ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
Υπάρχουν όροι στη συμφωνία μου με μια επιχείρηση οι οποίοι είναι άδικοι. Ποια είναι τα δικαιώματα μου;
Πολλές είναι οι περιπτώσεις που κάποιο πρόσωπο αφού συνάψει συμφωνία με κάποια επιχείρηση και αφού προκύψει μια διαφορά, ανακαλύπτει ότι στη συμφωνία την οποία υπέγραψε περιέχονται όροι οι οποίοι είναι κατάφορα καταχρηστικοί με αποτέλεσμα να προκαλείται σημαντική αδικία σε βάρος του.
Παραδείγματα
- Όρος ο οποίος περιορίζει την ευθύνη σε περίπτωση θανάτου ή σωματικής βλάβης καταναλωτή. Π.χ. Όρος σε συμφωνία πώλησης αυτοκινήτου ότι «Η εταιρεία δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε σωματική βλάβη που προκαλείται από πυρκαγιά στο αυτοκίνητο»
- Όρος σε σύμβαση δανείου με καταναλωτή ότι ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου γίνεται στη βάση των 360 ημερών ή άλλου αριθμού ημερών αντί στη βάση των 365 ή 366 ημερών σε περίπτωση δίσεκτου έτους.
- Όρος σε σύμβαση δανείου ο οποίος αναφέρει ότι η τράπεζα δικαιούται μονομερώς να απαιτήσει την άμεση εξόφληση του δανείου χωρίς οποιεσδήποτε συγκεκριμένες προϋποθέσεις.
- Όρος αυτόματης ανανέωσης μιας συμφωνίας εκτός εάν δηλώσει διαφορετικά ο καταναλωτής, όπου η προθεσμία δήλωσης της διαφορετικής πρόθεσης του καταναλωτή απέχει υπερβολικά από τη λήξη της συμφωνίας. Π.χ. Όρος σε συμφωνία ότι «η συμφωνία αυτή ανανεώνεται αυτόματα με το πέρας των 2 ετών εκτός εάν ο καταναλωτής ενημερώσει την επιχείρηση εντός 2 μηνών από σήμερα ότι δεν επιθυμεί την ανανέωση της».
Τέτοιοι όροι είναι άκυροι εφόσον πληρούνται κάποιες προϋποθέσεις. Αυτές προβλέπονται στον περί Προστασίας του Καταναλωτή Νόμο (ο οποίος κατήργησε τον Ν. 93(Ι)/1996 περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμο)
Η πρώτη προϋπόθεση είναι ότι ο παραπονούμενος θα πρέπει να είναι καταναλωτής και το άλλο πρόσωπο επιχείρηση. Καταναλωτής είναι κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο ενεργεί για σκοπούς άσχετους με την άσκηση της επιχείρησης του. Επιχείρηση είναι προμηθευτής υπηρεσιών ή πωλητής προϊόντων, ο οποίος ενεργεί για σκοπούς σχετικούς με την επιχείρηση του.
Η δεύτερη προϋπόθεση είναι ότι ο συγκεκριμένος όρος δεν πληροί την απαίτηση της καλής πίστης και δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισότητα. Για το κατά πόσο πληρείται η απαίτηση της καλής πίστης, λαμβάνονται υπόψη μεταξύ άλλων, η διαπραγματευτική δύναμη των μερών, κατά πόσο ο καταναλωτής δέχθηκε παροτρύνσεις για να συμφωνήσει με τον όρο, αν έγινε ειδική παραγγελία για τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες από τον καταναλωτή και ο βαθμός στον οποίο η επιχείρηση χειρίστηκε δίκαια τον καταναλωτή.
Σε περίπτωση που ένας όρος σε συμφωνία κριθεί ως καταχρηστικός, τότε δεν δεσμεύει τον καταναλωτή. Η υπόλοιπη όμως συμφωνία εξακολουθεί να δεσμεύει τους συμβαλλόμενους, εκτός εάν αυτή δεν είναι δυνατόν να συνεχίσει να υπάρχει χωρίς τον καταχρηστικό όρο.
Αυτό το άρθρο δεν αποτελεί νομική συμβουλή.
Η δημοσίευση αυτού του άρθρου συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση στα πλαίσια του Προγράμματος “Consumer Programme (2014-2020)”.