ΑΝΑΛΥΣΗ ΟΔΗΓΙΩΝ ΤΗΣ ΕΕ – ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ – EU FUNDED
H Οδηγία 2006/114/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006, για την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμιση («Οδηγία») σκοπό έχει την προστασία των εμπορευόμενων από την παραπλανητική διαφήμιση και τις αθέμιτες συνέπειές της και τον καθορισμό των όρων υπό τους οποίους επιτρέπεται η συγκριτική διαφήμιση. Η Οδηγία κατήργησε την Οδηγία 84/450/ΕΟΚ ως αυτή είχε τροποποιηθεί αλλά αρκετές από τις πρόνοιες της τελευταίας παρέμειναν ανέπαφες – η νομολογία της Οδηγίας 84/450/ΕΟΚ, παραμένει λοιπόν σχετική.
Η συγκεκριμένη Οδηγία είναι συγγενική με την Οδηγία 2005/29/ΕΚ για της αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, την οποία έχουμε ήδη αναλύσει στο Κεφάλαιο 3, με τη διαφορά ότι η τελευταία προστατεύει καταναλωτές ενώ η πρώτη προστατεύει επιχειρήσεις.
ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗΣ: Η Οδηγία είναι ελάχιστης εναρμόνισης και εφαρμόζεται σε «διαφημίσεις» οι οποίες είτε (1) είναι παραπλανητικές, είτε είναι (2) μη επιτρεπόμενες συγκριτικές διαφημίσεις είτε και τα δύο.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗΣ: Με βάση την Οδηγία η διαφήμιση ερμηνεύεται ως «κάθε ανακοίνωση που γίνεται στα πλαίσια εμπορικής, βομηχανικής, βιοτεχνικής ή επαγγελματικής δραστηριότητας, με στόχο την προώθηση της προμήθειας αγαθών ή υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένων των ακινήτων, των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων». Είναι σχετικά ευρύ το πεδίο εφαρμογής της πιο πάνω ερμηνείας, και έχει αποφασιστεί ότι ακόμη και μεταετικέτες (“metatags”) που αποτελούνται από λέξεις κλειδιά είτε ενσωματωμένες σε κώδικα ιστοσελίδας είτε εισηγμένες σε μηχανή αναζήτησης, αποτελούν διαφήμιση εντός της έννοιας αυτής. Με τον ίδιο τρόπο, η χρήση ενός ονόματος τομέα (“domain name”) θεωρείται διαφήμιση.
Ο λόγος που κατέστη αναγκαίο να ελεγχθούν τέτοιες διαφημίσεις, είναι για την προστασία στις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού σε ενωσιακό επίπεδο.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ: Όπως προαναφέρθηκε, η Οδηγία σκοπό έχει να προστατεύσει τους επαγγελματίες (δηλαδή τους εμπορευόμενους) από την παραπλανητική διαφήμιση άλλων επιχειρήσεων – δηλαδή εφαρμόζεται σε B2B σχέσεις οι οποίες θεωρούνται αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Αυτό διότι, σε σχέση με την προστασία καταναλωτών εφαρμόζεται η Οδηγία 2005/29/EK για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές. Η Οδηγία ξεκαθαρίζει ότι σκοπό έχει την προστασία των εμπορευόμενων από την παραπλανητική διαφήμιση και τις αθέμιτες συνέπειες της προς αυτούς θέτοντας έτσι τα ελάχιστα αντικειμενικά κριτήρια για τον προσδιορισμό μιας διαφήμισης ως παραπλανητικής.
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ: Αναφορικά με την μη επιτρεπόμενη συγκριτική διαφήμιση όμως, οι πρόνοιες της Οδηγίας ισχύουν όχι μόνο σε B2B σχέσεις αλλά εφαρμόζονται και σε σχέσεις B2C – δηλαδή, όπου ένας εμπορευόμενος απευθύνει συγκριτική διαφήμιση σε καταναλωτές. Ο τρόπος που επιτυγχάνεται αυτό είναι μέσω του άρθρου 6(2)(α) της Οδηγίας 2005/29/EK το οποίο αναφέρει ότι είναι παραπλανητική κάθε πρακτική η οποία δημιουργεί σύγχυση, μεταξύ άλλων μέσω της συγκριτικής διαφήμισης, με προϊόντα, εμπορικά σήματα, εμπορικές επωνυμίες και άλλα διακριτικά γνωρίσματα ενός ανταγωνιστή. Ο καταναλωτής δηλαδή, πρέπει να ανατρέξει στο άρθρο 4 της Οδηγίας 2006/114/ΕΚ για να ελέγξει εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις της επιτρεπόμενης συγκριτικής διαφήμισης.
Με παρόμοιο τρόπο λειτουργεί η διάταξη του άρθρου 4(α) της Οδηγίας σε σχέση με B2B συναλλαγές. Δηλαδή, το εν λόγω άρθρο, το οποίο αναφέρει ότι η συγκριτική διαφήμιση η οποία είναι παραπλανητική δεν επιτρέπεται, ουσιαστικά παραπέμπει στην Οδηγία 2005/29/ΕΚ και εξέταση των άρθρων 6 και 7 που αφορούν τις παραπλανητικές εμπορικές πρακτικές.
Ως εκ τούτου, η Οδηγία:
«…είτε προβλέπει όρους για την εν λόγω αξιολόγηση των συναλλαγών B2C βάσει της οδηγίας για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές είτε επιβάλλει πρόσθετες απαιτήσεις που αφορούν τους εμπορευόμενους, κυρίως τους ανταγωνιστές, στις συναλλαγές Β2Β.»
ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΥ: Με βάση την Οδηγία, «εμπορευόμενος» είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι σχετίζονται με την εμπορική, βιοτεχνική, επιχειρηματική ή ελεύθερη επαγγελματική του δραστηριότητα και κάθε πρόσωπο το οποίο ενεργεί εξ ονόματος ή για λογαριασμό του εμπορευόμενου.
1. ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
ΕΡΜΗΝΕΙΑ: Παραπλανητική διαφήμιση με βάση το άρθρο 4(β) είναι:
«…κάθε διαφήμιση που με οποιονδήποτε τρόπο, συμπεριλαμβανομένης της παρουσίασής της, παραπλανά ή ενδέχεται να παραπλανήσει τα πρόσωπα στα οποία απευθύνεται ή στων οποίων τη γνώση περιέχεται και που, εξαιτίας του απατηλού χαρακτήρα της, είναι ικανή να επηρεάσει την οικονομική τους συμπεριφορά ή που, για τους λόγους αυτούς, βλάπτει ή ενδέχεται να βλάψει έναν ανταγωνιστή»
Με βάση το άρθρο 3, για να εκτιμηθεί εάν μια διαφήμιση είναι παραπλανητική, λαμβάνονται υπόψη όλα τα στοιχεία της και ιδίως οι ενδείξεις της σχετικά με:
«α) | τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα των αγαθών ή υπηρεσιών, όπως διαθεσιμότητα, φύση, εκτέλεση, σύνθεση, μέθοδος και ημερομηνία κατασκευής ή παροχής, καταλληλότητα, χρήσεις, ποσότητα, προδιαγραφές, γεωγραφική καταγωγή ή εμπορική προέλευση ή τα αναμενόμενα από τη χρήση τους αποτελέσματα, ή τα αποτελέσματα και τα ουσιώδη χαρακτηριστικά των δοκιμών ή ελέγχων των αγαθών ή των υπηρεσιών· |
β) | την τιμή ή τον τρόπο διαμόρφωσής της, καθώς και τους όρους υπό τους οποίους παρέχονται τα αγαθά ή οι υπηρεσίες· |
γ) | την ιδιότητα, τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα και τα δικαιώματα του διαφημιζόμενου, όπως, π.χ., η ταυτότητα και η περιουσία του, οι ικανότητες και η κατοχή δικαιωμάτων βιομηχανικής, εμπορικής ή πνευματικής ιδιοκτησίας, ή τα βραβεία και οι διακρίσεις του.» |
2. ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ
ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ: Συγκριτική διαφήμιση με βάση την Οδηγία είναι «κάθε διαφήμιση που κατονομάζει ρητά ή υπονοεί έναν ανταγωνιστή ή τα αγαθά και τις υπηρεσίες που προσφέρονται από έναν ανταγωνιστή».
ΘΕΜΙΤΗ Η ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ: Η γενική αντίληψη καθώς και η πορεία της μέχρι σήμερα νομολογίας καθώς και της σχετικής Οδηγίας, είναι ότι η συγκριτική διαφήμιση είναι θεμιτή. Ο λόγος που δίδεται από το ΔΕΕ και την Οδηγία είναι ότι αυτή συμβάλλει:
«…στην αντικειμενική προβολή των πλεονεκτημάτων διαφόρων συγκρίσιμων προϊόντων και, συνεπώς, στην τόνωση του ανταγωνισμού μεταξύ των προμηθευτών αγαθών και υπηρεσιών προς όφελος των καταναλωτών, οι προϋποθέσεις που τάσσονται για τη συγκριτική διαφήμιση πρέπει να ερμηνεύονται κατά τον ευνοϊκότερο γι’ αυτήν τρόπο.»
Όντως, οι επιλογές των καταναλωτών είναι διευρυμένες όταν έχουν τη δυνατότητα να ξεχωρίζουν μεταξύ αγαθών – με αυτή τη λογική, είναι θεμιτό να υπάρχει σύγκριση και να προωθείται η σύγκριση προϊόντων μέσω διαφήμισης.
Παράλληλα όμως, πρέπει να εξασφαλίζεται ότι η συγκριτική διαφήμιση δεν χρησιμοποιείται κατά τρόπο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού και αθέμιτο ή κατά τρόπο ο οποίος θίγει τα συμφέροντα των καταναλωτών. Τέτοια διαφήμιση δηλαδή, θα πρέπει να υπόκειται σε κανόνες οι οποίοι διασφαλίζουν τη διαφάνεια, αποτρέπουν τη σύγχυση και «υποκινούν τις επιχειρήσεις να επενδύσουν στην ποιότητα και την εικόνα των προϊόντων τους».
ΕΡΜΗΝΕΙΑ: Η ευρεία ερμηνεία της έννοιας «συγκριτικής διαφήμισης» σκοπό έχει να καλύψει όλους τους τρόπους συγκριτικής διαφήμισης ασχέτως του πως προβάλλεται η σύγκριση – δηλαδή εάν είναι άμεσα ή έμμεσα που γίνεται η προβολή. Για παράδειγμα, όπου διαφήμιση αναφέρεται σε είδος προϊόντων (έστω και εάν δεν γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένη επιχείρηση ή συγκεκριμένο προϊόν) που παραπέμπουν σε ανταγωνιστή, αυτή θεωρείται συγκριτική. Αυτό ισχύει ασχέτως εάν η παραπομπή αφορά επιχειρήσεις που ενεργούν in concerto – δηλαδή μαζί.
ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΣΧΕΣΗ: Από τα πιο πάνω προκύπτει, ότι είναι αναγκαίο μια επιχείρηση να μπορεί να αποδείξει ότι είναι ανταγωνιστής του διαφημιζόμενου πριν να προβάλει οποιεσδήποτε αξιώσεις εναντίον της διαφημιζόμενης επιχείρησης.
Σχετική είναι η υπόθεση C-381-05 όπου αποφασίστηκε ότι για να εμπίπτει μια υπόθεση εντός της Οδηγίας, θα πρέπει να υπάρχει ανταγωνιστική σχέση μεταξύ του διαφημιζόμενου και της επιχείρησης που προσδιορίζεται στο διαφημιστικό μήνυμα με αναφορά στα προϊόντα (αγαθά ή υπηρεσίες) που προσφέρει – δηλαδή η ύπαρξη σχέσης μεταξύ επιχειρήσεων εξαρτάται από τη διαπίστωση ότι τα προϊόντα που αυτές προσφέρουν έχουν κάποιο βαθμό υποκαταστάσεως – τα μεν από τα δε. Για τον καθορισμό της ύπαρξης τέτοιας ανταγωνιστικής σχέσης μεταξύ των προϊόντων, λαμβάνονται υπόψη τα ακόλουθα:
- Η τωρινή κατάσταση της αγοράς και των καταναλωτικών συνηθειών καθώς και οι δυνατότητες εξελίξεως αυτών και οι νέες δυνατότητες υποκαταστάσεως προϊόντων τις οποίες μπορεί να αποκαλύψει η εντατικοποίηση των συναλλαγών∙
- Το μέρος του κοινοτικού εδάφους στο οποίο διανεμήθηκε η διαφήμιση, χωρίς όμως, αν χρειάζεται, να αποκλειστούν οι συνέπειες που η εξέλιξη των διαπιστωμένων σε άλλα κράτη μέλη καταναλωτικών συνηθειών μπορεί να έχει στη σχετική εθνική αγορά και
- τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του προϊόντος που ο διαφημιζόμενος σκοπεύει να προωθήσει καθώς και η εικόνα που σκοπεύει να εντυπώσει στο προϊόν.
ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗΣ: Για να επιτραπεί όμως η συγκριτική διαφήμιση θα πρέπει να πληρούνται σωρευτικά και στο σύνολο τους οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
«α) | δεν είναι παραπλανητική σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο β), το άρθρο 3 και το άρθρο 8, παράγραφος 1, της παρούσας οδηγίας ή τα άρθρα 6 και 7 της οδηγίας 2005/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Μαΐου 2005, για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές των επιχειρήσεων προς τους καταναλωτές στην εσωτερική αγορά της 11ης Μαΐου 2005 για την παραπλανητική και τη συγκριτική διαφήμισης. |
β) | συγκρίνει τα αγαθά ή υπηρεσίες που ανταποκρίνονται στις ίδιες ανάγκες ή έχουν τους ίδιους στόχους· |
γ) | συγκρίνει κατά τρόπο αντικειμενικό ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά που είναι ουσιώδη, συναφή, εξακριβώσιμα, και αντιπροσωπευτικά των εν λόγω αγαθών και υπηρεσιών, στα οποία μπορεί να συμπεριλαμβάνεται και η τιμή· |
δ) | δεν έχει ως συνέπεια τη δυσφήμιση ή την υποτίμηση των σημάτων, εμπορικών επωνυμιών, άλλων διακριτικών σημείων, αγαθών, υπηρεσιών, δραστηριοτήτων ή της κατάστασης ενός ανταγωνιστή· |
ε) | για προϊόντα με ονομασία προέλευσης, αφορά σε κάθε περίπτωση προϊόντα με την ίδια ονομασία προέλευσης· |
στ) | δεν επωφελείται αθέμιτα από τη φήμη σήματος, εμπορικής επωνυμίας ή άλλων διακριτικών σημείων ανταγωνιστή ή από τα δηλωτικά καταγωγής ανταγωνιστικών προϊόντων· |
ζ) | δεν παρουσιάζει αγαθό ή υπηρεσία ως απομίμηση ή αντίγραφο αγαθού ή υπηρεσίας που φέρουν σήμα κατατεθέν ή εμπορική επωνυμία· |
η) | δεν δημιουργεί σύγχυση μεταξύ εμπορευομένων, μεταξύ διαφημιστή και ανταγωνιστή ή μεταξύ των εμπορικών σημάτων, των εμπορικών επωνυμιών, άλλων διακριτικών γνωρισμάτων, αγαθών ή υπηρεσιών του διαφημιστή και του ανταγωνιστή.» |
ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΟΤΗΤΑ: Ενδιαφέρουσα υπόθεση στον τομέα της συγκριτικής διαφήμισης και στον τρόπο που ελέγχεται η αντικειμενικότητα σε σχέση με το άρθρο 4(γ) της Οδηγίας, είναι η υπόθεση C-562/15 Carrefour Hypermarchés. Στην υπόθεση εκείνη, η εταιρεία Carrefour (η οποία διατηρεί διάφορα καταστήματα – μεταξύ των οποίων υπεραγορές, σούπερ μάρκετ και άλλα πιο μικρά καταστήματα), εγκαινίασε τηλεοπτική διαφημιστική εκστρατεία με τίτλο «Εγγύηση χαμηλότερης τιμής» στην οποία ανέφερε συγκριτικές τιμές άλλων ανταγωνιστικών αλυσίδων και πρόσφερε στους καταναλωτές επιστροφή της διαφοράς της τιμής εις διπλούν στην περίπτωση κατά την οποία αυτοί έβρισκαν κάποιο από τα συγκεκριμένα προϊόντα σε χαμηλότερη τιμή σε κατάστημα άλλο από τα Carrefour. Αυτό που είχε γίνει όμως, ήταν ότι η Carrefour είχε συγκρίνει προϊόντα της υπεραγοράς Carrefour (και όχι πιο μικρών καταστημάτων της) με τα πιο μικρά καταστήματα αλυσίδων των ανταγωνιστών της – με αποτέλεσμα η τιμή των προϊόντων Carrefour, να είναι σαφώς χαμηλότερη.
Εξετάζοντας το ζήτημα, το ΔΕΕ ανέφερε ότι, ως γενικός κανόνας, το άρθρο 4(γ) της Οδηγίας, δεν επιτάσσει να είναι παρεμφερής η κατηγορία ή παρεμφερές το μέγεθος των καταστημάτων στα οποία πωλούνται τα προϊόντα των οποίων οι τιμές συγκρίνονται. Επίσης, η σύγκριση των τιμών ανάλογων προϊόντων που πωλούνται σε καταστήματα διαφορετικής κατηγορίας ή διαφορετικού μεγέθους είναι επιτρεπτή και δεν αντιτίθεται στον θεμιτό ανταγωνισμό ούτε προς τα συμφέροντα των καταναλωτών δεδομένου όμως ότι (1) πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 και (2) η διαφήμιση συγκρίνει τις τιμές με αντικειμενικό τρόπο και δεν είναι παραπλανητική.
Όπου τα καταστήματα των οποίων έχουν ληφθεί οι τιμές όμως, αποτελούν μέλη αλυσίδων εκάστη των οποίων διαθέτει σειρά καταστημάτων διαφορετικών μεγεθών και κατηγοριών και ο διαφημιζόμενος συγκρίνει τις τιμές καταστημάτων μεγαλύτερου μεγέθους ή υψηλότερης κατηγορίας της αλυσίδας του με εκείνες που έχουν καταγραφεί σε καταστήματα μικρότερου μεγέθους ή χαμηλότερης κατηγορίας των ανταγωνιστικών αλυσίδων, χωρίς το στοιχείο αυτό να εμφανίζεται στη διαφήμιση, αυτό δυνατόν να νοθεύει την αντικειμενικότητα.
Με παρόμοιο τρόπο, δεν γίνεται αντικειμενική σύγκριση όπου, αυτό που συγκρίνεται είναι η τιμή, ενώ τα προϊόντα που συγκρίνονται έχουν διαφορετικές ιδιότητες χωρίς αυτές οι ιδιότητες να αναφέρονται στη διαφήμιση.
ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΤΙΚΗ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗ: Σχετικά με το άρθρο 4(α) της Οδηγίας, το ΔΕΕ αποφάσισε ότι είναι παραπλανητική η συγκριτική διαφήμιση που δύναται, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, διά πράξεως ή παραλείψεως, να περιαγάγει σε πλάνη τους καταναλωτές στους οποίους απευθύνεται και να επηρεάσει την οικονομική συμπεριφορά τους ή, για τους λόγους αυτούς, να βλάψει ανταγωνιστή. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι, αν και το ΔΕΕ αναγνώρισε ότι με βάση το άρθρο 7 της Οδηγίας 2005/29/ΕΚ, μπορεί να ληφθούν υπόψη περιορισμοί στο μέσο στο οποίο προβάλλεται η διαφήμιση για το κατά πόσο υπάρχει παραπλανητική παράλειψη, σε τέτοιες περιστάσεις, οι περιορισμοί αυτοί δεν δικαιολογούσαν την παράλειψη ουσιωδών πληροφοριών σχετικά με τις διαφορές των καταστημάτων. Δηλαδή, οι πληροφορίες, δεν θα πρέπει μόνο να είναι ξεκάθαρες, αλλά θα πρέπει να περιλαμβάνονται και στο ίδιο το διαφημιστικό μέσο.
ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΠΡΟΕΛΕΥΣΗΣ: Σε σχέση με το άρθρο 4(ε), και προϊόντα με ονομασία προέλευσης, σχετική είναι η υπόθεση C-381-05 όπου το ερώτημα ήταν κατά πόσο η μπύρα μπορούσε να συγκριθεί με σαμπάνια. Αποφασίστηκε, ότι για προϊόντα τα οποία δεν έχουν ονομασία προέλευσης, οποιαδήποτε σύγκριση με προϊόντα που έχουν ονομασία προέλευσης δεν απαγορεύεται.
ΕΜΠΟΡΙΚΑ ΣΗΜΑΤΑ: Αναφορικά με το άρθρο 4(δ) και (στ) – (η) και τη χρήση εμπορικών σημάτων, θα πρέπει να σημειωθεί ότι είναι επιτρεπτή η συγκριτική διαφήμιση η οποία κάνει αναφορά σε εμπορικά σήματα ανταγωνιστών, δεδομένου ότι συμμορφώνεται με τις πρόνοιες της Οδηγίας.
Είναι όμως ανεπίτρεπτη, (ιδιαίτερα σε σχέση με τα άρθρα 4(στ) – (η)) η χρήση εμπορικών σημάτων, επωνυμιών ή άλλων διακριτικών σημάτων ανταγωνιστή για την προβολή των προϊόντων του διαφημιζόμενου. Ούτε και είναι επιτρεπτό κάποιος να αντιγράψει ένα σήμα ανταγωνιστή και να αναφέρει επάνω ότι το προϊόν (το οποίο το σήμα αντιπροσωπεύει) αποτελεί απομίμηση, αφού με αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά σφετερίζεται και αντλεί αθέμιτα όφελος από τη φήμη του σήματος.
METATAGS: Ενδιαφέρον προκαλεί και η χρήση metatags εμπορικών επωνυμιών ανταγωνιστών για προσέλκυση καταναλωτών σε ιστοσελίδες. Τέτοια πρακτική πιθανόν να θεωρείται παράβαση εμπορικών σημάτων – υπάρχει όμως τρόπος να θεωρηθεί ως επιτρεπτή συγκριτική διαφήμιση;
Η απάντηση φαίνεται να είναι αρνητική αφού δύσκολα ο διαφημιζόμενος θα μπορέσει να πείσει ότι η χρήση metatags ανταγωνιστή δεν παραπλανεί και/ή ότι δεν επωφελείται αθέμιτα της εμπορικής επωνυμίας ανταγωνιστή.
3. ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ
Με βάση το άρθρο 5 της Οδηγίας, τα ΚΜ θα πρέπει να παρέχουν κατάλληλα και αποτελεσματικά μέσα για την καταπολέμηση της παραπλανητικής διαφήμισης και επιβάλλουν τη συμμόρφωση με τις διατάξεις για τη συγκριτική διαφήμιση προς το συμφέρον των εμπορευομένων και των ανταγωνιστών. Τα μέσα περιλαμβάνουν:
- Δικαίωμα προσφυγής στα δικαστήρια κατά της εν λόγω διαφήμισης ή
- Προσφυγή κατά της διαφήμισης ενώπιον διοικητικής αρχής η οποία είναι αρμόδια είτε να αποφασίσει σχετικά με την καταγγελία είτε να παραπέμψει το ζήτημα στο αρμόδιο δικαστήριο.
ΑΣΚΗΣΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ: Τα πιο πάνω δικαιώματα ασκούνται από οποιοδήποτε έχει έννομο συμφέρον συμπεριλαμβανομένων οργανώσεων.
Τα ΚΜ μπορούν επίσης να αποφασίσουν ότι πριν δικαστήριο ή διοικητικό όργανο επιληφθεί διαφοράς, θα πρέπει να έχει γίνει προηγουμένως προσφυγή σε άλλα υπάρχοντα μέσα για την αντιμετώπιση των καταγγελιών, συμπεριλαμβανομένων μέσων όπως εκούσιο έλεγχο τέτοιας διαφήμισης από αυτόνομους οργανισμούς.
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΚΑΤΑ ΙΔΙΟΚΤΗΤΗ ΚΩΔΙΚΑ: Επίσης, τα ΚΜ αποφασίζουν κατά πόσο οι προσφυγές μπορούν να στρέφονται χωριστά ή από κοινού κατά ενός αριθμού εμπορευόμενων του ίδιου οικονομικού τομέα και κατά πόσον οι προσφυγές αυτές μπορούν να στρέφονται κατά ιδιοκτήτη κώδικα, εφόσον ο εν λόγω κώδικας προωθεί τη μη συμμόρφωση με τις διατάξεις του νόμου. Σύμφωνα με την Οδηγία, «ιδιοκτήτης κώδικα» είναι:
«…κάθε οντότητα, συμπεριλαμβανομένων ενός εμπορευομένου ή ομάδας εμπορευομένων, υπεύθυνη για τη διατύπωση και την αναθεώρηση ενός κώδικα συμπεριφοράς ή/και για την παρακολούθηση της συμμόρφωσης προς τον κώδικα όσων αναλαμβάνουν να δεσμεύονται από αυτόν»
Τα ΚΜ, σύμφωνα με το άρθρο 5(3), υποχρεούνται να αναθέτουν στα δικαστήρια ή διοικητικές αρχές εξουσίες βάσει των οποίων μπορούν, όταν κρίνουν τα μέτρα αυτά αναγκαία και, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα εμπλεκόμενα συμφέροντα και ιδιαίτερα το δημόσιο συμφέρον: να διατάζουν την παύση της παραπλανητικής διαφήμισης ή της μη επιτρεπόμενης συγκριτικής διαφήμισης, ή να κινούν τις κατάλληλες δικαστικές διαδικασίες προς τούτο ή εάν η παραπλανητική διαφήμιση ή η μη επιτρεπόμενη συγκριτική διαφήμιση δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί, επίκειται όμως η δημοσίευσή της, να την απαγορεύουν ή να κινούν την οικεία δικαστική διαδικασία απαγόρευσης της δημοσίευσης αυτής έστω και αν δεν αποδεικνύεται πραγματική ζημιά ή βλάβη, δόλος ή αμέλεια εκ μέρους του εμπορευόμενου. Με βάση το ίδιο άρθρο τα ΚΜ θα πρέπει να μεριμνούν όπως τα μέτρα που αναφέρονται σε αυτή την παράγραφο μπορούν να ληφθούν στα πλαίσια ταχείας διαδικασίας είτε με προσωρινή ισχύ είτε με οριστική ισχύ.
Επιπλέον, προκειμένου να εξαλειφθούν τα συνεχιζόμενα αποτελέσματα παραπλανητικής διαφήμισης ή μη επιτρεπόμενης συγκριτικής διαφήμισης, η παύση της οποίας έχει διαταχθεί με τελεσίδικη απόφαση, τα ΚΜ μπορούν να αναθέτουν στα δικαστήρια ή τις διοικητικές αρχές εξουσίες, βάσει των οποίων δύνανται να απαιτούν τη δημοσίευση της απόφασης (εν όλο ή εν μέρει με τη μορφή που κρίνουν κατάλληλη) και/ή να απαιτούν τη δημοσίευση επανορθωτικής δήλωσης.
Τα διοικητικά όργανα θα πρέπει μεταξύ άλλων να αιτιολογούν τις αποφάσεις τους.
ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ: Με βάση το άρθρο 7, τα ΚΜ θα πρέπει να αναθέσουν εξουσίες σε δικαστήρια ή διοικητικές αρχές ούτως ώστε αυτά να μπορούν αν ζητούν από τον διαφημιζόμενο να προσκομίσει αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ακρίβεια των πραγματικών ισχυρισμών που περιέχονται στη διαφήμιση, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο, επί τη βάσει των δεδομένων της συγκεκριμένης υπόθεσης και λαμβάνοντας υπόψη τα έννομα συμφέροντα του διαφημιζόμενου και σε περίπτωση συγκριτικής διαφήμισης να απαιτούν να προσκομίζει ο διαφημιζόμενος τις αποδείξεις αυτές σε βραχύ χρονικό διάστημα και σε περίπτωση που δεν το πράξει ή όπου οι ισχυρισμοί είναι ανακριβείς, τότε αυτά να θεωρούνται ανακριβή.
ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΜ: Με βάση το άρθρο 8(1), τα ΚΜ δύνανται να θεσπίζουν διατάξεις οι οποίες παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εμπορευόμενους και τους ανταγωνιστές έναντι της παραπλανητικής διαφήμισης (όχι όμως της συγκριτικής διαφήμισης στο βαθμό που αυτό αφορά τη σύγκριση).