ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
Καταναλωτικές διαφορές είναι οποιεσδήποτε διαφορές προκύπτουν από σύμβαση πώλησης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών μεταξύ επιχείρησης και καταναλωτή. Ο σκοπός της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα των καταναλωτικών διαφορών δεν είναι απλά να προστατεύσει τον καταναλωτή κατά το στάδιο της σύναψης της σύμβασης. Σκοπός είναι να προστατεύσει τον καταναλωτή κατά το στάδιο που δημιουργείται η διαφορά.
Έτσι, στην Οδηγία 2013/11/ΕΕ η οποία αφορά την Εναλλακτική Επίλυση Καταναλωτικών Διαφορών, αναφέρεται ότι σκοπός είναι μεταξύ άλλων η εξασφάλιση πρόσβασης των καταναλωτών σε:
- Απλούς
- Αποτελεσματικούς
- Γρήγορους και
- Χαμηλού κόστους τρόπους επίλυσης διαφορών.
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι επίλυσης διαφορών οι οποίοι πληρούν τα πιο πάνω κριτήρια. Επειδή οι τρόποι αυτοί χρησιμοποιούνται εκτός του δικαστηρίου, ονομάζονται εναλλακτικοί – εξού και ο ορισμός Εναλλακτική Επίλυση Διαφορών. Παράδειγμα αποτελεί η διαμεσολάβηση, η συνδιαλλαγή/συμφιλίωση αλλά και η διαιτησία.
Οφέλη Διαιτησίας
Η διαιτησία είναι και η πιο γνωστή από τις πιο πάνω μεθόδους εναλλακτικής επίλυσης διαφορών αφού είναι παρόμοια με τη διαδικασία στο Δικαστήριο με τη διαφορά ότι τα μέρη, αντί να παρουσιάζουν την υπόθεση τους ενώπιον δικαστή, την παρουσιάζουν ενώπιον κάποιου ανεξάρτητου τρίτου – του διαιτητή. Την αμοιβή του διαιτητή την καταβάλλουν τα μέρη.
Η διαιτησία είναι πιο γρήγορη από τη Δικαστική διαδικασία και συνήθως έχει χαμηλότερο κόστος. Με την περάτωση της διαδικασίας, αυτή θεωρείται τελική και δεσμευτική για τα μέρη με περιορισμένο το δικαίωμα προσβολής της απόφασης.
Σημαντικό όφελος της διαιτησίας έναντι των δικαστηρίων είναι ότι η διαιτησία διεξάγεται εμπιστευτικά.
Ως αναφέρθηκε πιο πάνω η διαιτησία έχει χαμηλότερο κόστος από τις διαδικασίες ενώπιον του Δικαστηρίου. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι το κόστος δεν είναι απαγορευτικό όπου η διαφορά είναι χαμηλής αξίας. Για παράδειγμα, η αμοιβή ενός σχετικά χαμηλά αμειβόμενου διαιτητή είναι γύρω στα €150 ανά ώρα.
Ιδιαίτερα σε καταναλωτικές διαφορές όπου πολλές φορές η αξία της διαφοράς είναι μικρή θα ήταν παράξενο η διαφορά αυτή να καταλήξει σε διαιτησία. Εάν για παράδειγμα κάποιος καταναλωτής αγόρασε ένα έπιπλο το οποίο είναι ελαττωματικό δεν θα αναμενόταν να παραπέμψει τη διαφορά του σε διαιτησία, αλλά ούτε και από την επιχείρηση να αποδεχθεί τη διαιτησία.
Θα πρέπει να σημειωθεί στο παρόν στάδιο ότι η συμφωνία μεταξύ καταναλωτή και εμπόρου να υποβάλλουν τις καταγγελίες σε Φορέα Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών δεν δεσμεύει τον καταναλωτή εφόσον αυτή είχε συναφθεί πριν από την εμφάνιση της διαφοράς και εφόσον συνεπάγεται στέρηση του δικαιώματος του καταναλωτή να προσφύγει στα αρμόδια δικαστήρια για τη δικαστική επίλυση της διαφοράς.
Αυτό σημαίνει ότι, εάν υπάρχει όρος για διαιτησία σε καταναλωτική σύμβαση μέσω Φορέα Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών, αυτός ο όρος δεν δεσμεύει τον καταναλωτή εκτός και εάν αυτός ο όρος επιτρέπει στον καταναλωτή να κάνει χρήση των δικαστηρίων.
Επιπρόσθετα στις διαδικασίες ΕΕΔ όπου επιδιώκεται η επίλυση της διαφοράς με την επιβολή λύσης, η επιβαλλόμενη λύση είναι δεσμευτική για τα μέρη μόνον εφόσον αυτά έχουν ενημερωθεί προηγουμένως και έχουν αποδεχθεί ρητά τον δεσμευτικό χαρακτήρα της απόφασης.
Οι πιο πάνω διατάξεις δεν έχουν εξεταστεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά άποψη μας είναι ότι η οποιαδήποτε παραπομπή σε διαιτησία σε σύμβαση η οποία αφορά καταναλωτική διαφορά δεν θα πρέπει να εφαρμόζεται με καταναλωτές εκτός και εάν συμφωνηθεί μετά που θα προκύψει η διαφορά.
Πότε όμως είναι δυνατή η παραπομπή κάποιου καταναλωτικού θέματος σε διαιτησία;
Από τα πιο πάνω συνάγεται ότι, για να μπορεί να παραπεμφθεί ένα θέμα σε διαιτησία θα πρέπει πρώτον ο καταναλωτής να συμφωνήσει τη διαιτησία μετά που εγείρεται η διαφορά. Δεύτερον, εάν υπάρχει υφιστάμενος όρος διαιτησίας αυτός δεσμεύει την επιχείρηση όχι όμως τον καταναλωτή ο οποίος έχει δικαίωμα να εξασκήσει το δικαίωμα του να παραπέμψει τη διαφορά στη διαιτησία ή στο δικαστήριο. Τρίτον, επειδή η διαιτησία είναι μέθοδος εναλλακτικής επίλυσης διαφορών η οποία έχει κάποιο κόστος, θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο όπου η αξία της διαφοράς είναι μεγάλη. Παράδειγμα είναι μια οικοδομική διαφορά ή μια διαφορά που προκύπτει από αγορά αυτοκινήτου.
Το παρόν άρθρο συγχρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Ένωση στα πλαίσια του Consumer Programme (2014-2020).