ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ
Η Διαμεσολάβηση ορίζεται ως μια διαρθρωμένη διαδικασία, με την οποία δύο ή περισσότερα μέρη σε μια διαμάχη προσπαθούν από μόνα τους, σε εθελοντική βάση, να καταλήξουν σε συμφωνία για την επίλυση της διαφοράς τους με τη βοήθεια ενός φυσικού προσώπου που ονομάζεται “Διαμεσολαβητής”.
Πρόκειται για μια εμπιστευτική διαδικασία με την οποία τα μέρη προσπαθούν να επιλύσουν τη διαφωνία τους χωρίς να χρειάζεται να αποταθούν στο Δικαστήριο, ενώ το δικαίωμα πρόσβασης στο δικαστήριο δεν επηρεάζεται καθόλου.
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ
Ένα από τα σημαντικότερα πλεονεκτήματα της Διαμεσολάβησης είναι ότι είναι λιγότερο δαπανηρή και πιο αποτελεσματική από τη δικαστική διαδικασία. Όπως αναφέρεται στο προοίμιο της Οδηγίας 2008/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 21ης Μαΐου 2008 σχετικά με ορισμένες πτυχές της Διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις:
Η διαμεσολάβηση μπορεί να προσφέρει οικονομικά αποδοτική και ταχεία εξωδικαστική επίλυση των διαφορών σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις μέσω διαδικασιών προσαρμοσμένων στις ανάγκες των διαδίκων. Οι συμφωνίες που επιτυγχάνονται μέσω διαμεσολάβησης προσφέρονται περισσότερο για εκούσια εκτέλεση και επιτρέπουν να διατηρηθεί φιλική και βιώσιμη σχέση μεταξύ των μερών. Τα προτερήματα αυτά είναι εντονότερα στις καταστάσεις που περιλαμβάνουν διασυνοριακά στοιχεία.
Η Διαμεσολάβηση παρέχει επίσης τη δυνατότητα στα εμπλεκόμενα μέρη να διευθετήσουν τη διαφορά με φιλικό τρόπο και συνεπώς τους επιτρέπει να συνεχίσουν τις εμπορικές τους σχέσεις στο μέλλον. Επιπλέον, τα συμβαλλόμενα μέρη επωφελούνται από το γεγονός ότι η διαδικασία διεξάγεται ιδιωτικά και εμπιστευτικά, γεγονός που οδηγεί σε ένα περαιτέρω πλεονέκτημα, δεδομένου ότι διατηρείται η φήμη της Επιχείρησης.
- Η διαδικασία προσφέρει ευελιξία επειδή τα “μέρη υπόκεινται στους όρους του διακανονισμού”.
- Παρόλο που δεν πρόκειται για δικαστική απόφαση, τα μέρη μπορούν να έλθουν σε συμφωνία, η οποία είναι εκτελεστή από το δικαστήριο.
- Οι συζητήσεις που διεξάγονται κατά τη διάρκεια της Διαμεσολάβησης δεν προδικάζουν (δηλαδή δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναντίον του διαδίκου σε μεταγενέστερες δικαστικές διαδικασίες), αυτό με τη σειρά του επιτρέπει στο Μέρος να διαπραγματεύεται ελεύθερα, διατηρώντας παράλληλα το δικαίωμα του όταν αποτύχει η διαπραγμάτευση να προσφύγει στο δικαστήριο.
- Η διαδικασία Διαμεσολάβησης είναι προαιρετική στην οποία τα μέρη εισέρχονται με τη θέληση τους, έχοντας την καλή διάθεση να επιλύσουν το ζήτημα/τα ζητήματα.
- Η διαμεσολάβηση δεν αποτελεί δικαστική ή διαιτητική διαδικασία και επομένως μια πιθανή λύση δεν επιβάλλεται στα μέρη από μια ανεξάρτητη αρχή ή μέρος, αλλά δύναται να εξευρεθεί από τα ίδια τα μέρη και να επιβάλλεται μόνο κατόπιν συμφωνίας τους.
- Η όποια επίλυση του ζητήματος/των ζητημάτων δύναται να είναι πρακτικής φύσεως και όχι απαραιτήτως νομικής, δηλαδή να μην ακολουθεί τους νόμους και τις όποιες εμπορικές πρακτικές που είθισται να ακολουθούνται στον συγκεκριμένο τομέα, νοουμένου ότι τέτοια λύση δεν είναι παράνομη, εναντίον των χρηστών ηθών και του δημοσίου συμφέροντος.
- Ο διαμεσολαβητής δεν εκτελεί χρέη δικαστή ή διαιτητή, δεν επιβάλλει λύση και δεν βασίζεται σε νομικές και άλλες αρχές. Διευκολύνει τη διαδικασία και ενθαρρύνει την εξεύρεση λύσης.
- Η διαδικασία της διαμεσολάβησης είναι εμπιστευτική σε όλα της τα στάδια (σε αντίθεση με τη δικαστική) και επομένως οι όποιες συζητήσεις και εισηγήσεις ειπωθούν κατά τη διάρκεια της δεν μπορούν να προσκομιστούν σε οποιαδήποτε επόμενη διαδικασία (άλλη διαμεσολάβηση, δικαστική ή διαιτητική) εκτός εάν αποτελούν μέρος της τελικής επίλυσης του ζητήματος το πρακτικό του οποίου δύναται να αποτελέσει και αντικείμενο εκτέλεσης.
- Η διαδικασία είναι πιο γρήγορη, κατά βάση πιο φθηνή και πιο ευέλικτη για τα μέρη σε σύγκριση με τη δικαστική διαδικασία ειδικά σε ότι αφορά στην Κυπριακή πραγματικότητα.
- Τα μέρη μπορούν να διακόψουν τη διαδικασία και να αποχωρήσουν ανά πάσα στιγμή χωρίς να χρειάζεται να δώσουν εξηγήσεις και χωρίς να υπόκεινται σε αρνητικά αποτελέσματα.
- Η όλη διαδικασία λαμβάνει χώρα σε άνετο και φιλικό περιβάλλον και όχι σε δικαστικές αίθουσες.
- Γίνεται προσπάθεια να επικρατεί ένα κατάλληλο περιβάλλον και μια σωστή συμπεριφορά και επομένως δεν υπάρχει η εχθρότητα και η εμφανής αντιδικία μεταξύ των μερών και των δικηγόρων αυτών.
- Καθένα από τα μέρη αναλαμβάνει τα δικά του έξοδα. Επίσης δεν υπάρχει υποχρέωση εκπροσώπησης από δικηγόρο και επομένως οποιοδήποτε από τα μέρη δεν έχει την οικονομική ευχέρεια της αντιπροσώπευσης μπορεί να περιορίσει τα έξοδα του μόνο σε αυτά του διαμεσολαβητή.
- Μια τελική συμφωνία στη διαμεσολάβηση είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί εκτός σε περιπτώσεις όπου υπάρχει παραπληροφόρηση, εξαπάτηση ή εξαναγκασμός.
ΠΟΙΑ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ
Η διαμεσολάβηση είναι μια εναλλακτική, διαρθρωμένη διαδικασία επίλυσης διαφορών βάσει της οποίας τα μέρη με τη βοήθεια ενός ανεξάρτητου τρίτου μέρους, το οποίο διευκολύνει τη διαδικασία και ενθαρρύνει (χωρίς να επιβάλλει ή να χειραγωγεί τα μέρη) την εξεύρεση από τα ίδια τα μέρη μιας πρακτικής λύσης στο ζήτημα/ζητήματα, επιλύουν τις οποιεσδήποτε διαφορές τους. Επομένως:
Η διαμεσολάβηση αποτελεί διαδικασία εναλλακτικής της δικαστηριακής και διαιτητικής διαδικασίας.
Είναι μια διαδικασία εκούσια, δηλαδή μια διαδικασία στην οποία τα μέρη εισέρχονται με τη θέληση τους, έχοντας της καλή διάθεση να επιλύσουν το πρόβλημα.
Η εξεύρεση λύσης δεν είναι υποχρέωση ή υποχρεωτική.
Ο διαμεσολαβητής δεν είναι δικαστής και επομένως δεν επιβάλλει οποιαδήποτε λύση. Διευκολύνει τη διαδικασία και ενθαρρύνει την εξεύρεση από τα ίδια τα μέρη μιας λύσης στο ζήτημα.
Η επίλυση του ζητήματος δύναται να μην ακολουθεί την ενδεδειγμένη νομοθεσία ή άλλες πρακτικές φτάνει αυτή να μην είναι παράνομη, ενάντια στα χρηστά ήθη ή ενάντια στο δημόσιο συμφέρον.
Η διαμεσολάβηση δεν αποτελεί πανάκεια για όλα τα ζητήματα που δύνανται να προκύψουν μεταξύ μερών. Συγκεκριμένα η διαμεσολάβηση δύναται να χρησιμοποιηθεί σε ιδιωτικού δικαίου διαφορά εφόσον υπάρχει εξουσία διαθέσεως δηλαδή εφόσον η σχετική νομοθεσία δεν επιβάλλει επίλυση μέσω άλλης οδού.
Σε αντίθεση με άλλες διαδικασίες, η διαμεσολάβηση προϋποθέτει την αυτοπρόσωπη παράσταση του μέρους (εκτός εάν είναι εταιρεία ή σύνολο προσώπων).
Η όποια επίλυση ζητημάτων μέσω διαμεσολάβησης η οποία υπογράφεται από όλα τα μέρη (πρακτικό) μπορεί να εκτελεστεί.
Η διαδικασία της διαμεσολάβησης είναι εμπιστευτική.
ΠΟΙΑ ΤΑ ΣΤΑΔΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ
Παρόλο που ο Διαμεσολαβητής στη διαδικασία Διαμεσολάβησης δεν δίδει τη γνώμη του και δεν λαμβάνει δεσμευτικές αποφάσεις, ο ρόλος του δεν πρέπει να θεωρείται αχρείαστος. Ο Διαμεσολαβητής προσπαθεί να βρει την αιτία του προβλήματος και να δημιουργήσει κατανόηση μεταξύ των μερών για να μπορέσουν να προχωρήσουν μπροστά. Συνολικά, η Διαμεσολάβηση δεν είναι μόνο μια επιλογή χωρίς ρίσκο, αλλά προσφέρει επίσης την ευκαιρία στα Μέρη να επιτύχουν μια «λιγότερο τραυματική επίλυση των διαφορών», διατηρώντας ταυτόχρονα το δικαίωμά τους αν τα πράγματα πάρουν τον «λάθος δρόμο» να προχωρήσουν με άλλες διαδικασίες ΕΕΔ ή στο Δικαστήριο.
Τα στάδια της διαμεσολάβησης είναι τα ακόλουθα:
Προετοιμασία: Στο στάδιο της προετοιμασίας γίνεται ο έλεγχος του κατά πόσον υπάρχει οποιαδήποτε σύγκρουση συμφερόντων του διαμεσολαβητή με τα μέρη ( ή σε κάποιες περιπτώσεις με τους δικηγόρους αυτών). Εάν δεν υπάρχει, ο διαμεσολαβητής δύναται να αποδεχθεί τον διορισμό του και υπογράφεται η συμφωνία υπαγωγής η οποία αποτελεί και την έναρξη της διαδικασίας. Ακολούθως ο διαμεσολαβητής ζητεί σύντομη ενημέρωση από τα μέρη και επιλαμβάνεται ζητημάτων διεξαγωγής των συνεδριών.
Εναρκτήριες δηλώσεις – αρχικά από τον διαμεσολαβητή ο οποίος επεξηγεί τη διαμεσολάβηση (και παρουσιάζει την συμφωνία υπαγωγής πλήρως υπογεγραμμένη) και τη διαδικασία αυτής και ακολούθως από καθένα από τα μέρη και τους δικηγόρους αυτών (αν υπάρχει).
Διερεύνηση και Διαπραγμάτευση – τα στάδια αυτά λαμβάνουν χώρα κατά τη διάρκεια των ιδιωτικών συνεδριών. Στις πρώτες 2 (συνήθως) ιδιωτικές συνεδρίες με καθένα από τα μέρη δίνεται έμφαση στα γεγονότα και τα συναισθήματα των μερών. Ακολούθως και κατά τις υπόλοιπες ιδιωτικές συνεδρίες ξεκινά το στάδιο της διαπραγμάτευσης βάση του οποίου τα μέρη καλούνται να σκεφτούν τις προτεραιότητες τους και πιθανές λύσεις.
- Σε περίπτωση όπου εξευρεθεί λύση υπάρχει το τελικό στάδιο της συμφωνίας στην οποία ετοιμάζεται το πρακτικό (είτε από τους δικηγόρους των μερών με τα μέρη ή/και με τη συμβολή του διαμεσολαβητή) το οποίο υπογράφεται από όλα τα μέρη.
ΠΩΣ ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΕΙΤΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΤΗ ΕΝΑΝΤΙ ΑΥΤΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΕΚΑΣΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ;
Λόγω και της φύσης της διαδικασίας της διαμεσολάβησης ο ρόλος του διαμεσολαβητή καμία σχέση δεν έχει με αυτόν του δικαστή. Ο διαμεσολαβητής διευκολύνει τη διαδικασία, ενθαρρύνει τα μέρη να επιλύσουν το ζήτημα, εστιάζεται στη ψυχολογία του κάθε μέρους και εντοπίζει τα πραγματικά ζητήματα προς επίλυση και δεν επιβάλλει λύση. Στόχος δεν είναι να αποκαλυφθεί η αλήθεια σε ότι αφορά σε γεγονότα και καταστάσεις και επομένως οτιδήποτε ειπωθεί κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης θεωρείται κατά βάση ως δεδομένο χωρίς περαιτέρω εξέταση. Η δύναμη του διαμεσολαβητή στη διαδικασία είναι ότι στην πραγματικότητα δεν έχει καμία. Η διαδικασία καθορίζεται στην ουσία της από τα ίδια τα μέρη.
Αντιθέτως, ο δικαστής εστιάζεται αυστηρώς στα γεγονότα και αποφασίζει στη βάση της νομοθεσίας και των δικαστικών κανονισμών. Επομένως, δεν τον ενδιαφέρει να εντοπίσει την ατζέντα των μερών, ούτε τα ζητήματα που υποβόσκουν μεταξύ των μερών. Περιορίζεται στα ζητήματα των δικογράφων και επιβάλλει απόφαση στη βάση μαρτυρίας και νομοθεσίας.
Σε ότι αφορά στους δικηγόρους των μερών, είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουν ότι ο ρόλος τους σε μια πιθανή διαμεσολάβηση απέχει από αυτόν της δικαστικής διαδικασίας. Οι δικηγόροι πρέπει να αντιλαμβάνονται ότι σκοπός της διαμεσολάβησης είναι η εξεύρεση μιας λύσης η οποία να ικανοποιεί και τα δυο μέρη. Άρα θα πρέπει να καλλιεργήσουν την ιδέα ενός πιθανού συμβιβασμού έχοντας κατανοήσει της κόκκινες γραμμές του πελάτη τους καθώς και τα ακόλουθα (α) ποια είναι τα δεδομένα, (β) ποιο είναι το ιδανικό σενάριο για τον πελάτη τους (γ) ποιο είναι το χείριστο σενάριο για τον πελάτη τους, (δ) ποια σενάρια θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση ενός ικανοποιητικού (όχι τέλειου) συμβιβασμού, (ε) τη ψυχολογία του πελάτη τους, δηλαδή αν μια συγνώμη θα μπορούσε να ικανοποιήσει τον πελάτη τους και σε πιο βαθμό.
Επομένως ο δικηγόρος έκαστου μέρους διευκολύνει το ρόλο του διαμεσολαβητή υπό την άποψη ότι ο ρόλος του διαμεσολαβητή είναι να εντοπίσει τα πραγματικά ζητήματα προς επίλυση, την ψυχολογία των μερών και τους στόχους έκαστου μέρους. Ο δικηγόρος από την άλλη είναι σε θέση και μπορεί να «εκλογικεύει» τον πελάτη του με το να του υπογραμμίζει το εφικτό, το ανέφικτο καθώς και ένα καλό συμβιβασμό δεδομένου του ότι γνωρίζει πολύ καλά τη θέση του πελάτη του.
Άρα, τόσο ο διαμεσολαβητής όσο και οι δικηγόροι έκαστου μέρους συνδράμουν τα μέγιστα στην εξεύρεση μιας κοινώς αποδεκτής λύσης.
Το Κυπριακό Κέντρο για Εναλλακτική Επίλυση Διαφορών προβλέπει ειδικούς Κανόνες Διαμεσολάβησης.
ΤΕΛΗ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗΣ
i) ΓΙΑ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΕΙΣ ΣΕ ΑΣΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
Τέλη Καταχώρησης Αίτησης (είτε από το ένα μέρος είτε από κοινού)
€50 μη επιστρεπτέο τέλος, για καταχώρηση της Διαφοράς στο Κέντρο.
Τέλη Διαμεσολάβησης
Αξία Διαφοράς σε Ευρώ (€) | Καταβλητέα Τέλη Διαμεσολάβησης (€) |
Μέχρι 10,000 | 600 |
10,001 -50,000 | 900 |
50,001 – 100,000 | 1200 |
100,001 – 500,000 | 1700 |
500,001 και άνω | 2500 |
- Τα πιο πάνω τέλη δεν περιλαμβάνουν ΦΠΑ και είναι πληρωτέα πριν από την έναρξη της διαδικασίας.
- Τα παραπάνω τέλη βασίζονται σε 8 ώρες Διαμεσολάβησης. Για κάθε επιπρόσθετη ώρα που απαιτείται για τη Διαμεσολάβηση θα υπάρχει:
(α) Επιπρόσθετη χρέωση €80 πλέον ΦΠΑ ανά ώρα για διαφορές μεταξύ €0 – €10.000.
(β) Επιπρόσθετη χρέωση €120 πλέον ΦΠΑ ανά ώρα για διαφορές άνω των €10.000.
ii) ΓΙΑ ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΕΙΣ ΣΕ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤIKΕΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ
Τέλη Καταχώρησης για Καταναλωτή που καταχωρεί την Αίτηση
€20 μη επιστρεπταίο τέλος, για καταχώρηση της Διαφοράς στο Κέντρο.
Τέλη Διαμεσολάβησης
Αξία αγορασθέντων αγαθών ή υπηρεσιών σε Ευρώ (€) | Τέλη Καταναλωτή σε Ευρώ (€)* | Τέλη Επιχείρησης σε Ευρώ (€) |
Μέχρι 500 | 20 | 80 |
501 – 2.000 | 40 | 160 |
2.001 – 10.000 | 80 | 320 |
10,001 -50,000 | 160 | 640 |
50,001 – 100,000 | 320 | 1280 |
100,001 και άνω | 640 | 1700 |
- Τα πιο πάνω τέλη δεν περιλαμβάνουν ΦΠΑ και είναι πληρωτέα πριν από την έναρξη της διαδικασίας.
- Τα παραπάνω τέλη βασίζονται σε 8 ώρες Διαμεσολάβησης. Για κάθε επιπρόσθετη ώρα που απαιτείται για τη Διαμεσολάβηση θα υπάρχει:
(α) Επιπρόσθετη χρέωση €20 πλέον ΦΠΑ ανά ώρα για τον Καταναλωτή και €60 πλέον ΦΠΑ ανά ώρα για την Επιχείρηση για διαφορές μεταξύ €0 – €10.000.
(β) Επιπρόσθετη χρέωση €40 ανά ώρα πλέον ΦΠΑ για τον Καταναλωτή και €100 πλέον ΦΠΑ ανά ώρα για την επιχείρηση για διαφορές άνω των €10.000.
* Για χρηματοοικονομικά θέματα δεν καταβάλλεται οποιοδήποτε Τέλος Διαμεσολάβησης από τον Καταναλωτή. Για όλες τις άλλες περιπτώσεις το μέγιστο ποσό που καταβάλλεται από τον Καταναλωτή είναι €800.