («Η Οδηγία») σκοπεύει με βάση το άρθρο 1 αυτής να θεσπίσει κοινό πλαίσιο για ορισμένες πτυχές των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των ΚΜ σχετικά με τις συμβάσεις που καλύπτουν τις πιστώσεις σε καταναλωτές οι οποίες εξασφαλίζονται με υποθήκη ή με άλλο τρόπο και αφορούν ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης να πραγματοποιηθεί αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας προτού χορηγηθεί πίστωση, ως βάση για την ανάπτυξη αποδοτικών προτύπων αναδοχής σε ό,τι αφορά τα ακίνητα που προορίζονται για κατοικία στα ΚΜ, καθώς και για ορισμένες απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας, μεταξύ άλλων σχετικά με την εγκατάσταση και εποπτεία των μεσιτών πιστώσεων, των εντεταλμένων αντιπροσώπων και των μη πιστωτικών ιδρυμάτων.
ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗΣ: Με βάση το άρθρο 2 η Οδηγία είναι ελάχιστης εναρμόνισης και δεν εμποδίζει τα ΚΜ να διατηρούν ή να θεσπίζουν πιο αυστηρές διατάξεις προκειμένου να προστατεύσουν τους καταναλωτές με την προϋπόθεση ότι οι διατάξεις αυτές να είναι συνεπείς με τις υποχρεώσεις τους σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης. Ωστόσο, τα ΚΜ δεν δύνανται να διατηρούν ή να θεσπίζουν διατάξεις που παρεκκλίνουν από αυτές του άρθρου 14(2) και το Παράρτημα ΙΙ Μέρος Α (όταν αυτές αφορούν τις τυποποιημένες προσυμβατικές πληροφορίες μέσω του τυποποιημένου ευρωπαϊκού δελτίου πληροφοριών (ESIS)) και του άρθρου 17(1) – (5), (7) και (8) και του Παραρτήματος Ι στο βαθμό που αυτές αφορούν το κοινό και συνεπές ενωσιακό πρότυπο για τον υπολογισμό του ΣΕΠΕ.
ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΟΣ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΟΔΗΓΙΑΣ: Σύμφωνα με το άρθρο 41, τα ΚΜ διασφαλίζουν ότι οι καταναλωτές δεν μπορούν να παραιτούνται των δικαιωμάτων που τους παραχωρούνται δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας που μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο την παρούσα οδηγία. Επίσης, δεν είναι δυνατό να καταστρατηγείται η Οδηγία απλά και μόνο επειδή οι συμβάσεις διατυπώνονται με συγκεκριμένο τρόπο ούτως ώστε να αποφεύγεται η εφαρμογή της Οδηγίας σε αυτές.
ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ: Με βάση το άρθρο 3, η Οδηγία εφαρμόζεται σε δύο είδη συμβάσεων:
«(α) σε συμβάσεις πίστωσης που εξασφαλίζονται είτε με υποθήκη είτε με άλλη παρόμοια εγγύηση, που χρησιμοποιείται γενικά σε κράτος μέλος για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, ή που εξασφαλίζονται βάσει δικαιώματος σχετιζομένου με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, και
(β) σε συμβάσεις πίστωσης σκοπός των οποίων είναι η απόκτηση ή η διατήρηση δικαιωμάτων κυριότητας επί εγγείου ιδιοκτησίας ή επί υπάρχοντος ή υπό κατασκευή κτιρίου.»
Με βάση το πιο πάνω άρθρο, η Οδηγία δεν εφαρμόζεται στις πιο κάτω περιπτώσεις:
«α) συμβάσεις πίστωσης αποδέσμευσης περιθωρίου αξίας όπου ο πιστωτικός φορέας:
i) χορηγεί την πίστωση με εφάπαξ ποσό, σε τακτικές δόσεις ή με άλλη μορφή, και ως αντιπαροχή εισπράττει ένα ποσό από το τίμημα της μελλοντικής πώλησης ενός ακινήτου που προορίζεται για κατοικία ή αποκτά ένα δικαίωμα επί ακινήτου που προορίζεται για κατοικία, και
ii) δεν απαιτεί αποπληρωμή της πίστωσης έως ότου συμβούν ένα ή περισσότερα προκαθορισμένα γεγονότα στη ζωή του καταναλωτή, όπως αυτά ορίζονται από τα κράτη μέλη, εκτός εάν υπάρξει παραβίαση από τον καταναλωτή των συμβατικών υποχρεώσεών του που επιτρέπει στον πιστωτικό φορέα να τερματίσει τη σύμβαση πίστωσης,
β) συμβάσεις πίστωσης με τις οποίες η πίστωση χορηγείται από εργοδότη στους εργαζομένους του ως δευτερεύουσα δραστηριότητα, άτοκα ή με ΣΕΠΕ χαμηλότερα από εκείνα που επικρατούν στην αγορά και τα οποία δεν προσφέρονται γενικά στο κοινό,
γ) συμβάσεις πίστωσης όπου η πίστωση χορηγείται άτοκα και χωρίς άλλες επιβαρύνσεις εκτός από εκείνες που έχουν σκοπό την ανάκτηση του κόστους που συνδέεται άμεσα με την εξασφάλιση της πίστωσης,
δ) συμβάσεις πίστωσης υπό μορφή δυνατότητας υπερανάληψης και στις οποίες η πίστωση πρέπει να εξοφληθεί εντός ενός μηνός,
ε) συμβάσεις πίστωσης που είναι αποτέλεσμα διακανονισμού ο οποίος επιτεύχθηκε ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης δημόσιας αρχής,
στ) συμβάσεις πίστωσης που αφορούν την προθεσμιακή εξόφληση υπάρχουσας οφειλής, χωρίς επιβαρύνσεις, οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παραγράφου 1 στοιχείο α).»
Τα ΚΜ έχουν επίσης δικαίωμα να μην εφαρμόζουν συγκεκριμένα άρθρα της Οδηγίας ή την Οδηγία σε ορισμένες συμβάσεις. Αυτά τα είδη συμβάσεων περιέχονται στο άρθρο 3(3) μέχρι 3(5) της Οδηγίας.
2. ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
2.1. ΓΕΝΙΚΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ, ΤΟΥΣ ΜΕΣΙΤΕΣ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΝΤΕΤΑΛΜΕΝΟΥΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥΣ
Με βάση το άρθρο 7, ο πιστωτικός φορέας, ο μεσίτης πιστώσεων ή ο εντεταλμένος αντιπρόσωπος στις περιπτώσεις όπου εκπονεί πιστωτικά προϊόντα, χορηγεί, διαμεσολαβεί ή παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες σχετικά με πίστωση και, κατά περίπτωση, συμπληρωματικές υπηρεσίες σε καταναλωτές ή όταν εκτελεί σύμβαση πίστωσης, τότε θα πρέπει να ενεργεί με εντιμότητα, δικαιοσύνη, διαφάνεια και επαγγελματισμό λαμβάνοντας υπόψη τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των καταναλωτών. Με βάση το άρθρο 8, υποχρεούται να παρέχει πληροφόρηση στον καταναλωτή δωρεάν αναφορικά με τη συμμόρφωση στην Οδηγία. Τέλος με βάση το άρθρο 9 το προσωπικό τους θα πρέπει να διαθέτει κατάλληλο επίπεδο γνώσεων και επάρκεια για την εκπόνηση, προσφορά ή τη χορήγηση συμβάσεων πίστωσης, την άσκηση δραστηριοτήτων πιστωτικής διαμεσολάβησης (δηλαδή μεσιτείας πιστώσεων) ή την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών.
2.2. ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗ/ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΝΑΨΗ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ
ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ: Το άρθρο 10 αναφέρει ότι με την επιφύλαξη της Οδηγίας 2005/29/ΕΚ τα ΚΜ απαιτούν ότι οι διαφημιστικές και εμπορικές ανακοινώσεις για συμβάσεις πίστωσης να είναι θεμιτές, σαφείς και μη παραπλανητικές. Ειδικότερα, απαγορεύεται η διατύπωση που ενδέχεται να δημιουργήσει ψευδείς προσδοκίες στον καταναλωτή όσον αφορά τη διαθεσιμότητα ή το κόστος της πίστωσης.
Με βάση το άρθρο 11, όπου μια διαφήμιση αναφέρει επιτόκιο ή αριθμητικά στοιχεία που αφορούν το κόστος της πίστωσης, θα πρέπει να περιλαμβάνει τυποποιημένες πληροφορίες. Οι πληροφορείς απαριθμούνται στο άρθρο 11(2) και είναι οι ακόλουθες:
«α) την ταυτότητα του πιστωτικού φορέα ή, κατά περίπτωση, του μεσίτη πιστώσεων ή του εντεταλμένου αντιπροσώπου,
β) ανάλογα με την περίπτωση, ότι η σύμβαση πίστωσης θα εξασφαλιστεί είτε με υποθήκη ή άλλη παρόμοια εγγύηση που χρησιμοποιείται γενικά σε κράτος μέλος για ακίνητα που προορίζονται για κατοικία, είτε βάσει δικαιώματος σχετιζόμενου με ακίνητα που προορίζονται για κατοικία,
γ) το χρεωστικό επιτόκιο, επισημαίνοντας αν πρόκειται για σταθερό ή κυμαινόμενο ή συνδυασμό και των δύο, μαζί με πληροφορίες για τυχόν επιβαρύνσεις που περιλαμβάνονται στο συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή,
δ) το συνολικό ποσό της πίστωσης,
ε) το ΣΕΠΕ που αναφέρεται στη διαφήμιση με τουλάχιστον τον ίδιο ευδιάκριτο τρόπο όπως και οποιοδήποτε επιτόκιο,
στ) κατά περίπτωση, τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης,
ζ) κατά περίπτωση, το ποσό των δόσεων,
η) κατά περίπτωση, το συνολικό ποσό που πρέπει να καταβάλει ο καταναλωτής,
θ) κατά περίπτωση, τον αριθμό των δόσεων,
ι) κατά περίπτωση, μια προειδοποίηση σχετικά με το γεγονός ότι πιθανές διακυμάνσεις της συναλλαγματικής ισοτιμίας θα μπορούσαν να επηρεάσουν το ποσό που πρέπει να καταβάλει ο καταναλωτής.»
Οι πιο πάνω πληροφορίες (εκτός από αυτές του άρθρου 11(2)(α),(β) και (ι)) γνωστοποιούνται με αντιπροσωπευτικό παράδειγμα. Όπου για τη χορήγηση πίστωσης είναι υποχρεωτική η σύναψη σύμβασης που αφορά συμπληρωματική υπηρεσία, και ιδίως ασφάλιση και το κόστος της εν λόγω υπηρεσίας δεν μπορεί να καθοριστεί εκ των προτέρων, η υποχρέωση σύναψης αυτής της σύμβασης αναφέρεται κατά τρόπο σαφή, συνοπτικό και εμφανή, μαζί με το ΣΕΠΕ.
Οι πιο πάνω πληροφορίες θα πρέπει επίσης να είναι ευανάγνωστες ή να ακούγονται ευκρινώς ανάλογα με το μέσο που χρησιμοποιείται για τη διαφήμιση.
ΠΡΑΚΤΙΚΕΣ ΔΕΣΜΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΟΜΑΔΟΠΟΙΗΣΗΣ: Με βάση την ερμηνευτική διάταξη, η πρακτική δέσμευσης είναι η προσφορά ή η πώληση σύμβασης πίστωσης σε δέσμη με άλλα ξεχωριστά χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή υπηρεσίες. Η πρακτική ομαδοποίησης είναι η προσφορά ή η πώληση μιας σύμβασης πίστωσης σε δέσμη με άλλα ξεχωριστά χρηματοπιστωτικά προϊόντα ή υπηρεσίες, όταν η σύμβαση πίστωσης διατίθεται και χωριστά στον καταναλωτή αλλά όχι κατ’ ανάγκη με τους ίδιους όρους ή προϋποθέσεις όπως όταν προσφέρεται ομαδοποιημένη με τις συμπληρωματικές υπηρεσίες. Με βάση το άρθρο 12, οι πρακτικές δέσμευσης απαγορεύονται εκτός όπου ο πιστωτικός φορέας μπορεί να αποδείξει ότι τα δεσμευμένα προϊόντα έχουν ως αποτέλεσμα σαφές πλεονέκτημα για τους καταναλωτές λαμβάνοντας δεόντως υπόψη τη διαθεσιμότητα και τις τιμές των σχετικών προϊόντων που προσφέρονται στην αγορά.
Κατά παρέκκλιση των πιο πάνω, όπου τα ΚΜ το επιτρέπουν, οι πιστωτικοί φορείς έχουν τη δυνατότητα να ζητούν από τον καταναλωτή ή ένα μέλος της οικογενείας του ή έναν στενό συγγενή του:
«α) να ανοίξει ή να τηρήσει λογαριασμό πληρωμών ή ταμιευτηρίου, όταν μοναδικός σκοπός του εν λόγω λογαριασμού είναι να σωρευθεί κεφάλαιο για να αποπληρωθεί η πίστωση, να εξυπηρετηθεί η πίστωση, να συγκεντρωθούν από κοινού πόροι για τη χορήγηση της πίστωσης ή να παρασχεθεί πρόσθετη ασφάλεια στον πιστωτικό φορέα στην περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης,
β) να αγοράσει ή να κρατήσει επενδυτικό προϊόν ή ιδιωτικό συνταξιοδοτικό προϊόν, όταν το εν λόγω προϊόν, που παρέχει πρωτίστως στον επενδυτή εισόδημα μετά τη συνταξιοδότηση, χρησιμεύει επίσης ως πρόσθετη ασφάλεια στον πιστωτικό φορέα στην περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης ή για τη σώρευση κεφαλαίου για να αποπληρωθεί η πίστωση, να εξυπηρετηθεί η πίστωση ή για να συγκεντρωθούν από κοινού πόροι για τη χορήγηση της πίστωσης,
γ) να συνάπτει χωριστή σύμβαση πίστωσης σε συνδυασμό με την πιστωτική σύμβαση συμμετοχικού στεγαστικού δανείου «shared equity» για τη χορήγηση της πίστωσης.»
Τέλος, όπου τα ΚΜ το επιτρέπουν ο πιστωτικός φορέας μπορεί να ζητά από τον καταναλωτή ασφαλιστήριο όσο αφορά τη σύμβαση πίστωσης δεδομένου ότι ο πιστωτικός φορέας αποδέχεται ασφαλιστήριο από φορέα παροχής διαφορετικό εκείνου που προτιμά. Σε αυτές τις περιπτώσεις εξασφαλίζουν ότι ο πιστωτικός φορέας κάνει δεκτό ασφαλιστήριο από φορέα παροχής διαφορετικό εκείνου που προτιμά, όταν το επίπεδο εγγύησης του εν λόγω ασφαλιστηρίου είναι αντίστοιχο εκείνου που πρότεινε ο πιστωτικός φορέας.
ΓΕΝΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: Με βάση το άρθρο 13, οι πιστωτικοί φορείς, συνδεδεμένοι μεσίτες πιστώσεων ή οι εντεταλμένοι αντιπρόσωποι, θα πρέπει να διαθέτουν γενικές πληροφορίες για τις συμβάσεις πίστωσης. Οι εν λόγω πληροφορίες διατίθενται με σαφή και κατανοητό τρόπο εγγράφως, ή σε άλλο σταθερό μέσο ή σε ηλεκτρονική μορφή. Μερικές από τις πληροφορίες είναι η ταυτότητα, γεωγραφική διεύθυνση του φορέα, οι σκοποί που θα χρησιμοποιηθεί η πίστωση, η πιθανή διάρκεια των συμβάσεων πίστωσης, αντιπροσωπευτικό παράδειγμα του συνολικού ποσού της πίστωσης, περιγραφή των όρων που σχετίζονται απευθείας με την πρόωρη αποπληρωμή, γενική προειδοποίηση σχετικά με τις πιθανές συνέπειες παράβασης της σύμβασης κτλ.
ΠΡΟΣΥΜΒΑΤΙΚΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ: Με βάση το άρθρο 14, θα πρέπει επίσης να παρέχονται στον καταναλωτή εξατομικευμένες πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τη σύγκριση πιστώσεων που διατίθενται στην αγορά, την αξιολόγηση των επιπτώσεων τους και τη λήψη τεκμηριωμένης απόφασης σχετικά με τη σύναψη σύμβασης πίστωσης χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση και προτού ο καταναλωτής δεσμευθεί με σύμβαση ή προσφορά πίστωσης. Οι εν λόγω πληροφορίες παρέχονται εγγράφως ή σε άλλο σταθερό μέσο με το Τυποποιημένο Ευρωπαϊκό Δελτίο Πληροφοριών («ESIS»). To ESIS περιλαμβάνεται στο Παράρτημα ΙΙ.
Η οποιαδήποτε δεσμευτική προσφορά για τον πιστωτικό φορέα, παρέχεται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου και συνοδεύεται από το ESIS όταν δεν έχει παρασχεθεί προηγουμένως ESIS στον καταναλωτή ή τα χαρακτηριστικά της προσφοράς είναι διαφορετικά από τις πληροφορίες που περιέχει το ESIS το οποίο παρασχέθηκε προηγουμένως. Βεβαίως τα ΚΜ μπορούν να απαιτούν όπως το ESIS παρέχεται πριν την παροχή δεσμευτικής προσφοράς.
Με βάση το άρθρο 14(6) η χρονική περίοδος που είναι δεσμευτική η προσφορά για τον πιστωτικό φορέα είναι 7 ημέρες τουλάχιστο. Αυτή η περίοδος ονομάζεται περίοδος μελέτης κατά την οποία ο καταναλωτής δύναται να αποδεχθεί τη σύμβαση αλλά ο πιστωτικός φορέας δεν δύναται να αναιρέσει την προσφορά του. Βεβαίως, οι 7 ημέρες μπορεί να είναι και περίοδος υπαναχώρησης. Δηλαδή, τα ΚΜ να ορίζουν ότι 7 ημέρες είναι η περίοδος κατά την οποία ο καταναλωτής μπορεί να υπαναχωρήσει μετά που αποδέχεται τη σύμβαση.
Επίσης, τα ΚΜ μπορούν να ορίζουν ότι οι καταναλωτές δεν μπορούν να δεχτούν την προσφορά για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις πρώτες 10 ημέρες της περιόδου μελέτης.
Τέλος, με βάση το άρθρο 14(11) τα ΚΜ εξασφαλίζουν ότι τουλάχιστον όταν δεν υφίσταται δικαίωμα υπαναχώρησης, ο πιστωτικός φορέας ή, κατά περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων ή ο εντεταλμένος αντιπρόσωπος παρέχουν στον καταναλωτή αντίγραφο του σχεδίου σύμβασης πίστωσης κατά το χρόνο υποβολής μιας προσφοράς που είναι δεσμευτική για τον πιστωτικό φορέα. Όταν υφίσταται δικαίωμα υπαναχώρησης, τα κράτη μέλη εξασφαλίζουν ότι ο πιστωτικός φορέας ή, κατά περίπτωση, ο μεσίτης πιστώσεων ή ο εντεταλμένος αντιπρόσωπος προσφέρεται να παράσχει στον καταναλωτή αντίγραφο του σχεδίου σύμβασης πίστωσης κατά τον χρόνο υποβολής μιας προσφοράς που είναι δεσμευτική για τον πιστωτικό φορέα.
ΕΠΙΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΟΧΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΑΠΟ ΜΕΣΙΤΕΣ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΝΤΕΤΑΛΜΕΝΟΥΣ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΥΣ: Σύμφωνα με το άρθρο 15, οι μεσίτες πιστώσεων ή ο εντεταλμένος αντιπρόσωπος παρέχουν στον καταναλωτή εγγράφως ή σε άλλο σταθερό μέσο επιπρόσθετες πληροφορίες. Μερικές από αυτές είναι η ταυτότητα και γεωγραφική διεύθυνση του μεσίτη πιστώσεων, το μητρώο που είναι καταχωρημένος, κατά πόσο παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες, το ποσό της αμοιβής του κτλ.
Οι μεσίτες πιστώσεων που δεν είναι συνδεδεμένοι αλλά λαμβάνουν προμήθειες από έναν ή περισσότερους πιστωτικούς φορείς παρέχουν, εφόσον το ζητήσει ο καταναλωτής, πληροφορίες σχετικά με τη διακύμανση των επιπέδων προμηθειών τις οποίες καταβάλλουν οι διάφοροι πιστωτικοί φορείς που παρέχουν τις συμβάσεις πίστωσης οι οποίες προσφέρονται στον καταναλωτή. Εάν ο μεσίτης πιστώσεων επιβαρύνει τον καταναλωτή με αμοιβή και επιπλέον εισπράττει προμήθεια από τον πιστωτικό φορέα ή τρίτο μέρος, ο μεσίτης πιστώσεων εξηγεί στον καταναλωτή κατά πόσον η προμήθεια συμψηφίζεται ή όχι με την αμοιβή, είτε κατά ένα μέρος είτε πλήρως.
Σημειώνεται ότι το κόστος αμοιβής του μεσίτη πιστώσεων περιλαμβάνεται στον υπολογισμό του ΣΕΠΕ.
ΕΝΔΕΔΕΙΓΜΕΝΕΣ ΕΞΗΓΗΣΕΙΣ: Το άρθρο 16 αναφέρει ότι οι πιστωτικοί φορείς, μεσίτες πιστώσεων ή εντεταλμένοι αντιπρόσωποι παρέχουν επαρκείς εξηγήσεις στον καταναλωτή σχετικά με τις προτεινόμενες συμβάσεις πίστωσης και τις συμπληρωματικές υπηρεσίες ούτως ώστε να είναι σε θέση ο καταναλωτής να αξιολογήσει αν οι εν λόγω συμβάσεις προσαρμόζονται στις ανάγκες του και την οικονομική του κατάσταση. Οι εν λόγω εξηγήσεις περιλαμβάνουν τις προσυμβατικές πληροφορίες, τα βασικά χαρακτηριστικά των προτεινόμενων προϊόντων, τις επιπτώσεις που έχουν στον καταναλωτή – ιδιαίτερα τις συνέπειες υπερημερίας πληρωμής, και όπου συμπληρωματικές υπηρεσίες είναι ομαδοποιημένες με σύμβαση πίστωσης, κατά πόσο κάθε συστατικό στοιχείο μπορεί να τερματιστεί χωριστά και τις συνέπειες της επιλογής αυτής για τον καταναλωτή.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ: Το άρθρο 18 αναφέρεται στην υποχρέωση των πιστωτικών φορέων να αξιολογούν ενδελεχώς την πιστοληπτική ικανότητα του καταναλωτή λαμβάνοντας υπόψη παράγοντες που επιτρέπουν την εξακρίβωση της προοπτικής του καταναλωτή να τηρήσει τις υποχρεώσεις του στο πλαίσιο της σύμβασης πίστωσης. Στον υπολογισμό πιστοληπτικής ικανότητας αποφεύγεται να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι η αξία του ακινήτου που προορίζεται για κατοικία υπερβαίνει το ποσό της πίστωσης, ή ότι η εν λόγω αξία θα αυξηθεί, εκτός όπου ο σκοπός της σύμβασης πίστωσης είναι η κατασκευή ή ανακαίνιση του ακινήτου που προορίζεται για κατοικία.
Ο πιστωτικός φορέας δεν δύναται να ακυρώσει ή τροποποιήσει σύμβαση πίστωσης με την αιτιολογία ότι δεν έγινε ορθά η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή, εκτός όπου ο καταναλωτής σκοπίμως παρέλειψε ή παραποίησε πληροφορίες τις οποίες έπρεπε να παρέχει με βάση το άρθρο 20.
Θα πρέπει επίσης να ενημερώσει τον καταναλωτή ότι πρόκειται να γίνει έρευνα σε βάση δεδομένων και σε περίπτωση που απορρίπτεται η αίτηση πίστωσης θα πρέπει να ενημερωθεί ο καταναλωτής για την απόρριψη και κατά περίπτωση ότι αυτή βασίζεται σε αυτοματοποιημένη επεξεργασία δεδομένων.
Τέλος, ο πιστωτικός φορέας, θα πρέπει να χορηγήσει πίστωση μόνο όταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας δείχνει ότι οι υποχρεώσεις που απορρέουν από τη σύμβαση πίστωσης είναι πιθανόν να τηρηθούν με τον τρόπο που προβλέπεται από την εν λόγω σύμβαση.
Σε σχέση με την αξιολόγηση, αυτή διενεργείται με βάση αναγκαίες, επαρκείς και αναλογικές πληροφορίες για το εισόδημα και τις δαπάνες του καταναλωτή και για άλλες χρηματοοικονομικές συνθήκες. Οι πληροφορίες αυτές παρέχονται στον πιστωτικό φορέα από κατάλληλες εσωτερικές ή εξωτερικές πηγές, συμπεριλαμβανομένου του καταναλωτή, και συμπεριλαμβάνουν πληροφορίες που παρέχονται στον μεσίτη πιστώσεων ή τον εντεταλμένο αντιπρόσωπό του κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αίτησης για τη χορήγηση πίστωσης. Οι πληροφορίες επαληθεύονται καταλλήλως, μεταξύ άλλων μέσω χρήσης δικαιολογητικών που παρέχονται από ανεξάρτητα εξακριβώσιμες πηγές, εφόσον είναι αναγκαίο. Δεν επιτρέπεται στον πιστωτικό φορέα να καταγγείλει τη σύμβαση πίστωσης επειδή παρασχέθηκαν ελλιπείς πληροφορίες εκτός εάν ο καταναλωτής απέκρυψε ή παραποίησε πληροφορίες.
Ο πιστωτικός φορέας, ο μεσίτης πιστώσεων ή ο εντεταλμένος αντιπρόσωπος προειδοποιούν τον καταναλωτή ότι σε περίπτωση που δεν είναι σε θέση να προβούν σε αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας επειδή ο καταναλωτής επέλεξε να μην παράσχει τις πληροφορίες ή την επαλήθευση που είναι αναγκαίες για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας, η πίστωση δεν μπορεί να χορηγηθεί. Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να παρέχεται σε τυποποιημένη μορφή.
ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΟΥ ΑΚΙΝΗΤΟΥ: Με βάση το άρθρο 19, οι πιστωτικοί φορείς χρησιμοποιούν συγκεκριμένα πρότυπα όταν αποτιμούν την αξία ακινήτου και λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα ούτως ώστε να διασφαλίζουν ότι τα πρότυπα χρησιμοποιούνται όταν η αποτίμηση πραγματοποιείται από τρίτον.
2.3. ΣΕΠΕ
Το Συνολικό Ετήσιο Πραγματικό Επιτόκιο («ΣΕΠΕ») είναι το συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή, που εκφράζεται ως ετήσιο ποσοστό του συνολικού ποσού της πίστωσης, και ισούται, σε ετήσια βάση, με την τρέχουσα αξία του συνόλου των μελλοντικών ή τρεχουσών υποχρεώσεων (αναλήψεων, εξοφλήσεων και επιβαρύνσεων) που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ του πιστωτικού φορέα και του καταναλωτή. Ο υπολογισμός του ΣΕΠΕ γίνεται με βάση το άρθρο 17 το οποίο παραπέμπει στο μαθηματικό τύπο του Παραρτήματος Ι. Το υπόλοιπο άρθρο αναφέρει τις άλλες αρχές για τον υπολογισμό του ΣΕΠΕ. Αυτές είναι οι ακόλουθες:
- Τα έξοδα για το άνοιγμα και την τήρηση ειδικού λογαριασμού, τα έξοδα για τη χρήση μέσου πληρωμής που επιτρέπει καταβολές στον λογαριασμό και αναλήψεις από αυτόν και τα λοιπά έξοδα σχετικά με καταβολές περιλαμβάνονται στο συνολικό κόστος της πίστωσης για τον καταναλωτή εφόσον το άνοιγμα ή η τήρηση λογαριασμού είναι υποχρεωτικά προκειμένου να χορηγηθεί η πίστωση ή να χορηγηθεί υπό τους όρους και τις προϋποθέσεις που διαφημίζονται.
- Ο υπολογισμός του ΣΕΠΕ γίνεται οσάν η σύμβαση πίστωσης να εξακολουθεί να ισχύει για όλη τη συμφωνηθείσα διάρκεια της και οσάν ο πιστωτικός φορέας και καταναλωτής θα εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις του σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης.
- Όπου περιέχονται ρήτρες διακύμανσης του χρεωστικού επιτοκίου το ύψος των οποίων δεν μπορεί να προσδιορισθεί κατά τη στιγμή του υπολογισμού, τότε το ΣΕΠΕ υπολογίζεται οσάν το χρεωστικό επιτόκιο και οι λοιπές επιβαρύνσεις θα παραμείνουν σταθερά σε σχέση με το επίπεδο που προσδιορίζεται κατά τη σύναψη της σύμβασης.
- Όπου η σύμβαση πίστωσης αφορά σταθερό επιτόκιο σε σχέση με την αρχική περίοδο διάρκειας τουλάχιστο 5 ετών, στο τέλος της οποίας πραγματοποιείται διαπραγμάτευση για το χρεωστικό επιτόκιο ώστε να συμφωνηθεί νέο σταθερό επιτόκιο, ο υπολογισμός του πρόσθετου ενδεικτικού ΣΕΠΕ που γνωστοποιείται στο ESIS καλύπτει μόνο την αρχική περίοδο σταθερού επιτοκίου οσάν στο τέλος της περιόδου σταθερού χρεωστικού επιτοκίου, το οφειλόμενο κεφάλαιο εξοφλείται.
- Σε περίπτωση που η σύμβαση πίστωσης επιτρέπει διακυμάνσεις του χρεωστικού επιτοκίου, ο καταναλωτής ενημερώνεται σχετικά με τις πιθανές συνέπειες των διακυμάνσεων για τα προς πληρωμή ποσά και για το ΣΕΠΕ τουλάχιστον μέσω του ESIS. Αυτό γίνεται με την παροχή πρόσθετου ΣΕΠΕ στον καταναλωτή το οποίο φανερώνει τους πιθανούς κινδύνους που συνδέονται με μια σημαντική αύξηση του χρεωστικού επιτοκίου. Σε περίπτωση που δεν έχει τεθεί ανώτατο όριο στο χρεωστικό επιτόκιο, η πληροφορία αυτή συνοδεύεται από προειδοποίηση που υπογραμμίζει ότι το συνολικό κόστος της πίστωσης προς τον καταναλωτή, όπως φαίνεται από το ΣΕΠΕ, μπορεί να αλλάξει.(Αυτό δεν ισχύει όπου ισχύει η προηγούμενη αρχή).
- Το Παράρτημα Ι περιέχει άλλα σενάρια για τον τρόπο υπολογισμού του ΣΕΠΕ (π.χ. εάν η σύμβαση πίστωσης παρέχει στον καταναλωτή τη δυνατότητα ελεύθερης επιλογής όσον αφορά τις αναλήψεις, θεωρείται ότι πραγματοποιείται πλήρης και άμεση ανάληψη του συνολικού ποσού της πίστωσης).
2.4. ΑΛΛΕΣ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ/ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΣΥΝΥΦΑΣΜΕΝΑ ΜΕ ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΙΣΤΩΣΗΣ
ΔΑΝΕΙΑ ΣΕ ΞΕΝΟ ΝΟΜΙΣΜΑ: Με βάση το άρθρο 23, όπου η σύμβαση πίστωσης αφορά δάνειο σε ξένο νόμισμα, τότε τη στιγμή που συνάπτεται η σύμβαση υπάρχει υποχρέωση όπως διασφαλίζεται τουλάχιστο ότι ο καταναλωτής έχει δικαίωμα να μετατρέψει τη σύμβαση πίστωσης σε εναλλακτικό νόμισμα υπό ορισμένες προϋποθέσεις ή ότι υπάρχουν άλλες ρυθμίσεις που περιορίζουν τον συναλλαγματικό κίνδυνο στον οποίο είναι εκτεθειμένος ο καταναλωτής βάσει της σύμβασης πίστωσης. Όταν ο καταναλωτής έχει δικαίωμα να μετατρέψει τη σύμβαση πίστωσης σε εναλλακτικό νόμισμα σύμφωνα με την παράγραφο 1(α), τα ΚΜ διασφαλίζουν ότι η συναλλαγματική ισοτιμία βάσει της οποίας γίνεται η μετατροπή είναι η συναλλαγματική ισοτιμία που ισχύει την ημέρα της μετατροπής εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στη σύμβαση πίστωσης.
Όταν ένας καταναλωτής έχει δάνειο σε ξένο νόμισμα, ο πιστωτικός φορέας ειδοποιεί σε τακτική βάση τον καταναλωτή, εγγράφως ή με άλλο σταθερό μέσο, τουλάχιστον όταν το ύψος του οφειλόμενου συνολικού ποσού που πρέπει να καταβάλει ο καταναλωτής ή των οφειλόμενων δόσεων παρουσιάζει διακύμανση μεγαλύτερη από 20% σε σχέση με αυτό που θα ήταν εάν ίσχυε η συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ του νομίσματος της σύμβασης και του νομίσματος του κράτους μέλους που ίσχυε τη στιγμή σύναψης της σύμβασης πίστωσης. Ο καταναλωτής (α) ειδοποιείται για τυχόν αύξηση στο συνολικό οφειλόμενο ποσό από τον καταναλωτή, (β) για το ενδεχόμενο δικαίωμα μετατροπής του δανείου σε εναλλακτικό νόμισμα και (γ) για τις σχετικές προϋποθέσεις και (δ) ενημερώνεται για τυχόν άλλους μηχανισμούς που μπορούν να εφαρμοστούν προκειμένου να περιοριστεί ο συναλλαγματικός κίνδυνος στον οποίο εκτίθεται.
ΠΙΣΤΩΣΕΙΣ ΜΕΤΑΒΛΗΤΟΥ ΕΠΙΤΟΚΙΟΥ: Με βάση το άρθρο 24, όταν μια σύμβαση πίστωσης είναι μεταβλητού επιτοκίου, πρέπει:
«α) οι δείκτες ή τα επιτόκια αναφοράς που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό του χρεωστικού επιτοκίου να είναι σαφείς, προσιτοί, αντικειμενικοί και επαληθεύσιμοι από τους συμβαλλομένους της σύμβασης πίστωσης και τις αρμόδιες αρχές· και
β) να κρατούνται αρχεία των δεικτών που χρησιμοποιούνται για τον υπολογισμό των χρεωστικών επιτοκίων είτε από τους παρόχους αυτών των δεικτών είτε από τους πιστωτικούς φορείς.»
ΠΡΟΩΡΗ ΑΠΟΠΛΗΡΩΜΗ: Σύμφωνα με το άρθρο 25 ο καταναλωτής έχει δικαίωμα να εκπληρώσει πλήρως ή εν μέρει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τη σύμβαση πίστωσης, πριν από τη λήξη της εν λόγω σύμβασης. Στις περιπτώσεις αυτές, ο καταναλωτής δικαιούται μείωση του συνολικού κόστους της πίστωσης προς αυτόν, μείωση που συνίσταται στους τόκους και τις επιβαρύνσεις για το εναπομένον διάστημα της σύμβασης. Αυτό δεν είναι απόλυτο αφού τα ΚΜ δύναται να προβλέπουν για χρονικούς περιορισμούς της άσκησης του δικαιώματος καθώς επίσης και για δικαίωμα του πιστωτικού φορέα να αιτείται ως αποζημίωση την ζημιά του.
Όταν ένας καταναλωτής ζητεί να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από σύμβαση πίστωσης πριν από τη λήξη της σύμβασης, μετά την παραλαβή του σχετικού αιτήματος ο πιστωτικός φορέας παρέχει χωρίς καθυστέρηση στον καταναλωτή, εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου, τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για την εξέταση της επιλογής αυτής. Οι πληροφορίες αυτές προσδιορίζουν τουλάχιστον ποσοτικά τις συνέπειες που θα έχει για τον καταναλωτή η εκπλήρωση των υποχρεώσεών του πριν από τη λήξη της σύμβασης και αναφέρουν σαφώς ενδεχόμενες παραδοχές που χρησιμοποιούνται. Οι παραδοχές που χρησιμοποιούνται είναι λογικές και αιτιολογημένες.
ΕΥΕΛΙΚΤΕΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΙΣΤΕΣ ΑΓΟΡΕΣ: Ως δικαίωμα που παρέχεται στον πιστωτικό φορέα ενεργεί το άρθρο 26. Με βάση το εν λόγω άρθρο, τα ΚΜ διασφαλίζουν ότι η απαίτηση έναντι της εγγύησης είναι εκτελεστή εκ μέρους ή εξ ονόματος του πιστωτικού φορέα.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟ ΧΡΕΩΣΤΙΚΟ ΕΠΙΤΟΚΙΟ: Με βάση το άρθρο 27, ο πιστωτικός φορέας οφείλει να ενημερώνει τον καταναλωτή για τυχόν μεταβολή του χρεωστικού επιτοκίου εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου πριν από την έναρξη ισχύος του νέου επιτοκίου. Μαζί περιλαμβάνονται τουλάχιστον οι ακόλουθες πληροφορίες: το ποσό των οφειλόμενων καταβολών μετά την έναρξη ισχύος του νέου χρεωστικού επιτοκίου και, στις περιπτώσεις που μεταβάλλεται ο αριθμός ή η περιοδικότητα των πληρωμών, πληροφορίες σχετικά με τη μεταβολή αυτή.
ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ: Σύμφωνα με το άρθρο 28, οι πιστωτικοί φορείς προβλέπουν εύλογη περίοδο χάριτος προτού κινήσουν διαδικασίες κατάσχεσης.
2.5. ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ
Σύμφωνα με το άρθρο 22 ο πιστωτικός φορέας, ο μεσίτης πιστώσεων ή ο εντεταλμένος αντιπρόσωπος ενημερώνει ρητώς τον καταναλωτή, στο πλαίσιο συγκεκριμένης συναλλαγής, για το αν παρέχονται ή μπορούν να παρασχεθούν συμβουλευτικές υπηρεσίες στον καταναλωτή. Συμβουλευτική υπηρεσία είναι η παροχή προσωπικών συστάσεων σε καταναλωτή, σε σχέση με μία ή περισσότερες συναλλαγές που συνδέονται με συμβάσεις πίστωσης και που αποτελεί χωριστή δραστηριότητα από τη χορήγηση της πίστωσης και από τις δραστηριότητες πιστωτικής διαμεσολάβησης.
ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΠΑΡΟΧΗΣ ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ: Πριν από την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών ή τη σύναψη σύμβασης για την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών, ο πιστωτικός φορέας, ο μεσίτης πιστώσεων ή ο εντεταλμένος αντιπρόσωπος παρέχει στον καταναλωτή πληροφορίες για το κατά πόσο η σύσταση θα βασιστεί σε εξέταση μόνον του δικού τους φάσματος προϊόντων, ή ενός ευρέος φάσματος προϊόντων από ολόκληρη την αγορά ούτως ώστε να μπορέσει ο καταναλωτής να καταλάβει τη βάση πάνω στην οποία γίνεται η σύσταση καθώς επίσης και το ποσό της αμοιβής που πρέπει να καταβάλει ο καταναλωτής για τις συμβουλευτικές υπηρεσίες ή, σε περίπτωση που το ποσό δεν μπορεί να καθοριστεί τη στιγμή της παροχής των πληροφοριών, τον τρόπο υπολογισμού του. Οι εν λόγω πληροφορίες παρέχονται εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου.
Το άρθρο 22(3) παρέχει επιπρόσθετες αρχές που ακολουθούνται στην περίπτωση παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών. Αυτές είναι η επάρκεια και γνώση του προσωπικού, οι υποχρεώσεις επαγγελματικής δεοντολογίας κατά την παροχή πιστώσεων καθώς και οι ακόλουθες απαιτήσεις:
«α) οι πιστωτικοί φορείς, οι μεσίτες πιστώσεων ή οι εντεταλμένοι αντιπρόσωποι αποκτούν τις αναγκαίες πληροφορίες όσον αφορά την προσωπική και οικονομική κατάσταση του καταναλωτή, καθώς και τις προτιμήσεις και τους στόχους του, ούτως ώστε να είναι σε θέση να προτείνει κατάλληλες συμβάσεις πίστωσης. Η αξιολόγηση αυτή βασίζεται σε πληροφορίες που είναι επικαιροποιημένες κατά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και λαμβάνει υπόψη εύλογες παραδοχές ως προς τους κινδύνους που αφορούν την κατάσταση του καταναλωτή καθ’ όλη τη διάρκεια της προτεινόμενης σύμβασης πίστωσης,
β) οι πιστωτικοί φορείς, οι συνδεδεμένοι μεσίτες πιστώσεων ή οι εντεταλμένοι αντιπρόσωποι συνδεδεμένων μεσιτών πιστώσεων εξετάζουν έναν επαρκή αριθμό συμβάσεων πίστωσης από το φάσμα προϊόντων τους και προτείνουν την πιο κατάλληλη σύμβαση πίστωσης ή περισσότερες κατάλληλες συμβάσεις πίστωσης από το φάσμα των προϊόντων τους που ανταποκρίνονται στις ανάγκες και την οικονομική και προσωπική κατάσταση του καταναλωτή,
γ) οι μη συνδεδεμένοι μεσίτες πιστώσεων ή οι εντεταλμένοι αντιπρόσωποι μη συνδεδεμένων μεσιτών πιστώσεων εξετάζουν έναν επαρκή αριθμό συμβάσεων πίστωσης που διατίθενται στην αγορά και προτείνουν την πιο κατάλληλη σύμβαση πίστωσης ή περισσότερες κατάλληλες συμβάσεις πίστωσης για τις ανάγκες και την οικονομική και προσωπική κατάσταση του καταναλωτή,
δ) οι πιστωτικοί φορείς, οι μεσίτες πιστώσεων ή οι εντεταλμένοι αντιπρόσωποι ενεργούν προς το συμφέρον του καταναλωτή με τους εξής τρόπους:
i) ενημερωνόμενοι για τις ανάγκες και την κατάσταση του καταναλωτή, και
ii) συστήνοντας κατάλληλες συμβάσεις πίστωσης σύμφωνα με τα στοιχεία α), β) και γ), και
ε) οι πιστωτικοί φορείς, οι μεσίτες πιστώσεων ή οι εντεταλμένοι αντιπρόσωποι χορηγούν στον καταναλωτή εγγράφως ή επί άλλου σταθερού μέσου το περιεχόμενο των συμβουλών που του παρέσχε.»
3. ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ/ΕΠΙΛΟΓΕΣ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ
ΑΡΜΟΔΙΕΣ ΑΡΧΕΣ: Με βάση το άρθρο 5 της Οδηγίας, τα ΚΜ ορίζουν εθνικές αρμόδιες αρχές που είναι επιφορτισμένες με την εξασφάλιση της εφαρμογής και επιβολής της Οδηγίας και μεριμνούν ώστε να τους παρέχονται όλες οι εξουσίες διερεύνησης και επιβολής καθώς και οι απαραίτητοι πόροι για την αποδοτική και αποτελεσματική εκτέλεση των καθηκόντων τους. Οι αρχές που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο πρέπει να είναι δημόσιες αρχές ή οργανισμοί αναγνωρισμένοι από το εθνικό δίκαιο ή από δημόσιες αρχές ρητώς εξουσιοδοτημένες προς τούτο από το εθνικό δίκαιο. Πιστωτικοί φορείς, μεσίτες πιστώσεων ή εντεταλμένοι αντιπρόσωποι αποκλείονται από το να ενεργούν ως αρμόδιες αρχές.
ΧΡΗΜΑΤΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΙΑΠΑΙΔΑΓΩΓΗΣΗ: Με βάση το άρθρο 6, τα ΚΜ προωθούν μέτρα τα οποία στηρίζουν την εκπαίδευση των καταναλωτών σε ότι αφορά τον υπεύθυνο δανεισμό και τη διαχείριση χρέους.
ΟΡΟΙ ΠΟΥ ΙΣΧΥΟΥΝ ΓΙΑ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥΣ ΦΟΡΕΙΣ ΚΤΛ: Με βάση το άρθρο 7 της Οδηγίας τα ΚΜ απαιτούν όπως ο πιστωτικός φορέας, ο μεσίτης πιστώσεων ή ο εντεταλμένος αντιπρόσωπος εκπονεί πιστωτικά προϊόντα, χορηγεί, διαμεσολαβεί ή παρέχει συμβουλευτικές υπηρεσίες σχετικά με πίστωση και, κατά περίπτωση, συμπληρωματικές υπηρεσίες σε καταναλωτές ή όταν εκτελεί σύμβαση πίστωσης, ενεργεί έντιμα, δίκαια, με διαφάνεια και επαγγελματισμό λαμβάνοντας υπόψη τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των καταναλωτών. Διασφαλίζουν επίσης ότι ο τρόπος με τον οποίο οι πιστωτικοί φορείς αμείβουν το προσωπικό τους και τους μεσίτες πιστώσεων, καθώς και ο τρόπος με τον οποίο οι μεσίτες πιστώσεων αμείβουν το προσωπικό τους και τους εντεταλμένους αντιπροσώπους, δεν εμποδίζει τη συμμόρφωση με την πιο πάνω υποχρέωση. Επίσης, τα ΚΜ εξασφαλίζουν ότι όταν οι πιστωτικοί φορείς, οι μεσίτες πιστώσεων ή οι εντεταλμένοι αντιπρόσωποι παρέχουν συμβουλευτικές υπηρεσίες, η διάρθρωση των αμοιβών του εμπλεκόμενου προσωπικού δεν παραβλάπτει την ικανότητά του να ενεργεί προς το συμφέρον του καταναλωτή και ιδίως δεν συναρτάται με τους στόχους πωλήσεων. Προκειμένου να επιτύχουν τον στόχο αυτό, τα ΚΜ μπορούν επιπλέον να απαγορεύουν τις προμήθειες που καταβάλλει ο πιστωτικός φορέας στον μεσίτη πιστώσεων. Τέλος, μπορούν να απαγορεύουν ή να περιορίζουν τις πληρωμές καταναλωτή σε πιστωτικό φορέα ή μεσίτη πιστώσεων πριν από τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης.
ΠΑΡΟΧΗ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΔΩΡΕΑΝ: Ως προαναφέρθηκε, με βάση το άρθρο 8, τα ΚΜ διασφαλίζουν ότι η πληροφόρηση του καταναλωτή σε συμμόρφωση με τις απαιτήσεις της Οδηγίας παρέχεται δωρεάν.
ΑΠΑΙΤΗΣΕΙΣ ΓΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΠΑΡΚΕΙΑΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ: Σύμφωνα με το άρθρο 9, τα ΚΜ εξασφαλίζουν ότι οι πιστωτικοί φορείς, οι μεσίτες πιστώσεων και οι εντεταλμένοι αντιπρόσωποι απαιτούν από το προσωπικό τους να διαθέτει και να επικαιροποιεί τακτικά κατάλληλο επίπεδο γνώσεων και επάρκειας για την εκπόνηση, την προσφορά ή τη χορήγηση συμβάσεων πίστωσης, την άσκηση δραστηριοτήτων πιστωτικής διαμεσολάβησης ή την παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών. Σε περίπτωση που η σύναψη σύμβασης πίστωσης περιλαμβάνει συναφή συμπληρωματική υπηρεσία, απαιτούνται κατάλληλες γνώσεις και επάρκεια σχετικά με την εν λόγω συμπληρωματική υπηρεσία. Το εν λόγω άρθρο αναφέρεται επίσης στις υποχρεώσεις των ΚΜ στις περιπτώσεις όπου ένας πιστωτικός φορέας/μεσίτης πιστώσεων παρέχει υπηρεσίες στο έδαφος ενός ή περισσότερων άλλων ΚΜ.
Τα ΚΜ υπέχουν επίσης καθήκον να απαιτούν ότι όλες υποχρεώσεις ενημέρωσης και πρακτικές των πιστωτικών φορέων, μεσιτών πιστώσεων και εντεταλμένων αντιπροσώπων πληρούνται.
ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΠΙΣΤΟΛΗΠΤΙΚΗΣ ΙΚΑΝΟΤΗΤΑΣ: Αναφορικά με την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας του καταναλωτή τα ΚΜ μεριμνούν ότι οι μεσίτες πιστώσεων ή οι εντεταλμένοι αντιπρόσωποι διαβιβάζουν στον ενδιαφερόμενο πιστωτικό φορέα τις απαραίτητες πληροφορίες που λαμβάνουν από τον καταναλωτή προκειμένου να καταστεί εφικτή η αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας. Επίσης μεριμνούν όπως οι πιστωτικοί φορείς προσδιορίζουν με σαφή και κατανοητό τρόπο πριν από τη σύναψη της σύμβασης τις αναγκαίες πληροφορίες και τα δικαιολογητικά από ανεξάρτητα εξακριβώσιμες πηγές που πρέπει να παράσχει ο καταναλωτής, καθώς και το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου ο καταναλωτής οφείλει να παράσχει τα στοιχεία αυτά.
ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ ΑΞΙΑΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ: Αναφορικά με την αποτίμηση αξίας των ακινήτων τα ΚΜ διασφαλίζουν τη θέσπιση αξιόπιστων προτύπων. Επίσης, οι εθνικές αρχές είναι υπεύθυνες για την έγκριση ανεξάρτητων εκτιμητών που διενεργούν αποτιμήσεις ακινήτων διασφαλίζουν ότι οι ανεξάρτητοι εκτιμητές εφαρμόζουν τους ισχύοντες εθνικούς κανόνες.
Τα ΚΜ διασφαλίζουν επίσης ότι οι εσωτερικοί και εξωτερικοί εκτιμητές που διενεργούν αποτιμήσεις ακινήτων είναι επαγγελματικά επαρκείς και δεόντως ανεξάρτητοι από τη διαδικασία έγκρισης της πίστωσης.
ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΣΕ ΒΑΣΕΙΣ ΔΕΔΟΜΕΝΩΝ: Με βάση το άρθρο 21, κάθε ΚΜ διασφαλίζει πρόσβαση όλων των πιστωτικών φορέων από όλα τα ΚΜ σε βάσεις δεδομένων που χρησιμοποιούνται στο εν λόγω ΚΜ για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας των καταναλωτών και με μοναδικό σκοπό την παρακολούθηση της συμμόρφωσης των καταναλωτών προς τις πιστωτικές υποχρεώσεις καθ’ όλη τη διάρκεια της σύμβασης πίστωσης.
ΣΥΜΒΟΥΛΕΥΤΙΚΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ: Τα ΚΜ θεσπίζουν τα πρότυπα των συμβουλευτικών υπηρεσιών που αναφέρονται πιο πάνω. Με βάση το άρθρο 21(4), τα ΚΜ δύνανται να απαγορεύουν τη χρήση των όρων «συμβουλές» και «σύμβουλος» ή παρόμοιους όρους αλλά εάν δεν τις απαγορεύουν θα πρέπει να υποβάλλουν τις ακόλουθες προϋποθέσεις για τη χρήση των όρων «ανεξάρτητες συμβουλές» ή «ανεξάρτητος σύμβουλος»:
«α) οι πιστωτικοί φορείς, μεσίτες πιστώσεων ή εντεταλμένοι αντιπρόσωποι εξετάζουν ικανοποιητικό αριθμό συμβάσεων πίστωσης που διατίθενται στην αγορά και
β) οι πιστωτικοί φορείς, μεσίτες πιστώσεων ή εντεταλμένοι αντιπρόσωποι δεν αμείβονται για τις εν λόγω συμβουλευτικές υπηρεσίες από έναν ή περισσότερους πιστωτικούς φορείς.»
Επίσης τα ΚΜ, έχουν δικαίωμα να υποχρεώνουν τους πιστωτικούς φορείς, τους μεσίτες πιστώσεων και τους εντεταλμένους αντιπροσώπους να προειδοποιούν τον καταναλωτή, εφόσον, λαμβάνοντας υπόψη την οικονομική κατάσταση του καταναλωτή, μια σύμβαση πίστωσης ενέχει συγκεκριμένο κίνδυνο για αυτόν. Επιπρόσθετα, διασφαλίζουν ότι οι συμβουλευτικές υπηρεσίες παρέχονται μόνον από πιστωτικούς φορείς, μεσίτες πιστώσεων ή εντεταλμένους εκπροσώπους (Εκτός από κάποιες εξαιρέσεις).
ΕΥΕΛΙΚΤΕΣ ΚΑΙ ΑΞΙΟΠΙΣΤΕΣ ΑΓΟΡΕΣ: Το άρθρο 26 αναφέρει ότι τα ΚΜ θεσπίζουν μηχανισμούς που διασφαλίζουν ότι η απαίτηση έναντι της εγγύησης είναι εκτελεστή εκ μέρους ή εξ ονόματος του πιστωτικού φορέα. Επίσης μεριμνούν ώστε οι πιστωτικοί φορείς να κρατούν αρχεία σχετικά με τα είδη της ακίνητης περιουσίας που γίνονται δεκτά ως εγγύηση καθώς και τις σχετικές πολιτικές ενυπόθηκων δανείων που χρησιμοποιούνται. Επίσης, λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για να διασφαλίσουν κατάλληλη στατιστική παρακολούθηση της αγοράς ακινήτων που προορίζονται για κατοικία.
ΤΟΚΟΣ ΥΠΕΡΗΜΕΡΙΑΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ: Αναφορικά με τον τόκο υπερημερίας και κατάσχεση και σύμφωνα με το άρθρο 28(2) τα ΚΜ μπορούν να απαιτούν, όταν επιτρέπεται στον πιστωτικό φορέα να καθορίζει και να επιβάλει επιβαρύνσεις στον καταναλωτή λόγω αθέτησης υποχρέωσης, οι επιβαρύνσεις αυτές να μην είναι μεγαλύτερες από ό,τι είναι αναγκαίο για την αποζημίωση του πιστωτικού φορέα για τη ζημία που υπέστη λόγω της αθέτησης υποχρέωσης.
Με βάση το άρθρο 28(3) τα ΚΜ μπορούν να επιτρέπουν στους πιστωτικούς φορείς να επιβάλλουν πρόσθετες επιβαρύνσεις στον καταναλωτή σε περίπτωση αθέτησης υποχρέωσης. Σε αυτήν την περίπτωση, τα κράτη μέλη θεσπίζουν ανώτατο όριο για αυτές τις επιβαρύνσεις. Τα ΚΜ, δεν εμποδίζουν τα μέρη μιας σύμβασης πίστωσης να συμφωνούν ρητώς ότι η επιστροφή ή μεταβίβαση της εγγύησης ή των εσόδων από την πώληση της εγγύησης αρκεί για την αποπληρωμή της πίστωσης.
Τέλος, όταν η τιμή που λαμβάνεται για το ακίνητο έχει αντίκτυπο στο ποσό που οφείλει ο καταναλωτής, τα κράτη μέλη θεσπίζουν διαδικασίες ή μέτρα για την εξασφάλιση της καλύτερης δυνατής τιμής για το κατασχεθέν ακίνητο. Σε περίπτωση που μετά τις διαδικασίες κατάσχεσης παραμένει ανεξόφλητο χρέος, τα ΚΜ μεριμνούν για τη λήψη μέτρων που διευκολύνουν την αποπληρωμή με στόχο την προστασία των καταναλωτών.
ΚΥΡΩΣΕΙΣ: Το άρθρο 38 αναφέρεται στις κυρώσεις τις οποίες μπορούν να επιβάλλουν τα ΚΜ. Συγκεκριμένα, τα ΚΜ θεσπίζουν τους κανόνες σχετικά με τις κυρώσεις που επιβάλλονται σε περίπτωση παράβασης των εθνικών διατάξεων οι οποίες θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή της παρούσας οδηγίας και λαμβάνουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να εξασφαλίζουν την εφαρμογή τους. Οι εν λόγω κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές. Σημαντικό είναι να αναφέρουμε το άρθρο 38(2). Σύμφωνα με αυτό:
«Τα ΚΜ προβλέπουν ότι η αρμόδια αρχή μπορεί να δημοσιοποιεί οιαδήποτε διοικητική κύρωση επιβάλλεται σε περίπτωση παράβασης των μέτρων που θεσπίζονται για τη μεταφορά της παρούσας οδηγίας στο εθνικό δίκαιο, εκτός εάν η δημοσιοποίηση αυτή ενδέχεται να διαταράξει σοβαρά τις χρηματοπιστωτικές αγορές ή να προκαλέσει δυσανάλογη ζημία στα εμπλεκόμενα μέρη.»
4. ΆΛΛΕΣ ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑΣ ΤΩΝ ΜΕΣΙΤΩΝ ΠΙΣΤΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΕΝΤΕΤΑΛΜΕΝΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ: Το άρθρο 29 αναφέρεται στις υποχρεώσεις μεσιτών πιστώσεων όπως εξασφαλίσουν άδεια λειτουργίας για να ασκούν τις δραστηριότητες τους και τις σχετικές υποχρεώσεις των ΚΜ για αδειοδότηση τους. Το άρθρο 30 αναφέρεται σε υποχρεώσεις μεσιτών πιστώσεων συνδεδεμένων με ένα μόνο πιστωτικό φορέα. Το άρθρο 31 αναφέρεται στο δικαίωμα των ΚΜ να επιτρέπουν σε μεσίτες πιστώσεων να διορίζουν εντεταλμένους αντιπροσώπους.
Το άρθρο 32 αναφέρεται στην ελευθερία εγκατάστασης και παροχής υπηρεσιών των μεσιτών πιστώσεων σε άλλα ΚΜ και τα άρθρα 33 και 34 αναφέρονται στον τρόπο ανάκλησης της άδειας λειτουργίας των μεσιτών πιστώσεων και στην εποπτεία αυτών καθώς και των εντεταλμένων αντιπροσώπων.
ΑΔΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΕΠΟΠΤΕΙΑ ΜΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΩΝ ΙΔΡΥΜΑΤΩΝ: Με βάση το άρθρο 35, τα ΚΜ εξασφαλίζουν ότι τα μη πιστωτικά ιδρύματα υπόκεινται σε κατάλληλη διαδικασία αδειοδότησης που περιλαμβάνει την εγγραφή τους σε μητρώο καθώς και καθεστώς εποπτείας από αρμόδια αρχή.
ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΑΡΜΟΔΙΩΝ ΑΡΧΩΝ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ: Τα άρθρα 36 και 37 αναφέρονται στη συνεργασία μεταξύ των αρμοδίων αρχών σε διαφορετικά ΚΜ καθώς και στην επίλυση διαφορών μεταξύ τέτοιων αρχών.
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΑΛΛΩΝ ΟΔΗΓΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΝΟΝΙΣΜΩΝ: Σημειώνεται ότι με βάση τα άρθρα 46 μέχρι 48 της Οδηγίας τροποποιούνται οι Οδηγίες 2008/48/ΕΚ, 2013/36/ΕΕ και ο Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 1093/2010.