ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΙΣ
Ο σκοπός του Νόμου (N.85(I)/2017) είναι να επιλύονται οι διαφορές που προκύπτουν μεταξύ καταναλωτών και επιχειρήσεων μέσω φορέα Εναλλακτικής Επίλυσης Καταναλωτικών Διαφορών. Μία από τις πιο γνωστές μεθόδους Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών είναι η Διαιτησία μέσω της οποίας τα πρόσωπα μεταξύ των οποίων προκύπτει η διαφορά διορίζουν ένα τρίτο ανεξάρτητο πρόσωπο δηλαδή τον διαιτητή για να την επίλυση.
Ο περί της Εναλλακτικής Επίλυσης Καταναλωτικών Διαφορών Νόμος (Ν.85(Ι)/2017)
Ο περί της Εναλλακτικής Επίλυσης Καταναλωτικών Διαφορών Νόμος του 2017 («ο Νόμος») εναρμονίζει την Κύπρο με την Οδηγία 2013/11/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2013 για την εναλλακτική επίλυση καταναλωτικών διαφορών.
Σκοπός του πιο πάνω Νόμου είναι, οι διαφορές που προκύπτουν μεταξύ καταναλωτών (εγκατεστημένους στην Ευρωπαϊκή Ένωση) και επιχειρήσεων (εντός Κύπρου) να επιλύονται από Φορέα Εναλλακτικής Επίλυσης Καταναλωτικών Διαφορών. Τέτοιος Φορέας, χρησιμοποιεί μεθόδους Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών, διορίζοντας προς τούτο φυσικά πρόσωπα για επίλυση των διαφορών που προκύπτουν.
Η πιο γνωστή μέθοδος Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών, είναι η διαιτησία. Μέσω της διαιτησίας, δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς διορίζουν ένα τρίτο ανεξάρτητο πρόσωπο – τον διαιτητή ο οποίος εκδίδει απόφαση διαιτησίας η οποία είναι δεσμευτική για τα μέρη αφού γίνει η σχετική διαδικασία εγγραφής και εκτέλεσης της στο Δικαστήριο.
Όσο αφορά τις καταναλωτικές διαφορές, και σύμφωνα με το άρθρο 11(1) του Νόμου:
«Η συμφωνία καταναλωτή και εμπόρου να υποβάλουν ένα παράπονο σε φορέα εναλλακτικής επίλυσης διαφορών δεν δεσμεύει τον καταναλωτή εφόσον συνήφθη πριν από τη γένεση της διαφοράς και εφόσον συνεπάγεται στέρηση του δικαιώματος του καταναλωτή να προσφύγει στα αρμόδια δικαστήρια για τη ρύθμιση της διαφοράς.»
Αυτό σημαίνει ότι ένας καταναλωτής ο οποίος συμφωνεί πριν από τη γένεση της διαφοράς μέσω π.χ. μιας τυποποιημένης συμφωνίας με τον έμπορο, να παραπέμψει την οποιαδήποτε διαφορά που θα προκύψει σε διαιτησία, δεν δεσμεύεται από τη σχετική ρήτρα διαιτησίας. Αυτό διότι, η διαιτησία συνεπάγεται στέρηση του δικαιώματος του καταναλωτή να προσφύγει στα δικαστήρια για τη ρύθμιση της διαφοράς. Μάλιστα, το άρθρο 11(2) επισφραγίζει το γεγονός ότι η διαδικασία διαιτησίας δεν δεσμεύει τον καταναλωτή. Το άρθρο αναφέρει:
«Στις διαδικασίες εναλλακτικής επίλυσης διαφορών όπου επιδιώκεται η επίλυση της διαφοράς με την επιβολή λύσης, η επιβαλλόμενη λύση είναι δεσμευτική για τα μέρη μόνον εφόσον αυτά έχουν ενημερωθεί προηγουμένως και έχουν αποδεχθεί ρητά το δεσμευτικό χαρακτήρα της απόφασης και δεν απαιτείται ειδική αποδοχή από τον έμπορο, εάν οποιαδήποτε νομοθεσία προβλέπει ότι οι λύσεις είναι δεσμευτικές για τους εμπόρους.»
Με βάση το πιο πάνω άρθρο, ένας καταναλωτής δεν δύναται να δεσμευτεί από επιβαλλόμενη λύση, εκτός εάν έχει ενημερωθεί προηγουμένως – εννοώντας (σε συνδυασμό με το άρθρο 11(1)) πριν την έναρξη της διαδικασίας και μετά που προέκυψε η διαφορά.
Σημειώνεται ότι οι πιο πάνω πρόνοιες ισχύουν μόνο όταν η ρήτρα διαιτησίας αφορά Φορέα Εναλλακτικής Επίλυσης διαφορών και όχι σε ρήτρες που αφορούν ad hoc διαιτησία. Σε περίπτωση ρήτρας ad hoc διαιτησίας σε καταναλωτική σύμβαση αυτή υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας από το Μέρος VII του περί Προστασίας του Καταναλωτή Νόμου του 2021. Αυτό διότι, σύμφωνα με το Παράρτημα IV του Νόμου, ρήτρα η οποία υποχρεώνει τον καταναλωτή να καταφεύγει αποκλειστικά σε διαιτησία μη καλυπτόμενη από νομικές διατάξεις, δυνατόν να θεωρηθεί καταχρηστική.
Συμπερασματικά, ρήτρα διαιτησίας η οποία παραπέμπει σε θεσμική διαιτησία ενώπιον Φορέα Εναλλακτικής Επίλυσης Διαφορών, είναι αυτομάτως άκυρη και μη δεσμευτική – εκτός εάν συμφωνηθεί ρητά από τα μέρη αφού προκύψει η διαφορά. Όπου η ρήτρα διαιτησίας παραπέμπει σε ad hoc διαδικασία διαιτησίας, η ρήτρα υπόκειται σε έλεγχο καταχρηστικότητας και σε περίπτωση που κριθεί ως καταχρηστική, τότε αυτή θεωρείται άκυρη και δεν δεσμεύει τον καταναλωτή.