ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ

Προστασία Καταναλωτή σε Καταναλωτικά Δάνεια (Καταχρηστικές Ρήτρες)

Τ

Tον Απρίλιο του 1993, το Συμβούλιο της Ευρώπης εξέδωσε την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες σε καταναλωτικές συμβάσεις μεταξύ καταναλωτών και προσώπων που παρέχουν αγαθά ή υπηρεσίες στο πλαίσιο των επιχειρηματικών τους δραστηριοτήτων. Για τους σκοπούς της Οδηγίας, οι υπηρεσίες περιλαμβάνουν καταναλωτικά δάνεια που συνάπτονται μεταξύ τραπεζών (εφεξής «Πιστωτές») και καταναλωτών.

Η Κύπρος ενσωμάτωσε την Οδηγία στο εθνικό δίκαιο το 1996 θεσπίζοντας τον περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμο του 1996 (Ν. 93(Ι)/1996), ο οποίος σταδιακά τροποποιήθηκε για να ληφθεί υπόψη η αυξανόμενη ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων των καταναλωτών. Ο Νόμος ενσωματώνει τις αρχές της Οδηγίας σχετικά με τη διαπίστωση του κατά πόσο ένας όρος είναι καταχρηστικός καθώς και το αποτέλεσμα μιας τέτοιας διαπίστωσης στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των συμβαλλομένων μερών.

Ο ίδιος ο Νόμος παρέχει μια ενδεικτική λίστα με τυποποιημένους όρους που δυνατόν να θεωρηθούν καταχρηστικοί, εκ των οποίων οι ακόλουθοι όροι παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις συμβάσεις καταναλωτικών δανείων:

  • Όροι που αποκλείουν ή περιορίζουν τα νόμιμα δικαιώματα του καταναλωτή έναντι του Πιστωτή σε περίπτωση μη εκτέλεσης συμβατικών υποχρεώσεων του Πιστωτή.
  • Όροι που περιορίζουν το δικαίωμα ενός καταναλωτή να συμψηφίζει τα ποσά που οφείλει ο καταναλωτής στον Πιστωτή δυνάμει συμβατικής υποχρέωσης σε περίπτωση παράβασης σύμβασης από τον Πιστωτή.
  • Όροι που συνάγουν την αποδοχή συμβατικών όρων από τον καταναλωτή για τον οποίο ο καταναλωτής δεν είχε καμία πραγματική δυνατότητα να γνωρίζει πριν συνάψει τη σύμβαση
  • Όροι με τους οποίους ο Πιστωτής έχει το δικαίωμα να τροποποιεί μονομερώς τη σύμβαση χωρίς σοβαρό λόγο ο οποίος να προβλέπεται στη σύμβαση
  • Όροι με τους οποίους ο Πιστωτής έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να ερμηνεύσει έναν συμβατικό όρο.
  • Όροι με τους οποίους ο Πιστωτής είναι υποχρεωμένος να εκτελεί συμβατικές υποχρεώσεις, ενώ ο Πιστωτής δεν εκπληρώνει τις δικές του.
  • Όροι με τους οποίους ένας Πιστωτής μπορεί να απαιτήσει την πλήρη πληρωμή του ποσού του δανείου χωρίς ειδικούς όρους στη σύμβαση ή/και όρους που ορίζονται από οποιονδήποτε Νόμο.
  • Όροι με τους οποίους επιβάλλεται στον καταναλωτή δυσανάλογα ψηλή αποζημίωση σε περίπτωση που δεν εκτελεί τις υποχρεώσεις του.
  • Όροι με τους οποίους ο ετήσιος τόκος υπολογίζεται σε βάση διαφορετική από αυτήν των 365 ημερών.

Όπου ζητείται από τα Δικαστήριο να αποφασίσουν κατά πόσο μια ρήτρα είναι καταχρηστική, πρέπει πρώτα να εξακριβώσουν εάν η σύμβαση είναι καταναλωτική. Συγκεκριμένα, το ζητούμενο είναι εάν τα συμβαλλόμενα μέρη εμπίπτουν στους ορισμούς του καταναλωτή και του «προμηθευτή» αντίστοιχα. Για τους σκοπούς του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου, καταναλωτής είναι κάθε φυσικό πρόσωπο το οποίο, κατά την κατάρτιση σύμβασης στην οποία εφαρμόζεται ο Νόμος ενεργεί για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με την άσκηση της επιχείρησης του. Επομένως, οι διατάξεις του Νόμου δεν προστατεύουν νομικά πρόσωπα κατά τη σύναψη σύμβασης με έναν Πιστωτή.

Από την άλλη, για τους σκοπούς του Νόμου, ένας Πιστωτής είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο προμηθεύει αγαθά ή υπηρεσίες και το οποίο, κατά την κατάρτιση σύμβασης στην οποία εφαρμόζεται ο Νόμος, ενεργεί για σκοπούς σχετικούς με την άσκηση της επιχείρησης του.

Το Δικαστήριο πρέπει στη συνέχεια να εξετάσει εάν ο εν λόγω όρος ήταν αποτέλεσμα ατομικής διαπραγμάτευσης, δηλαδή εάν ο όρος είχε ήδη συνταχθεί από τον Πιστωτή και κατά πόσο ο καταναλωτής ήταν σε θέση να επηρεάσει το περιεχόμενο του όρου. Το βάρος απόδειξης βαραίνει τον Πιστωτή για να δείξει ότι ο όρος ήταν αποτέλεσμα ατομικών διαπραγματεύσεων. Η χρήση του ίδιου ή παρόμοιου όρου σε διάφορα συμβόλαια του ίδιου Πιστωτή με διαφορετικούς καταναλωτές ή σε συμβάσεις που συνάφθηκαν με την πάροδο του χρόνου, αποτελεί ένδειξη ότι ο όρος δεν ήταν αποτέλεσμα ατομικών διαπραγματεύσεων.

Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί για συμβάσεις πρότυπα.

Σύμφωνα με το άρθρο 5 του Νόμου, ένας όρος θεωρείται καταχρηστικός, αν παρά την απαίτηση της καλής πίστης, αυτός δημιουργεί σημαντική ανισότητα στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών σε βάρος του καταναλωτή. Προκειμένου να εξακριβωθεί εάν υπάρχει απαίτηση της καλής πίστη, το Δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη τη διαπραγματευτική ισχύ των συμβαλλομένων μερών, εάν ο Καταναλωτής δέχθηκε οποιεσδήποτε παροτρύνσεις για να συμφωνήσει με τον εν λόγω όρο, εάν τα αγαθά ή οι υπηρεσίες παρέχονται κατόπιν ειδικής παραγγελίας του καταναλωτή και ο βαθμός στον οποίο ο Πιστωτής χειρίστηκε δίκαια τον καταναλωτή.

Το Δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη όλες τις περιστάσεις υπό τις οποίες συνάφθηκε η σύμβαση, συμπεριλαμβανομένων των πληροφοριών που δόθηκαν στον καταναλωτή από τον Πιστωτή πριν από το καταναλωτικό δάνειο, καθώς επίσης και στο πόσο διαφανείς είναι οι όροι βάσει της διατύπωσής τους.

Σύμφωνα με το άρθρο 9 του Νόμου, ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Προστασίας Καταναλωτή, έχει καθήκον να εξετάζει εάν ο όρος μιας καταναλωτικής σύμβασης είναι καταχρηστικός, είτε αυτεπάγγελτα είτε μετά από καταγγελία κάποιου καταναλωτή.

Η απόφαση του δεν είναι δεσμευτική για ένα Δικαστήριο που ασχολείται με τον ίδιο όρο, αλλά μια τέτοια απόφαση, μπορεί να παρέχει χρήσιμα εργαλεία σε όσους επιθυμούν να ισχυριστούν ότι ο όρος είναι καταχρηστικός και μπορεί να βοηθήσει το Δικαστήριο να εξακριβώσει εάν όντος τέτοιος όρος είναι άδικος.

Ο ρόλος του Διευθυντή είναι να παρέχει προστασία στο ευρύτερο καταναλωτικό κοινό και η δικαστική διαδικασία παρέχει το forum για τη λήψη νομικά δεσμευτικής απόφασης σχετικά με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις ενός καταναλωτή εναντίον του Πιστωτή.

Εάν ένας όρος θεωρηθεί από το Δικαστήριο ως καταχρηστικός βάσει των ανωτέρω κριτηρίων, ο εν λόγω όρος δεν είναι δεσμευτικός για τον καταναλωτή, αλλά οι υπόλοιποι όροι της σύμβασης παραμένουν δεσμευτικοί για τα συμβαλλόμενα μέρη, εκτός εάν η σύμβαση δε δύναται να συνεχίσει να υφίσταται χωρίς την καταχρηστική ρήτρα.

Αυτό το άρθρο παρέχεται μόνο για ενημερωτικούς σκοπούς και δεν αποτελεί νομική συμβουλή.

 

Σχετικά Άρθρα

Δυνατότητα του Δικαστηρίου επέκτασης του χρόνου παραπομπής ενός ζητήματος σε διαιτησία
Οι Κανόνες Συμφιλίωσης του Κυπριακού Κέντρου Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών
Οι Κανόνες Διαμεσολάβησης του Κυπριακού Κέντρου Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών